DEATH: 30 χρόνια από το ιδιοφυές “Individual Thought Patterns”

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - 22 ΙΟΥΝΙΟΥ

1993 – Μετά το ανεπανάληπτο “Human” και τη διεύρυνση των μουσικών τους ορίων, οι Death, δηλαδή ο αρχηγός Chuck Schuldiner, αναζητούν νέους συνεργάτες για το καινούργιο τους album. Ο Paul Masvidal (guitars) και ο εκλιπών πλέον Sean Reinert (drums) επιστρέφουν για να αφιερωθούν στους Cynic (εξάλλου αυτή ήταν και η συμφωνία).

Ο μόνος που παραμένει στη θέση του είναι ο υπέρ-παίχτης μπασίστας Steve DiGiorgio. Ο Chuck, ως τελειομανής και άνθρωπος ο οποίος πάντοτε διάλεγε τους κατάλληλους συνεργάτες, επιλέγει για τη θέση των ντραμς, τον άνθρωπο “χταπόδι” Gene Hoglan. Κι ενώ αυτοί οι τρεις προέρχονται από το χώρο του ακραίου ήχου, ο Chuck δείχνοντας την αντίληψή του περί heavy metal, συμπληρώνει την τετράδα με το θεό Andy LaRocque από το γκρουπ του King Diamond. Αυτή η “dream team” λοιπόν μπαίνει στον ναό των Morrisound Studios και βγαίνει κρατώντας στα χέρια της ακόμη ένα μουσικό “ποίημα”. Το “Individual Thought Patterns” κυκλοφορεί από την Relativity Records και αμέσως γίνεται αντιληπτή η σχεδόν φυσική συνέχεια από το “Human”. Οι συνθέσεις παραμένουν το ίδιο πολύπλοκες (αν όχι περισσότερο), τα φωνητικά του Chuck το ίδιο brutal στο τελευταίο album όπου θα ακούγονται έτσι, το rhythm section ακόμη πιο “δολοφονικό” και η στιχουργική προσέγγιση έχει πλέον εντρυφήσει στον ανθρώπινο ψυχισμό, τις κοινωνικές παθογένειες και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Αυτό όμως το οποίο κάνει την πραγματική διαφορά είναι η συμμετοχή του LaRocque. Η αρχική σκέψη του Chuck ήταν να παίξει κάποια solos ο ο κιθαρίστας, γι’αυτό και του έστειλε ηχογραφημένα κομμάτια με τα μέρη όπου θα έπαιζε το solo. Σύμφωνα με τον DiGiorgio, όταν έφτασε στο studio ο Andy δεν είχε κάνει κάποια προηγούμενη προετοιμασία πάνω στα κομμάτια. Απλώς μπήκε μέσα και αυτοσχεδίασε, εντυπωσιάζοντας τους πάντες. Από τη μεριά του ο ίδιος ο Andy LaRocque, σε συνέντευξή του το 2021, δήλωσε πως είχε ετοιμάσει πολλές ιδέες και διαφορετικές μελωδικές γραμμές για κάθε solo. Μικρή σημασία έχουν όλα αυτά καθώς από μόνη της η συμμετοχή του Andy σε αυτό το “εξωπραγματικό” line-up δείχνει πολλά τόσο για τη μουσική ιδιοφυία τόσο του Chuck που αποτάθηκε σε αυτόν, όσο και για τον ίδιο ο οποίος όντας στο χώρο του αμιγούς heavy metal (μιλάμε για KD στα 90s) έπαιξε για μια death metal μπάντα, με το αποτέλεσμα να είναι με άριστα το 10…11.

1981 – Το “Fire of Unknown Origin” είναι το 8ο στούντιο album του αμερικανικού hard rock συγκροτήματος Blue Öyster Cult, που κυκλοφόρησε από την Columbia Records και στο οποίο παραγωγός ήταν ο Martin Birch. Το album, το οποίο περιελάμβανε την απόλυτη επιτυχία “Burnin’ for You” ήταν μια επιστροφή στις επιτυχίες για το γκρουπ μετά από δύο album με απογοητευτικές πωλήσεις. Έγινε το album με την υψηλότερη θέση στα charts του Billboard 200, φτάνοντας στο Νο 24. Το Fire of Unknown Origin είναι το τελευταίο album με την αρχική σύνθεση του συγκροτήματος. Κατά τη διάρκεια της επόμενης περιοδείας, το συγκρότημα απέλυσε τον αρχικό του ντράμερ Albert Bouchard .
Αρκετά από τα τραγούδια προορίζονταν για το soundtrack της ταινίας κινουμένων σχεδίων “Heavy Metal”. Ωστόσο, μόνο το τραγούδι “Veteran of the Psychic Wars”, το οποίο παρεμπιπτόντως δε γράφτηκε για την ταινία, και που συνυπογράφει ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Michael Moorcock, κατέληξε στην τελική έκδοση και στο soundtrack της ταινίας. Το ομότιτλο κομμάτι χρησιμοποιήθηκε στη σειρά “Supernatural”, η οποία είναι γραμμένη από τον μακροχρόνιο θαυμαστή των BÖC, Trey Callaway .

