Ωραία τα Ruffles με γεύση πάπρικα. Δεν συγκρίνονται, βέβαια, με τα Τσακίρης ρίγανη, αλλά δεν είχε καθόλου Τσακίρη στο σινεμά, οπότε λέω από το να πάρω νάτσος και να πασαλειφτώ πατόκορφα με λιωμένα τυριά, καλύτερα Ruffles πάπρικα, δεν μπορεί να είναι και τόσο άσχημα. Τελικά, δεν το μετάνιωσα καθόλου κι αν τα είχαν και σε πιο μεγάλη συσκευασία, θα ήταν όλα άψογα.
Θα μου πείτε τώρα τι σας νοιάζουν εσάς τα πατατάκια τα δικά μου και θα έχετε απόλυτο δίκιο. Το θέμα είναι ότι προτιμώ να μιλάω για πατατάκια παρά για το M3GAN, άσε που τα πατατάκια με βοηθάνε να ξεχνάω τα 8 Ευρώ που έδωσα στο σινεμά. Υποθέτω, όμως, ότι δεν έχει νόημα να προσπαθώ να αποφύγω το αναπόφευκτο, οπότε ας το πιω το πικρό ποτήρι.
Το M3GAN, λοιπόν, έχει να κάνει με ένα κοριτσάκι, που χάνει τους γονείς του σε τροχαίο ατύχημα κι εν συνεχεία πηγαίνει να ζήσει με τη νεαρή θεία της, η οποία είναι μεγαλοφυής εφευρέτρια κι επιτηδευμένο nerd, αλλά στερείται παντελώς κοινωνικών δεξιοτήτων κι αφιερώνει όλο το χρόνο της στην έρευνα και κατασκευή εξελιγμένων ρομποτικών παιχνιδιών. Ο πρόσθετος μπελάς της ανιψιάς δίνει στη μονόχνωτη ηρωίδα το έναυσμα να τελειοποιήσει ένα υπό κατασκευή ανδροειδές με το ψαρωτικό (επιπέδου φοιτητικής παράταξης) ακρωνύμιο M3GAN, το οποίο έχει κουκλίστικη εμφάνιση, ενδυμασία βγαλμένη από οίκο υψηλής ραπτικής και – κυρίως – τρομερά ανεπτυγμένη και συνεχώς εξελισσόμενη τεχνητή νοημοσύνη. Η M3GAN αρχικά προορίζεται να καλύψει κάθε πιθανή και απίθανη ανάγκη της ανιψιάς (ακόμη και να της τραγουδάει σαχλά, μπαλαντοειδή ποπ νανουρίσματα), ώστε να μην πρήζει τη θεία και τα πρώτα δείγματα είναι πολύ ενθαρρυντικά, αφού γρήγορα γίνεται ιδανική φίλη και κηδεμόνας. Έτσι, δρομολογείται η μαζική παραγωγή της από την εταιρία παιχνιδιών, όπου εργάζεται η θεία, και το διεθνές λανσάρισμά της μέσω γκλαμουράτης παρουσίασης. Όπως είναι αναμενόμενο, όμως, σύντομα η όλη κατάσταση θα αρχίσει να ξεφεύγει, καθώς η ανιψιά προσκολλάται σε τέτοιο βαθμό στη M3GAN, ώστε δεν μπορεί να κάνει βήμα χωρίς αυτήν κι αναπτύσσει έντονη επιθετικότητα, αν προσπαθήσει κανείς να τις χωρίσει. Ακόμα χειρότερο κι απείρως πιο επικίνδυνο, όμως, είναι ότι η M3GAN παίρνει υπερβολικά σοβαρά το ρόλο του κηδεμόνα, αναλαμβάνει όλο και πιο ακραίες πρωτοβουλίες για να προστατέψει το κορίτσι από τις απανταχού απειλές, ενώ πολύ σχετικό είναι και το τι αντιλαμβάνεται ως απειλή. Όταν δε αποκτά πλήρη συνείδηση και παρακάμπτει τα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας πρωτόκολλα ασφαλείας, θεία και ανιψιά θα πρέπει να δώσουν αγώνα ζωής και θανάτου, μέσω του οποίου η θεία θα κληθεί να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της στη ζωή.
