Το τέλος της δεκαετίας του ’70, έφερε πολλές αλλαγές στην μουσική κουλτούρα του Ηνωμένου Βασιλείου. Το punk άρχισε να φθίνει και έδωσε τη σκυτάλη σε άλλα κινήματα που ξαναζυμώθηκαν με τη μαγιά του art rock, ανάμεσα σε αυτά και τα new wave (όχι of british heavy metal βέβαια) και το λεγόμενο new romantic. Με τους Duran Duran στην πρώτη γραμμή, το νεορομαντικό κίνημα με περισσότερη έμφαση στην εμφάνιση παρά στην μουσική ουσία, προσπαθούσε να “καταπιεί” και να καπελώσει πολλά ανερχόμενα groups μουσικών, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Ένα από αυτά τα groups ήταν και οι Talk Talk, ιδρυθέντες το 1981 κάπου ανατολικά του Λονδίνου σαν κουαρτέτο, με αρχηγό εξ’ αρχής τον Mark Hollis στα φωνητικά, τον Paul Webb στο μπάσο, τον Lee Harris στα τύμπανα και τον Simon Brenner στα keyboards. Αναπόφευκτα, η ιστορία αρχίζει έτσι όπως τελειώνει: από τον Mark Hollis. Ο νεαρός Mark είχε τα punk ακούσματα από τον αδερφό του, μουσικό σε ένα τοπικό σχήμα, αλλά παράλληλα δέχθηκε και τις πρώτες ανορθόδοξες επιρροές, συγκεκριμένα από τη free jazz του Ornette Coleman και του Coltrane. Οι εποχές ήταν τόσο πλούσιες, που ένας πεινασμένος θα έβρισκε φαγητό με κλειστά μάτια (και ανοιχτά αυτιά). Οι Floyd και οι King Crimson δεν άργησαν να ενοχλούν το μυαλό του Hollis, ο οποίος έψαξε πολλά είδη μουσικής, όπως κινηματογραφικά θέματα, κλασσική μουσική, μουσική δωματίου, μέχρι και τη μεγάλη Αμερικανική ποπ του Bacharach.
Το ένα οδηγεί στο άλλο την εποχή της παντοκρατορίας των δισκογραφικών. Από τη συγγραφή κάποιων κομματιών, τις συναυλίες σε μικρούς χώρους, μέχρι την υπογραφή στην ΕΜΙ και το ντεμπούτο “The party’s over”, ο δρόμος ήταν σύντομος. Τί είδαν οι “κυνηγοί” της ΕΜΙ στους 4 νεαρούς; Τους νέους Duran Duran πιθανόν; Μόνο που η “κόπια” χώλαινε. O Hollis δεν έμοιαζε στον Le Bon, και το κυριότερο, δεν ήθελε να του μοιάσει. Ή πιο εύστοχα, σιχαινόταν την προοπτική να του μοιάσει.
Ομολογουμένως αν τα πράγματα δεν είχαν πάρει τροπή ανεξέλεγκτη στα χρόνια που έπονταν και είχαμε μείνει στο ντεμπούτο, κανείς δε θα έγραφε σήμερα για τους Talk Talk. Η καριέρα τους είναι απόλυτα ανισοβαρής. Η New Wave αισθητική που χαρακτηρίζει το άλμπουμ δεν είναι αξιομνημόνευτη, με δυο-τρεις εξαιρέσεις, ανάμεσα σε αυτές και το τραγούδι που φέρει και το όνομα της μπάντας, αξιομνημόνευτο επίσης γιατί γέννησε και το λογότυπο/μάρκετινγκ στο μυαλό του James Marsh, που υπέγραψε το artwork του γκρουπ ως το τέλος. Εν προκειμένω, αυτό που του ήρθε στο μυαλό στο άκουσμα της φράσης Talk Talk ήταν χείλη (πιθανόν λίγο Warhol-ικά). Μουσικά, αυτά που ξεχώρισαν ήταν η “πνιγηρή” φωνή του Hollis (παρουσιάζοντας εμβρυακά σημάδια της εκφραστικότητας που θα μας καθήλωνε μετέπειτα) και το μπάσο που περπατούσε στα μονοπάτια των Japan της δεκαετίας του ’80. Κατά τα άλλα, οι συνθέσεις (synth-έσεις) ήταν “ωμές” και χωρίς κάτι ιδιαίτερο.