1987 – Η απόλυτη αναγνώριση των Marillion, με το “Misplaced Childhood”, ήρθε μαζί με την παύση της λειτουργίας του γκρουπ σαν ομάδα. Αν συνυπολογίσει κανείς σε αυτό την απίστευτη πίεση της ΕΜΙ, με τη διαδοχή “περιοδεία-άλμπουμ” να πνίγει περισσότερο από όλους τον τραγουδιστή τους που είχε ένα φρέσκο γάμο να προστατέψει, εύκολα καταλαβαίνει γιατί το “Clutching At Straws” ήταν το δυσκολότερο στην πρόοδο και το τελευταίο άλμπουμ της περιόδου με τον Fish.
Ο πιεσμένος Fish είναι βέβαια και ένας δημιουργικός Fish, όμως τα αποθέματα των αντοχών του ήταν και τα τελευταία. Μουσικά, έστω και μέσα από μια προβληματική διαδικασία με συνεχείς συγκρούσεις, το γκρουπ προσφέρει ίσως το ωριμότερο και πιο εύστοχο άλμπουμ της πρώτης του περιόδου. Ο δίσκος περιγράφει τη διαδρομή ενός συγγραφέα με χρόνιες αμφιβολίες για την ικανότητά του κι ένα σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού. Ο “Torch” ,όπως ονομάζεται ο ήρωας του άλμπουμ, είναι η τελευταία μάσκα του Fish. Οι αλλαγές στην αισθητική του artwork και το ανανεωμένο λογότυπο υπαινίσσονται μια διαδικασία μετάβασης και αλλαγής.

Στο περιεχόμενο των τραγουδιών του συναντάμε μερικές από τις πιο ευρηματικές, εντυπωσιακές συνειρμικές του αλυσίδες. Στο “Warm wet circles” ο Τorch επιστρέφει με τη σκέψη του στη μικρή πόλη που μεγάλωσε, παρακολουθώντας την ταπεινή πραγματικότητα του ήρωα “9 με 5” που θα παντρευτεί τελικά το κορίτσι που γνώρισε στα 16 του στην παμπ. Το ταξίδι των «ζεστών υγρών κύκλων» θα ξεκινήσει από τα ίχνη των ποτηριών στο μπαρ και μέσα από μια συγκλονιστική διαδρομή θα καταλήξει σε μια πεταμένη βέρα. Στο “At that time of the night”, που κλείνει τη συγκλονιστική τριλογία της έναρξης του άλμπουμ, υπάρχει ουσιαστικά η δήλωση παραίτησης του Fish, στους ίδιους τους στίχους του τραγουδιού.

Το τολμηρότερο, λόγω της πολιτικής του απόχρωσης, το επικό “White Russian” αποτελεί ως σήμερα ένα από τα πληρέστερα και πιο απαιτητικά, μουσικά και στιχουργικά, δημιουργήματα των Marillion. Μετά την εκλογή του Kurt Waldheim, που είχε κατηγορηθεί για εγκλήματα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, στη θέση του προέδρου της Αυστρίας, και την άνοδο της δράσης του νεοναζισμού στην Ευρώπη, ο Fish εμφανίζει τον Torch να παρακολουθεί σε πλήρη σύγχυση τις εξελίξεις, με τον διχασμένο του εαυτό να μοιράζεται ανάμεσα στον ρεαλιστή και τον δραπέτη και τελικά να νικά η φυγόπονη πλευρά του.