Βασισμένο σε ιστορία του πρεστιζάτου James Wan των Saw, Conjuring και Aquaman και σκηνοθετημένο από το Νεοζηλανδό Gerard Johnstone του εκ πρώτης όψεως υποσχόμενου αλλά εν τέλει άσφαιρου Housebound, το M3GAN συνδυάζει horror με σατανικές κούκλες κι επιστημονική φαντασία, όπου βασικός προβληματισμός είναι αν και με ποιο τίμημα μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να αντικαταστήσει τους ανθρώπους σε θεμελιώδεις ρόλους, όπως του γονιού και του φίλου. Όχι κάτι τρομερά πρωτότυπο, δηλαδή, αλλά ποσώς ενδιαφέρει η πρωτοτυπία, αν είναι καλή η εκτέλεση. Και τι χρειάζεται πρώτα απ’ όλα μια ταινία με σατανικές κούκλες για να είναι καλή; Μα, φυσικά, μια πραγματικά σατανική κούκλα κι εδώ το M3GAN τρώει γκολ από τα αποδυτήρια, αφού η κούκλα / ανδροειδές όχι μόνο δεν είναι καθόλου τρομακτική, αλλά, επιπλέον, στερείται παντελώς προσωπικότητας, τόσο σε εμφάνιση όσο και σε συμπεριφορά: Πρόκειται για ένα ατσαλάκωτο, φτιασιδωμένο και ανέμπνευστο δημιούργημα με μπόλικη cgi υποστήριξη, που άνετα θα μπορούσε να κάνει πασαρέλα στο TikTok ή στα YouTube Shorts – και δεν θα μου έκανε καμιά εντύπωση αν κάτι τέτοιο είχαν στο μυαλό τους οι παραγωγοί όταν το σχεδίαζαν. Οι δε βεβιασμένες προσπάθειες να φανεί ανατριχιαστική πέφτουν στο κενό, όπως για παράδειγμα η ντροπιαστική σκηνή όπου παίζει πιάνο κακοποιώντας το Toy Soldier της Martika (δεν θα μπορούσε να λείψει μία έστω ρετρό αναφορά). Οι σκοτωμοί πάλι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και αναίμακτοι, ενώ υπάρχει σκηνή φόνου που περιλαμβάνει μουσικοχορευτικό νούμερο και η οποία πατάει πόδι με περίσσιο θάρρος (και θράσος) στην επικράτεια του φαιδρού. Ως προς τη sci-fi παράμετρο τώρα, το M3GAN θίγει κάποια ενδιαφέροντα θέματα, και μάλιστα με αρκετά πειστικό τρόπο, όπως παιδιά που αποκτούν αρρωστημένη εξάρτηση από την τεχνολογία, ενήλικες που ενθαρρύνουν την εξάρτηση αυτή για να αποφύγουν τον βραχνά της ανατροφής κι εταιρίες που κερδοσκοπούν από την όλη κατάσταση χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό. Πλην όμως, κάνει μισές δουλειές, αφού θέτει μεν τον προβληματισμό, αλλά διακόπτει την όλη κουβέντα για να ασχοληθεί με τον φωνακλάδικο εκτροχιασμό της M3GAN και την τελική αναμέτρηση, χωρίς να ολοκληρώσει ποτέ τη σκέψη του.