Ο αριθμός των singles, key performance indicator τότε για την ποιότητα και τη διεισδυτικότητα ενός άλμπουμ, τουλάχιστον στα μάτια μιας δισκογραφικής και της μουσικής βιομηχανίας, εν γένει, ήταν σχετικά υψηλός, οι συναυλίες πολλές και το όνομα της μπάντας αρχίζει να γίνεται γνωστό.
Το ανήσυχο μυαλό του Hollis δεν επαναπαύεται. Δεν είναι ικανοποιημένος ηχητικά με το αποτέλεσμα του ντεμπούτου και ζητά κάτι/κάποιον ο οποίος θα αναδείξει τη δυναμική του γκρουπ και τις αρετές του, μέχρι τότε λανθάνουσες. Μετά από δύο χρόνια λοιπόν, ακολουθεί το “It’s my life”, του οποίου δύο κομμάτια ακόμα και σήμερα παίζονται καθημερινά σε όλα τα νοσταλγικά ραδιόφωνα της Ευρώπης. “It’s my life” και “Such a shame”, με το πρώτο μάλιστα να απολαμβάνει και διασκευές που το επαναφέρουν στην επικαιρότητα. Ο δίσκος είναι μία σαφώς βελτιωμένη έκδοση του ντεμπούτου, κινούμενος παρά ταύτα σε συναφή new wave/synthpop μονοπάτια.
Η μπάντα άλλαξε καταρχήν παραγωγό, με σκοπό να δώσει ζωντάνια στο προϊόν , επιλέγοντας τον Tim Freese Greene, ο οποίος έμελλε να γίνει και ο έτερος συνθετικός και στρατηγικός πόλος του group δίπλα στον Hollis, ήδη από αυτόν το δίσκο. Για κάποιον άγνωστο λόγο, ο Friese Greene ενώ είχε πάντα συγγραφικό credit επιπλέον της παραγωγής, ποτέ δεν σημειώθηκε σαν μέλος της μπάντας, ποτέ δεν συμμετείχε σε συναυλίες και στο υλικό προώθησης του γκρουπ. Επίσης, ο Simon Brenner αποχωρεί με συνοπτικές διαδικασίες, αναγνωρίζοντας ότι και ο ίδιος υπολειπόταν ως μουσικός, αλλά και ότι η συνεισφορά του, τα keyboards, είχαν μπει στο μάτι του Hollis από τότε ως ο αδύναμος κρίκος, ένας από τους λόγους που η μπάντα δεν απογειωνόταν.
Τα singles έκαναν πολύ μεγαλύτερη αίσθηση και γίνανε ανάρπαστα σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ολλανδία και ο δρόμος φαινότανε στρωμένος με ροδοπέταλα για το τρίο (στην ουσία όμως ανανεωμένο κουαρτέτο). Βέβαια, οι Talk Talk δεν είχαν ακόμα αποκαλύψει την ειδοποιό διαφορά τους. Ήταν πλέον μία καλή synthpop/art rock μπάντα, στο επίπεδο που έφτασαν οι Japan, αλλά τίποτα παραπάνω.
Ο χρόνος περνούσε με πολύ touring, αλλά οι ζυμώσεις στο μυαλό του ανήσυχου Hollis συνεχίζονταν αδιάκοπτα. Παράλληλα, είχε γίνει πλέον σαφές ότι η μπάντα δε θα έμενε στα new romantic “καλούπια”. Κάτι ο λίγο ιδιαίτερος χαρακτήρας του Hollis, κάτι η αυθεντική μελαγχολία στον ήχο, ήταν σαφές ότι οι Talk Talk δεν ήταν “παραφυάδες” των Duran Duran και “ξαδέρφια” των Flock of Seagulls.
Εκεί στο 1986 έρχεται λοιπόν το πρώτο εξελικτικό άλμα, μία εξέλιξη μη γραμμική στον ήχο, στις συνθέσεις, στη συνολική μουσική φιλοσοφία της μπάντας. Με περιτύλιγμα και πάλι καθαρά εικαστικό, χωρίς φωτογραφίες της μπάντας με cool looks, αλλά με ένα artwork βασισμένο στην πεταλούδα, ένα κατεξοχήν ανοιξιάτικο πλάσμα, το “The colour of spring” είναι το πρώτο μεγάλο άλμπουμ των Talk Talk, το μεταβατικό άλμπουμ προς ό,τι ακολούθησε, που όμως έχει τη δική του στάμπα ποιότητας.
