Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του 70 στη οποία οι Jethro Tull έγραψαν ιστορία με άλμπουμ σταθμούς για το rock, προοδευτικό, κλασικό και folk. Ξημέρωμα με το σκληρό “Benefit” συνέχεια με το ιστορικό “Aqualung”, απόλυτη αποδόμηση οιασδήποτε συμβατικότητας στο “Thick as a brick”, και μετά ξανά ακόμα πιο σουρεαλιστικά στο ανεπανάληπτο “A passion play”, με τόλμη κι γοητεία στο “Warchild”, με ακουστική πολυπλοκότητα στο “Minstrel in the Gallery”, με ελαφρά τη καρδία στο “Too Old to Rock N’ Roll”, για να φτάσουμε στην λεγόμενη folk τριλογία το 1977 αρχίζοντας με το παγανιστικό “Songs from the wood” που υμνεί όλα αυτά που η φύση μας δίνει απλόχερα, ανεξάρτητα αν τα εκτιμούμε ή όχι. Το “Heavy horses” μας φέρνει στο μεταίχμιο της βιομηχανικής επανάστασης, όπου τα άλογα αντικαθίστανται από μηχανές, αλλά και πάλι η ομορφιά της φύσης νικάει, με τον κόκορα-ανεμοδείκτη στο “Weathercock” να υψώνει το ανάστημά του όπως ο Ian Anderson το φλάουτό του, σχεδόν σα φαλλό.
Βλέποντας βίντεο από την περιοδεία του “Heavy horses” βλέπει κάποιος τους Tull σε δαιμονιώδη φόρμα. Τα μάτια του Anderson είναι έτοιμα να πεταχτούν έξω (“Bursting Out” λέγεται το καταπληκτικό live album της περιόδου) και οι μουσικοί οργιάζουν.
Μετά από μια τέτοια παρακαταθήκη, η παρέα του Ian Anderson δέχεται έναν κλυδωνισμό. Ο κορμός του απίθανου Barriemore Barlow στα τύμπανα, των John Evan και Dee Palmer στα πλήκτρα/πιάνο/synths και φυσικά του συνοδοιπόρου Martin Barre στην κιθάρα μένει σταθερός για τελευταίο άλμπουμ ενώ ο επί χρόνια μπασίστας John Glascock λόγω εκκολαπτόμενου προβλήματος υγείας ουσιαστικά αποσύρεται με τον Anderson να αναλαμβάνει εν πολλοίς τα καθήκοντά του. Ο χαμός του ένα χρόνο μετά από καρδιακή ανεπάρκεια ουσιαστικά τελειώνει και τον επιστήθιο φίλο του Barlow και από το συγκρότημα…
Εν τω μεταξύ οι καιροί ήταν δύσκολοι, η Αλβιόνα βιώνει σκοτεινούς καιρούς ταλανιζόμενη από ανεργία, κοινωνική οργή και προσπαθεί να βρει τρόπους να σταθεί στα δικά της πόδια της σε ένα κόσμο που αλλάζει, με την παλιά δόξα να φθίνει.
Μουσικά μιλώντας, το προοδευτικό ροκ δε περνάει τις καλύτερές του μέρες. Μετά την επέλαση του punk, μπαίνουμε σε μία νέα εποχή με οδηγό τα synthesizers στα 80ς, και οι Jethro Tull θα ακολουθήσουν και αυτοί στην αυγή της νέας δεκαετίας.
Βαριά λοιπόν η παρακαταθήκη των έξοχων άλμπουμ τους, βαριά η σκιά των 70ς στη Βρετανία, βαριά η εξάντληση από μια δεκαετία περιοδείας, και κάπως η ευθυμία δίνει τη θέση της στη μελαγχολία ή την αγωνία. Το εξώφυλλο του “Stormwatch” μας προετοιμάζει για την καταιγίδα που έρχεται.
Ο ήχος του φλάουτου ξεκινάει το “North Sea Oil”, ένα ανεβασμένο ροκ κομμάτι που ανοίγει το δίσκο μιλώντας για τις εξορύξεις πετρελαίου στη βόρεια θάλασσα αλλά και πικρά προφητικό για την περιβαλλοντική κρίση, κάπως όμως από την ανάποδη αφού τη δεκαετία του 70 επικρατούσε μία θεωρία ότι η γη… ψυχραίνεται.
Μια ωδή στον αστερισμό του Ωρίωνα με γλυκιά ενορχήστρωση συνεχίζει πιο λυρικά. Το “Orion” μας ταξιδεύει κινηματογραφικά σε δρόμους, εξοχές, πόλεις, συναντώντας έφηβες που περιμένουν το τελευταίο λεωφορείο, αστέγους σε σταθμούς, γκαρσόνες πιασμένες αγκαζέ, ενώ ο χρόνος περνάει αδυσώπητος.