Στο συντριπτικό “Sugar Mice”, η μικρή προσωπική τραγωδία του ήρωα τυλίγεται διακριτικά με πολιτικές και κοινωνικές αποχρώσεις. Τελικά, ο Torch στο φινάλε του “The Last Straw” αρχίζει να γράφει και συνεχίζει να πίνει, μέχρι την οριστική του ήττα. Η απομόνωση που ένιωθε να εισπράττει ο Fish σε όλη αυτή τη διαδικασία και το αγεφύρωτο χάσμα στην αντίληψη της συνέχειας της μουσικής τους πορείας, σε συνάρτηση με τη διαρκή σύγκρουση με τον manager τους, τον οδήγησε στην απόφαση της οριστικής αποχώρησης. Μια ολόκληρη νύχτα, με τη βοήθεια ενός μπουκαλιού Jim Beam, έγραψε το περίφημο τρισέλιδο γράμμα του τελικού αποχαιρετισμού, σπρωγμένος κύρια από την οργή του. Έβγαλε φωτοτυπίες, πήρε ένα ταξί και το μοίρασε στα σπίτια όλων των μελών. Αυτό ήταν το τέλος μιας εποχής και η αρχή ενός επώδυνου “διαζυγίου” του οποίου οι πληγές έκλεισαν μετά από αρκετά χρόνια.
1992 – Το “Dehumanizer” είναι το 16ο στούντιο album των Black Sabbath και κυκλοφόρησε από την IRS. Ήταν το πρώτο album για πάνω από μια 10ετία, με τον τραγουδιστή Ronnie James Dio και τον ντράμερ Vinny Appice, και το πρώτο τους σε εννέα χρόνια με τον αρχικό μπασίστα Geezer Butler. Στις αρχικές ηχογραφήσεις στα Rich Bitch Studios στο Μπέρμιγχαμ συμμετείχε ο ντράμερ Cozy Powell. Ωστόσο, όταν ο Cozy τραυματίστηκε σπάζοντας τον γοφό του, αντικαταστάθηκε απο τον Vinny. Με τον Appice πίσω στη μπάντα, ουσιαστικά έχουμε τη σύνθεση του “Mob Rules”.
Στιχουργικά και μουσικά, το “Dehumanizer” θεωρείται ένα από τα πιο βαριά άλμπουμ των Black Sabbath. Αν και η σύνθεση είναι η ίδια με το “Mob Rules” του 1981, η μουσική κατεύθυνση είναι πολύ διαφορετική και φαίνεται μια αξιοσημείωτη αλλαγή σε σχέση με το προηγούμενο υλικό τους, ιδιαίτερα με το album “Tyr”. Σε μεγάλο μέρος του album φαίνεται και η κατεύθυνση που πήρε ο Dio στους επόμενους δύο δίσκους του, τα “Strange Highways” (1993) και “Angry Machines” (1996). Εμπορικά, το album σηματοδότησε μια αναβίωση για τους Sabbath. Έφτασε στο Top 40 στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο νούμερο 44 στο Billboard 200 chart.

2004 – Το “Inferno” είναι το 17ο στούντιο album των Motörhead, που κυκλοφόρησε από τη Steamhammer. Το “Inferno” ήταν το πρώτο album των της μπάντας με παραγωγό τον Cameron Webb. Ο Webb ήθελε να κάνει ένα album με το συγκρότημα και τους συνάντησε για δείπνο στο Sunset Marquis Hotel για να συζητήσουν την πιθανότητα συνεργασίας: “Μίλησα για το πώς ήθελα να κάνω έναν πολύ βαρύ δίσκο μαζί τους. Αυτό ήταν λάθος, γιατί στον Lemmy αρέσει να παίζει rock ‘n roll – δεν του αρέσει να παίζει βαριά μουσική (λολ) – και παρόλα αυτά με δέχτηκε να συνεργαστούμε. Τελικά, το συγκρότημα και ο Webb παρήγαγαν το πιο βαρύ album των Motorhead εδώ και χρόνια. Σε μια συνέντευξη για το bonus DVD του “Inferno”, ο ντράμερ Mikkey Dee δήλωσε ότι: “ο Webb μας πίεσε λίγο περισσότερο. Δεν πτοήθηκε από τις ροκ διαθέσεις μας”.

2007 – Το “King of the Grey Islands” είναι το 9ο album των doom metallers Candlemass, που κυκλοφόρησε από τη Nuclear Blast. Είναι το πρώτο album που ηχογραφήθηκε μετά την αποχώρηση του τραγουδιστή Messiah Marcolin, ο οποίος έφυγε από το συγκρότημα κατά τη φάση προ-παραγωγής του album. Αντικαταστάθηκε από τον Robert Lowe, ο οποίος θα μείνει στο συγκρότημα μέχρι την αποχώρησή του, τον Ιούνιο του 2012.

2009 – Κυκλοφορεί από τη Century Media Records το “Death…The Brutal Way”, το 7ο album των Ολλανδών (Κάτω Χωριανών) death metallers, Asphyx. Ήταν το πρώτο τους album μετά από εννέα χρόνια και το “On the Wings of Inferno” του 2000.

Avatar photo
About Νίκος Κορέτσης 500 Articles
Γεννήθηκε τη χρονιά που ο Dio δημιουργούσε ποίηση, τραγουδώντας “The world is full of kings and queens, who blind your eyes and steal your dreams…it’s Heaven and Hell”, “σφυρηλατήθηκε” μουσικά ακούγοντας τον Araya να ουρλιάζει “War ensemble” και συνέχισε την ενήλικη πλέον ζωή του διερωτώμενος “How did it come to this? Narcosynthesis” πατώντας στα χνάρια του αείμνηστου Dane. Διανύοντας πλέον την 4η δεκαετία της ζωής του, δηλώνει πιστός υπηρέτης του heavy metal και ανοιχτός σε νέα μουσικά μονοπάτια (με μέτρο), συνδυάζοντας αυτά τα δύο με καλή παρέα και τη συνοδεία άφθονης μπύρας. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει γιατρός, καθώς προσπαθεί με χειρουργικές κινήσεις να αποφεύγει τις κακοτοπιές που εμφανίζονται στη ζωή του, έχοντας στην κατοχή του το καλύτερο “ιατρικό εργαλείο” που ονομάζεται “ΜΟΥΣΙΚΗ”.