Πλούσιος και πολυποίκιλος οργανικός ήχος, δύναμη, τελειομανία και συνδρομή από πολλούς έμπειρους session μουσικούς (όρος που δεν αποδεχόταν ο Hollis) ανέβασε πολλά επίπεδα τις προηγούμενες καταβολές και έβαλε τις βάσεις για πειραματισμό. Πρώτη μεγάλη αλλαγή η υποβάθμιση των synths. Από οδηγούς των συνθέσεων γίνονται πλέον συμπληρωματικά όργανα. Οι συνθέσεις έχουν μία ρυθμικότητα που θυμίζει έντονα Can ή και Waterboys, μία αμεσότητα που φέρνει στο νου τους Supertramp και τους Roxy Music, και κατακλύζονται από μία θετική αύρα.
Το κομμάτι δυναμίτης “Living in another world”, το οργανικό “Happiness is easy”, ο ύμνος στην αισιοδοξία “Life’s what you make it”, γίνονται singles, όπως και το αργό/moody “Give it up” και το άλμπουμ οδηγεί σε μία εξοντωτική αλλά και δυναμική περιοδεία που αποτυπώθηκε στο μοναδικό οπτικό τεκμήριο της μπάντας στο δρόμο, το χορταστικό “Live at Montreux”, το 1986. Ο δίσκος πετυχαίνει πιο πολύ στην Ευρώπη απ’ ότι στην Αμερική, και θα μείνει στην ιστορία σαν η πιο πετυχημένη προσπάθεια της μπάντας. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει πάντως στα εξαιρετικά, ατμοσφαιρικά “April 5th” και “Chameleon Day”, που ήταν “προμηνύματα σεισμού”, μικρές εκροές ηφαιστειακής λάβας που έδειχναν αμυδρές πτυχές του μέλλοντος.
Ένα show στην Ισπανία το Σεπτέμβριο του 1986 έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα της μπάντας σε ζωντανή έκδοση, απόφαση φυσικά του ίδιου του Hollis. Ένας συνδυασμός λόγων έχει κατά καιρούς κυκλοφορήσει για να δικαιολογήσει μία απόφαση που έμοιαζε παράλογη εν μέσω μεγάλης επιτυχίας: η άρνηση έκθεσης και φανέρωσης του πραγματικού του εαυτού-αναπόφευκτη μπροστά σε κοινό, η αδυναμία αναπαραγωγής της μουσικής (ιδίως του Colour of Spring) όπως το δικό του μυαλό θα ήθελε, και η κούραση και φθορά που φέρνουν οι μεγάλες περιοδείες ανά την υφήλιο, φθορά μη συμβατή και με την πατρότητα που χτύπησε την πόρτα του εκείνη την περίοδο.
Το έδαφος πλέον έτρεμε και η λάβα είχε κάνει πια την εμφάνισή της. Η EMI δίνει λευκή επιταγή (να και τα καλά των δισκογραφικών!), μεγάλο μπάτζετ και πλήρη ελευθερία κινήσεων περιμένοντας εφάμιλλη συνέχεια. Όμως ο Hollis είχε αποφασίσει να αλλάξει τον ρου της μουσικής ιστορίας, προσφέροντας την πρώτη ασυνέχεια της μουσικής του συνάρτησης. Το αξεπέραστο “Spirit of Eden”.
Πρώτη επίθεση στην συνταγή των singles. Κανένα κομμάτι δεν ενδείκνυται για τέτοιο, αν και η ΕΜΙ εν τέλει προμόταρε το “I believe in you”, με ένα φθηνό βιντεοκλίπ. Ο δίσκος ξεκινά με παρατεταμένη σιωπή. Ο Hollis σε συνεντεύξεις που εκνευρίζουν τους δημοσιογράφους μιλάει συνεχώς για την αξία της “λιτότητας”: “I like sound. And I also like silence. And, in some ways, I like silence more than I like sound”.