Το νοσταλγικό “Home” μας βουτάει σε μια γλυκιά μελαγχολία με οδηγό την κιθάρα του Barre για να περάσουμε στο πικρό “Dark Ages”. Φέρει τον άτυπο τίτλο της δεκαετίας για τη Γηραιά Αλβιόνα και ρίχνει το χώμα στην ταφόπλακα μιας απελθούσης δόξας με τον εισαγωγικό στίχο:
“Darlings are you ready for the long winter’s fall?
Said the lady in her parlor, said the butler in the hall.”
Κλασικίζον, με εναλλαγές στην ταχύτητα και στη διάθεση και ένα απαραίτητο ξέσπασμα στο φλάουτο, είναι ένα κλασικό μεγάλο Tull κομμάτι.
Η πρώτη πλευρά τελειώνει ορχηστρικά με γκάιντες και φλάουτα στο καθαρά σκωτσέζικο Warm Sporran που θυμίζει λίγο την ατμόσφαιρα του “Heavy Horses”. Άλλωστε ο Anderson έχει πλέον σχεδόν εγκατασταθεί στη Σκωτία και ξεκινάει τη δραστηριότητά του με την ιχθυοκαλλιέργεια σολωμού που αργότερα θα του αποφέρει και μεγάλη περιουσία.
Η δεύτερη πλευρά αρχίζει πιο ροκ και λίγο εκτός θέματος με το “Something’s on the move” για να φτάσουμε στο μοναδικό, πανέμορφο “Old Dogs” που μας επαναφέρει σε πιο λυρικά μονοπάτια με οδηγό το βιολί.
Όταν όλα γύρω αρχίζουν να σκοτεινιάζουν, ο άνθρωπος καταφεύγει συνήθως στα θεία, και το μακρινό παρελθόν στο νησί είχε δρυΐδες, ρουνικά σύμβολα και αρκετό παγανισμό. Εκεί μας μεταφέρει το αριστουργηματικά απλό “Dun Ringill” για να ακούσουμε μια συμφωνία μανιασμένης θάλασσας, κεραυνών και θύελλας και να παρακολουθήσουμε τους αρχαίους θεούς να παίζουν.
Το δεύτερο έπος του δίσκου είναι το σπαρακτικό “Flying Dutchman” με τη φοβερή ενορχήστρωση, που χρησιμοποιεί τη γνωστή ιστορία του καταραμένου πλοίου-φάντασμα για να μιλήσει για τους αδικημένους αυτού του κόσμου, με ένα folk rock διάλογο φλάουτου-κιθάρας.
Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων ο πατέρας του Palmer θα πεθάνει, και ο μουσικός όταν λάβει τα άσχημα νέα θα πάει αμέσως στο πιάνο και θα γράψει μια υπέροχη μελωδία πατώντας σε κάποια κλασική σύνθεση που όλη η μπάντα θα ντύσει εξαιρετικά για το “Elegy” που κλείνει το δίσκο, μία περίοδο, μια δεκαετία, μια ομάδα.
Το “Stormwatch” είναι το πιο μελαγχολικό (μαζί με το “Roots to Branches” πολλά χρόνια μετά) και σκοτεινό άλμπουμ των Tull, πιο προσγειωμένο, λιγότερο εξπρεσιονιστικό και λιγότερο σουρεαλιστικό συνάμα από τις πλούσιες δημιουργίες του παρελθόντος. Θεωρείται ένας αδύναμος κρίκος σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα επεισόδια της τριλογίας, η οποία δε ξέρω κατά πόσο επιβεβαιώνεται ως τέτοια από τον ίδιο τον Anderson. Αλλά αν το “Songs from the wood” ήταν η άνοιξη και το καλοκαίρι, αν το “Heavy horses” ήταν η είσοδος στο φθινόπωρο, τότε το “Stormwatch” είναι ο χειμώνας, και όλες οι εποχές έχουν την ομορφιά τους.
Είναι μια ανορθόδοξη επιλογή για flashback από τον κατάλογο αλλά έχει κάτι το πραγματικά μοναδικό, και αξίζει τη θέση του στην ιστορία.
“We ‘ll wait in the stone circles
’til the force comes through
Lines joint in faint discord
And the stormwatch brews
A concert of kings
As the white sea snaps
At the heels of a soft prayer
whispered”
Υποσημείωση: αν κανείς ακούσει το πρόσφατο remix του Steven Wilson, ανακαλύπτει ένα τσουβάλι λεπτομέρειες που το κάνουν τόσο μα τόσο διαφορετικό. Σχεδόν σαν να ανακαλύπτεις ένα καινούριο άλμπουμ.