Editorial – ΜΑΪΟΣ: “Κ’ οι λύκοι αποτραβήχτηκαν και κρύφθηκαν στην τρούπα”

EDITORIAL

Το μεταπολεμικό Birmingham ήταν μια περιοχή βαθιά πληγωμένη από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Όντας μια πόλη που περιβάλλεται από εργοστάσια, πάσχιζε να ορθοποδήσει  ξανά βασισμένη στη βιομηχανία και τις πλάτες της εργατικής τάξης. Ήταν μια διαδικασία εφαρμογής σαρωτικών πρωτοβουλιών εκσυγχρονισμού.

 Η νεανική κουλτούρα της πόλης άρχισε επίσης να μορφοποιείται και να μεταβάλλεται μετά τον πόλεμο. Οι νέοι απομακρύνθηκαν από τους παραδοσιακούς δεσμούς τους με την Προτεσταντική Εκκλησία και άρχισαν να αναζητούν περισσότερο εγκόσμιες και κοντινές  μορφές ψυχαγωγίας, όπως η μουσική. Καθώς αυτοί οι νέοι άρχισαν να δημιουργούν τη δική τους μουσική, ενσωμάτωσαν ήχους από τα βιομηχανικά εργοστάσια που κυριαρχούσαν στη ζωή τους και εξέφραζαν στιχουργικά την απογοήτευσή τους για την κατάσταση στην εργατική τάξη, δημιουργώντας με τη σειρά τους ένα νέο είδος που αργότερα ονομάστηκε heavy metal.

Η μουσική και η τότε κουλτούρα του πρωτόγονου metal των 70’s (ποτό, ναρκωτικά, μηχανές κ.λπ.), μαζί με ταινίες τρόμου και μυθιστορήματα φαντασίας και επιστημονικής φαντασίας ήταν απαραίτητοι τρόποι διαφυγής από την ψυχοφθόρα φτώχεια που οι περισσότεροι από τα παιδιά της εργατικής τάξης αναγκάζονταν να αντιμετωπίζουν καθημερινά. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν ήταν παράξενο για τους στίχους του Geezer Butler, πως δίπλα στην πολεμική μηχανή και τις μορφές των στρατηγών θα συναντούσε κανείς νεράιδες με μπότες. Έχοντας αλιεύσει σε διάφορα blogs ημερολογιακές καταγραφές ανθρώπων που βίωσαν εκείνη την πραγματικότητα, είναι αληθινό πως συγκυριακά και σε συνδυασμό με το πηγαίο ταλέντο μουσικών που κατάφεραν να μεταφράσουν τη βιομηχανική αντήχηση σε τραγούδια, το heavy metal υπήρξε για χρόνια η μουσική της εξαθλιωμένης εργατικής τάξης: “κάποια στιγμή,  όλοι στον μουσικό τύπο ισχυρίζονταν ότι το πανκ έδινε φωνή στα παιδιά της εργατικής τάξης, αλλά οι μισοί από αυτούς τους πόζες ήταν γαμημένοι τύποι από το κολέγιο που ενδιαφέρονταν μόνο για τη μόδα της πανκ σκηνής. Όχι, για μένα ήταν ο Lemmy, ο Ozzy και ο Phil Lynott που έδιναν φωνή σε ό,τι είχα μέσα μου. Το metal ήταν η μουσική του ξένου, του χλευασμένου και του ξεχασμένου.”

Βέβαια στην πραγματικότητα, εξετάζοντας διαχρονικά τη φωνή του ευρύτερου rock ήχου, κανείς δεν διεκδικεί την αποκλειστικότητα της φωνής του παραμελημένου εργάτη. Και είναι απόλυτα φυσιολογικό να μην υπάρχουν φραγμοί στη θεματολογία για τα μουσικά ιδιώματα, όσο και αν κάποιοι έχουν συχνά βυθιστεί στην παραίσθηση πως περισσότερο επιθετικά και αλήτικα στο ύφος είδη έχουν απαραίτητα και το αυτοκόλλητο του επαναστάτη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Paul Weller: από τους θορυβώδεις 70’s punks The Jam, συνέχισε με το pop soul όχημα των The Style Council, και όμως ο πιο ξεκάθαρος και έντονος λόγος του για την άρχουσα τάξη, την εκμετάλλευση των εργατών και την ιδιοκτησία περιουσίας, υπάρχει στο σχεδόν βελούδινο “The Whole Point of No Return” (“the law’s made for and by the rich”) των δεύτερων , που κάνει τις επιθέσεις των The Jam κατά των πλούσιων φοιτητών του Eton College (“Eton Rifles”) ή το αντιπολεμικό τους τραγούδι (“Little Boy Soldiers”) να ωχριούν.