Οι session μουσικοί μπαίνουν και βγαίνουν από το στούντιο: κατά τα λεγόμενά τους, ποτέ δεν είχαν πάει σε τόσο free session, με τόσο λίγες οδηγίες. Αυτοσχεδιασμός και πειραματισμός με την σιωπηρή αποδοχή όμως ότι κάποιος μετά θα πετάξει, κατά βούληση, στον κάλαθο των αχρήστων τη συντριπτική πλειοψηφία του αποτελέσματος. Παρ’ όλα αυτά, ο δίσκος ακούγεται και είναι εντελώς πειθαρχημένος στις πάρα πολύ ακριβείς επιθυμίες του αρχιδημιουργού του. Όλα μοιάζουν προμελετημένα, αν και ο ανθρώπινος νους δύσκολα μπορεί να συνδυάσει την έννοια του προμελετημένου και του αυθόρμητου.
Τα λόγια του recording engineer προδίδουν την ατμόσφαιρα. Σκηνικό ψυχεδελικό, με κεριά και χρωματιστές προβολές στο ταβάνι και τους τοίχους, αλλά και στιγμές πλήρους σκότους στο στούντιο. Η αίσθηση του χωροχρόνου χανόταν, χωρίς φως της ημέρας, χωρίς κάποια χρονική αναφορά. Η επικοινωνία μεταξύ των μουσικών μειωμένη στο ελάχιστο και η αναλογία της μουσικής που εν τέλει χρησιμοποιήθηκε προς την παραχθείσα, κινήθηκε συνολικά στα όρια του στατιστικού λάθους.
Το “Spirit of Eden” φτάνει στα χέρια της “ανυπόμονης” ΕΜΙ, με ένα μινιμαλιστικό, εξελικτικό artwork που βλέπει το δέντρο της ζωής να αποτελείται από κυρίως θαλασσινά πλάσματα, όπως στρείδια και κοχύλια. Το σοκ είναι μεγάλο και η ρήξη άμεση. Τί είναι αυτό το πράμα; Σε ποιους απευθύνεται; Οι φήμες θέλουν τον τότε manager να δηλώνει φοβισμένος να παρουσιάσει το άλμπουμ στην εταιρία του. Οι κριτικές μάλλον “μουδιασμένες”, μόνο για να αλλάξουν με το πέρασμα του χρόνου και να γίνουν αποθεωτικές για έναν από τους πιο επιδραστικούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής, το δίσκο που θεωρείται ότι γέννησε το post rock, αν και προσωπικά τον θεωρώ πιο κοντά στο art/prog των Floyd, και το χαρακτηρισμό αυτό θα τον απέδιδα στο επόμενο πόνημα της μπάντας. Το Spirit είναι ένα μοναδικό αμάλγαμα συναισθήματος, ατμόσφαιρας, πειραματισμού, με πανέμορφους και εύθραυστους στίχους, ένας δίσκος που απαιτεί την πλήρη αφοσίωση του ακροατή από την αρχή ως το τέλος, με αντάλλαγμα κάτι πρωτοποριακό, κάτι μοναδικό. Η μπάντα πάντως και ο παραγωγός, και φυσικά ο ίδιος ο Hollis, ήταν για πρώτη φορά απόλυτα ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα.
Το ενδεχόμενο περιοδείας αποκλείστηκε αμέσως, γιατί ως επί το πλείστο το υλικό ήταν μη επαναλήψιμο, και γιατί κατά τον δημιουργό του, η ζωντανή απόδοση του υλικού θα μείωνε την ίδια του τη φύση, η οποία ήταν βασισμένη στον αυθορμητισμό.
Η αντίδραση της ΕΜΙ λοιπόν ήρθε “παγωμένη”. Με την προφανή άρνηση του Hollis να αλλάξει οτιδήποτε, πολύ σύντομα θα οδηγηθούν στη δικαστική οδό και η αλλαγή εταιρίας πλέον είναι μονόδρομος, με την μπάντα να φεύγει για την Polydor. Το μυαλό του Hollis έχει βάλει σαν στόχο να πάει σε κάτι ακόμα πιο αφηρημένο, πιο τολμηρό και να αποδομήσει τελείως τις συμβατικές μεθόδους συγγραφής μουσικής.