Γενικά, δυσκολεύομαι να καταλάβω τι προσπαθεί να παραστήσει το M3GAN: Το σοβαρό sci-fi ή την campy ταινία τρόμου; Άγνωστο, αυτό που ξέρω όμως είναι ότι η σοβαροφάνειά του δεν με άφησε να σπάσω πλάκα, ενώ η «πλάκα» του δεν μου επέτρεψε να το πάρω στα σοβαρά. Πέραν της κρίσης ταυτότητας, το M3GAN αδυνατεί ή δεν ενδιαφέρεται καν να θέσει ένα απλό πλαίσιο και δυο – τρεις κανόνες για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Θα θυμάστε, φαντάζομαι την «Κούκλα του Σατανά». Γιατί σκότωνε ο Chucky και γιατί εκτόξευε τις μακάβριες ατάκες του; Γιατί είχε καταληφθεί από το πνεύμα ενός μανιακού δολοφόνου, άρα συμπεριφερόταν σαν αυτόν. Απλό για τα δεδομένα του 1988, όχι όμως του 2023, κι αυτό γιατί δεν μαθαίνουμε ποτέ γιατί σκοτώνει η M3GAN. Φταίει η υπερπροστατευτικότητα ή κάποιο διεστραμμένο γονικό ένστικτο; Μάλλον όχι, αφού σκοτώνει και ανθρώπους που δεν απείλησαν ποτέ την πιτσιρίκα και κάποιους άλλους που δεν έχουν καν συναναστραφεί μαζί της. Μήπως τότε την ωθεί κάποια αίσθηση παντοδυναμίας, αποτέλεσμα της υψηλής ευφυίας της, ή η εξοικείωση με τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης; Ναι, όχι, μπορεί, ίσως – πάντως, τίποτα σχετικό δεν λέγεται ούτε αφήνεται να εννοηθεί. Κι επιτέλους, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει αυτό το ανδροειδές; Μπορεί να προσαρμόζεται στην ιδιοσυγκρασία του παιδιού, να μαθαίνει από τη συμπεριφορά του, να το φροντίζει, να το προστατεύει, να παίζει Martika στο πιάνο κι από ένα σημείο και μετά να σκοτώνει. Μέχρι εδώ καλά. Εκτός από αυτά, όμως, μπορεί, επίσης, να χακάρει υπολογιστές, cloud και κινητά, να καταδιώκει κάποια θύματά της (όχι όλα) με αραχνοειδές περπάτημα σε στυλ Εξορκιστή, να οδηγεί αγωνιστικά αυτοκίνητα, να μην απενεργοποιείται όταν την απενεργοποιούν και να διαβάζει τη σκέψη. Είναι σα να βλέπεις τη DeLorean να κάνει παντιλίκια στο φεγγάρι, επειδή ξαφνικά προέκυψε ότι μπορεί να ταξιδεύει και στο διάστημα, εκτός από το χρόνο. Και, τέλος, είναι κι αυτή η διάχυτη τσαπατσουλιά: Αμέσως αφού πληροφορηθεί από τους προϊσταμένους της ότι η M3GAN είναι επτασφράγιστο βιομηχανικό απόρρητο, το οποίο πρέπει να παραμείνει κρυφό πάση θυσία, η ιδιοφυής ηρωίδα πηγαίνει το ανδροειδές σε εξωσχολική δραστηριότητα και το αφήνει να παίξει με τα άλλα παιδάκια, με την παράκληση, όμως, να μην το τραβάνε φωτογραφίες – σοβαρολογώ, η σκηνή δεν κόπηκε στο μοντάζ. Άσε που αυτό το θαύμα της τεχνολογίας, το οποίο μας παρουσιάζεται ως η σημαντικότερη εφεύρεση μετά την αυτοκίνηση, κοστολογείται από την ίδια την εταιρία παραγωγής στα 10.000 δολάρια, όσο κοστίζουν, δηλαδή, στο περίπου πέντε καλές κάρτες γραφικών της NVidia.
Εν τέλει, μπαίνω στον πειρασμό να αναρωτηθώ μήπως οι άνθρωποι που έφτιαξαν το M3GAN πάσχουν από διάσπαση προσοχής ή από κάποια παρόμοια διαταραχή. Δεν αποκλείεται, το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι ότι βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με το πνεύμα της εποχής: Είναι ό,τι λάχει αλλά θέλουν να παριστάνουν και τους σοβαρούς, δεν πονοκεφαλιάζονται με ενοχλητικές λεπτομέρειες όπως το «πώς» και το «γιατί» και κάνουν πράγματα που νομίζουν ότι είναι cool απλά για να δείχνουν cool, με την κρυφή ελπίδα να trendάρουν στα social. Ακόμα πιο σίγουρο δε είναι ότι απευθύνονται στο «μοντέρνο» κοινό και όχι σε δεινόσαυρους σαν και του λόγου μου και τρανή απόδειξη είναι ότι το M3GAN έβγαλε πάνω από 150 εκατομμύρια δολάρια στο box office, οπότε ό,τι κι αν λέω εγώ, καμιά σημασία δεν έχει. Ας φάω, λοιπόν, ένα ακόμα Ruffles πάπρικα και περαστικά μου.
Trailer: https://www.imdb.com/video/vi4277912857/?playlistId=tt8760708&ref_=tt_pr_ov_vi
Κείμενο: Στέφανος Δημόπουλος