Η πρώτη Μαΐου είναι η μέρα των εργατών. Είναι μια παγκόσμια γιορτή που καθιερώθηκε μετά την εξέγερση των εργατών του Σικάγου και παραμένει μια από τις πιο ιστορικές στιγμές της πάλης των τάξεων. Τον Μάιο του 1886 τα εργατικά συνδικάτα στο Σικάγο ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας ωράριο εργασίας στις 8 ώρες και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Οι αιματοβαμμένες εξεγέρσεις των εργατών  έγιναν ύστερα από επιτυχημένες διεκδικήσεις των εργατών στον Καναδά το 1872.

Το 1892 έγινε η πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στην Ελλάδα. Το 1893, 2.000 εργάτες διαδήλωσαν ζητώντας οκτάωρο, Κυριακή αργία και κρατική ασφάλιση στα θύματα εργατικών ατυχημάτων. Το 1894, γίνεται μια μεγάλη συγκέντρωση με τα ίδια αιτήματα που λήγει με 10 συλλήψεις.  Το 1936 έχουμε τους καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης. Τα γεγονότα ξεκίνησαν γύρω στο Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός. Δεν υπήρχε κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης. Σε μια συγκέντρωση στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, χωροφύλακες πυροβόλησαν και σκότωσαν 7-8 εργάτες. Σ’ αυτό το σημείο έχει στηθεί το “μνημείο του καπνεργάτη”. Με πυροβολισμούς προσπάθησαν να διαλύσουν και τις άλλες συγκεντρώσεις και συνολικά υπήρξαν τουλάχιστον 12 νεκροί και 300 τραυματίες. Οι δολοφονίες των εργατών αποτέλεσαν την έμπνευση του Ρίτσου για τον “Επιτάφιο”.

Η μορφή του εργάτη είναι ένα συχνό θέμα στην ευρύτερη rock ανθολογία. Στο “Working Class Hero” ο Lennon μιλά για τη μηχανή της εργατικής τάξης, ο Bob Dylan στο “Maggie’s Farm” διασκευάζει το κλασικό folk τραγούδι “Penny’s Farm”, μεταφέροντας την παλιά καταγγελία του τραγουδιού για την εκμετάλλευση των αγροτών στη σύγχρονη καταπίεση. Οι R.E.M. στο “Finest Worksong” σκιαγραφούν την απογοήτευση ενός εργάτη, ενώ οι Pearl Jam περιγράφουν την παγιδευμένη ηλικιωμένη εργάτρια στο εστιατόριο μιας μικρής επαρχιακής πόλης στο “Elderly Woman Behind the Counter in a Small Town”, και οι υπεραγαπημένοι Rush τον θάνατο που φέρνει η ρουτίνα στο “Working Man”.

Αν όμως μέσα σε αυτό το πλήθος τραγουδιών υπάρχει ένα πραγματικό σύμβολο, αυτό είναι σίγουρα το “Which Side Are You On?”. Είναι ένα τραγούδι γραμμένο το 1931 από την ακτιβίστρια Florence Reece, σύζυγο του Sam Reece, συνδικαλιστή των Ενωμένων Εργατών Μεταλλείων στην κομητεία Harlan του Kentucky.

Τότε, οι ανθρακωρύχοι και οι ιδιοκτήτες ορυχείων στο νοτιοανατολικό Kentucky ενεπλάκησαν σε μια σκληρή και βίαιη μάχη που ονομάστηκε Πόλεμος της Κομητείας Harlan. Σε μια προσπάθεια να εκφοβίσουν την οικογένεια του ηγέτη του συνδικάτου Sam Reece, ο σερίφης J. H. Blair και οι άντρες του, προσφέροντας μισθωμένη υπηρεσία στην εταιρεία εξόρυξης, εισέβαλαν παράνομα στο σπίτι τους αναζητώντας τον Reece. Αυτός είχε ειδοποιηθεί και δραπέτευσε, αλλά η σύζυγός του, Florence, και τα παιδιά τους τρομοκρατήθηκαν. Εκείνο το βράδυ, αφού οι άντρες είχαν φύγει, η Florence έγραψε τους στίχους του “Which Side Are You On?” σε ένα ημερολόγιο που κρεμόταν στην κουζίνα τους.

Το τραγούδι σύμβολο ταξίδεψε στο χρόνο με πολλές χρήσεις, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, όταν οι “The Freedom Singers” του έδωσαν μια αίσθηση γκόσπελ, και επέστρεψε στις ρίζες μεταλλείων κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων στη Βρετανία το 1984-85. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που το διασκεύασαν ήταν οι Σκωτσέζοι Deacon Blue, το πανκ συγκρότημα Dropkick Murphys, η Natalie Merchant και το ντουέτο του Elvis Costello με τη Joan Baez.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1289 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.