Το κύκνειο άσμα “Laughing stock” (1991) είναι άλλη μία ασυνέχεια στο μουσικό χωροχρόνο, ένα μανιφέστο απόλυτης ελευθερίας, με τη μουσική πλέον να φέρνει περισσότερο σε free jazz, με πιο μακροσκελείς συνθέσεις και πραγματικά ελάχιστες ή καθόλου συμβατικές στιγμές, όπως π.χ. ρεφρέν. Με τον Paul Webb να αποχωρεί, ένα ακόμα πιο μεγάλο σετ μουσικών συνεισφέρει στις ηχογραφήσεις. Κομμάτια όπως το σπαρακτικό “New Grass” και το απύθμενα πειραματικό “Ascension Day”, όχι απλώς ακούγονται φρέσκα σχεδόν 30 χρόνια μετά, αλλά ακούγονται απαλλαγμένα από κάθε επιρροή του χρόνου και ανυπάκουα σε οιαδήποτε απόπειρα ταξινόμησης.
Ήδη για το “Spirit of Eden” οι ηχογραφήσεις ήταν ατμοσφαιρικές, μινιμαλιστικές και αργές. Εδώ απέκτησαν περίπου μυθική φήμη, για τους μήνες απόλυτης κατάνυξης μέσα σε καπνούς κεριών και σχεδόν απόλυτο σκοτάδι και ησυχία. Το πανέξυπνο artwork χτίζει με πουλιά τις ηπείρους, δίνοντας ένα κάπως ουμανιστικό μήνυμα, πλήρως συμβατό με το πρόσημο του δίσκου.
Το “In a silent way” του Miles Davis, συχνά αναφέρεται ως παραλληλισμός για τα “Spirit of Eden” και “Laughing stock”. Και εκεί, ο παραγωγός μαζί με τον μεγάλο τρομπετίστα επιδόθηκαν σε κοπτοραπτική μετά την ηχογράφηση για να φτιάξουν το τελικό προϊόν, αλλά υπάρχει μία διαφορά. Tο jazz άλμπουμ του 1969 ηχογραφήθηκε σε μία ημέρα, τα δύο άλμπουμ των Talk Talk παρολίγον πιάσανε τον χρόνο…
Ένα είναι σίγουρο, πολλές μπάντες δε θα ήταν αυτές που ξέρουμε χωρίς τις δύο τελευταίες δημιουργίες των Talk Talk, την μουσική προσέγγιση που δημιούργησαν, χέρι χέρι με τη συγκλονιστική ερμηνεία του Hollis μέσα τους. Τα παραδείγματα πολλά και ετερόκλιτα. Radiohead (από Kid A και μετά), Marillion (Hogarth years), No Man και Tim Bowness, Elbow, Sigur Ros και άλλοι εκατοντάδες. Θα βάλω και στη λίστα τολμηρά και το Blackstar του Bowie, από τον οποίον σαφώς επηρεάστηκε ο Hollis.
Με το “Laughing stock” ο Hollis εξέφρασε ό,τι ήθελε να εκφράσει και να εξωτερικεύσει και τιθάσευσε πλήρως τη μούσα του. Και ηρωικά, σώπασε, αποσυρόμενος από τη μουσική βιομηχανία που τον κυνηγούσε με συνεχείς κυκλοφορίες δίχως την έγκρισή του, αποφασίζοντας να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην οικογένειά του.
Κάπως έτσι επήλθε η διάλυση/απόσυρση μιας μπάντας με τεράστια επιρροή στη μουσική, μόλις 10 χρόνια μετά την αρχή και με 5 δίσκους στο ενεργητικό της. Οι Webb και Lee συνέχισαν με διάφορα σχήματα σε αρκετά πειραματικές φόρμες (π.χ. O’ Rang). Ο Hollis όμως αποσύρθηκε ολοκληρωτικά, αφήνοντας αυτούς που συντονίστηκαν να απορούν που βρίσκεται. Μοναδική επιστροφή, εντελώς απρόσμενα, η επίσης μινιμαλιστική, αλλά πιο ακουστική απόπειρα επτά χρόνια μετά, το 1998, με έναν προσωπικό δίσκο από το πουθενά για τον απρόσιτο μουσικό, για να κλείσει κατόπιν οριστικά ο κύκλος του, έχοντας αφήσει ένα δυσθεώρητο έργο πίσω του, που προοδευτικά, χρόνο με το χρόνο, τείνει να αποκτήσει την αναγνώριση και εκτίμηση που του αρμόζει.
“Heaven bless you in your calm
My gentle friend
Heaven bless you”
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο rockway.gr)