40 χρόνια Heavy Metal – Metal Hammer

ΑΡΘΡΟ

Οι περισσότεροι βιβλιοφάγοι, όταν ακούνε την χρονολογία “1984” συνδέονται συνειρμικά με τον Μεγάλο Αδερφό του Τζορτζ Όργουελ. Κάτι κουρασμένα πια παλικάρια, που μεγάλωσαν την κόμη τους περισσότερο με περιοδικά και λιγότερο με βιβλία, έχουν στη μνήμη τους χαραγμένη εκείνη τη χρονιά για το ευχάριστο ξάφνιασμα ενός περιοδικού που έγραφε στο εξώφυλλό του τις δυο μαγικές λέξεις: “Heavy Metal”.

Η Ελλάδα του 1984 βρίσκει τον Παπανδρέου να μιλά για ψήφο εμπιστοσύνης στο “κόμμα της Αλλαγής” μετά τη νίκη στις Ευρωεκλογές με τρεισήμισι μονάδες διαφορά, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να εκλέγεται αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, και τον Βασίλη Τσιτσάνη να αφήνει τον μάταιο τούτο κόσμο. Σε άλλα νέα, οι ανθρακωρύχοι συγκρούονται μετωπικά με την κυβέρνηση Θάτσερ στην Αγγλία, οι Ρώσοι ανταποδίδουν το μποϋκοτάζ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, και η κοσμοναύτης Σβετλάνα Σαβίτσκαγια γίνεται η πρώτη γυναίκα που πραγματοποιεί περίπατο στο διάστημα.

Ο Έλληνας μεταλλάς παραμένει συναυλιακά ανέραστος, με μηδαμινό και κακόγουστο merch απομιμήσεων και σχεδόν ανύπαρκτη έγκαιρη πληροφόρηση. Ως τότε, η δίψα να διαβάσει κανείς για την αγαπημένη του μουσική δεχόταν σταγόνες φτηνής παρηγοριάς από κάποια αφιερώματα, ειδικές εκδόσεις ή μεμονωμένες αναφορές στα μηνιαία τεύχη του ΠΟΠ & ΡΟΚ. Για να κατανοήσει κανείς τη θέση του heavy metal εκείνη την εποχή στις παραμέτρους της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει να προσπαθήσει να το φανταστεί ανάμεσα από δυο συμπληγάδες εντελώς αντίρροπες μεταξύ τους. Υπάρχει από τη μια πλευρά μια συντηρητική ελληνική κοινωνία, γαλουχημένη σε μια πρωτόγονη υποκουλτούρα ξεπερασμένων κινηματογραφικών και μουσικών εκφράσεων, που αισθάνεται τρόμο και απειλή απέναντι σε οτιδήποτε άγνωστο και διαφορετικό, ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από εκκεντρική εμφάνιση. Από την άλλη υπάρχουν οι ελιτιστές που ακολουθούν διαφορετικές μουσικές και πολιτιστικές εξελίξεις, οι οποίοι αν και θεωρητικά προοδευτικοί και ανοιχτόμυαλοι, αναδύουν έναν απίστευτο σνομπισμό, μια υποτίμηση και έναν συχνά χυδαίο χλευασμό απέναντι στο heavy metal. Είναι η εποχή που μαίνεται ο πόλεμος στη στήλη της αλληλογραφίας του ΠΟΠ & ΡΟΚ με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μαλαθρώνα (εν ειρήνη) απέναντι στην ελληνική metal κοινότητα. Μια μεγάλη ανάγκη που εκπληρώθηκε και ικανοποιήθηκε από την εμφάνιση του νέου περιοδικού ήταν να σταματήσει αυτή η αίσθηση ζητιανιάς κειμένων για τη μουσική αυτή σε ένα περιοδικό που φαινόταν να τα χρησιμοποιεί σκόπιμα για βιοποριστικούς λόγους και συχνά με προσβλητικό τρόπο.

Ίσως όλα τα παραπάνω σχηματίζουν μια ισχυρή εξήγηση και ερμηνεία για το γεγονός πως η αφετηρία του “Heavy Metal” χρειάστηκε την καταλυτική απόφαση ενός εκδότη σοφτ πορνό περιοδικών, του Γκρίτζαλη, μετά από στενό πρεσάρισμα του πρωτοπόρου Γιάννη Κουτουβού. Μπορεί να φαίνεται περίεργο με δεδομένη τη δαιμονική αντιμετώπιση της μουσικής από τον μέσο Έλληνα, αλλά αυτή η ίδια ακριβώς η υπερβολή το έκανε και δημοφιλές στις εφηβικές και μετεφηβικές ηλικίες. Το περιοδικό πήγε καλά από την αρχή και άντεξε το πρώτο τεστ. Σίγουρα η εμβρυακή του περίοδος ήταν άγαρμπη και άγουρη στα κείμενα, ειδικά συγκριτικά με τα κείμενα μουσικής μοναξιάς και απομόνωσης του Στάθη Παναγιωτόπουλου στο ΠΟΠ & ΡΟΚ, αλλά ήταν ένα στάδιο αναγκαίο, μέχρι να βρεθούν στο στρωμένο μονοπάτι όσοι είχαν την ικανότητα να ζυγίσουν και να εκτιμήσουν ανάλογα τις εξελίξεις του σκληρού ήχου, που ήταν πράγματι καταιγιστικές εκείνα τα χρόνια. Μαζί με τα πρώτα πραγματικά ελληνικά σχήματα που βρήκαν το δρόμο τους σε κάποια ανάρτηση στις σελίδες του περιοδικού, υπήρξαν και κάποιοι επιτήδειοι, φανερά με πληρωμένες καταχωρήσεις που ικανοποίησαν με στομφώδη τρόπο το βίτσιο τους δημιουργώντας παραπλανητικές εντυπώσεις, οι οποίοι εξαφανίστηκαν όπως ακριβώς πετάχτηκαν.

Το σημαντικό στην εξέλιξη του περιοδικού τα πρώτα χρόνια είναι πως σταδιακά ανέδειξε νέα πρόσωπα με γνώσεις στα μουσικά δρώμενα, με προσωπική σφραγίδα, αλλά και με την εξειδίκευση σε χώρους ανάλογα με τα ακούσματα του καθένα. Έτσι, από τα πρώτα ενστικτώδη, απλοϊκά κείμενα με συχνές αστοχίες ακόμα και σε εμβληματικά άλμπουμ (τα οποία κείμενα έχουν βέβαια τη δική τους ιστορική αξία για τις πρώτες αντιδράσεις στην εξέλιξη του σκληρού ήχου), περάσαμε σε συντάκτες με πιο συγκροτημένη και σχεδιασμένη γραφή. Κάποιοι άφησαν το αμφίσημο σημάδι τους στο πέρασμα από τις σελίδες του. Μια τέτοια περίπτωση δυο όψεων ήταν ο Χάρης Πρασούλας, αρχικά “Warlord”, και στην εξελιγμένη του μορφή “Sun Κnight”. Εύκολα του καταλογίζει κανείς μια σημαντική συμβολή στη δημοφιλία των Warlord και των Manowar στη χώρα μας, από την άλλη δεν τα κατάφερε το ίδιο καλά με την εμμονή του στους Whitesnake και τον Coverdale, η περσόνα του οποίου εξυπηρετούσε ιδανικά τις κρυπτοφαλλοκρατικές αντιλήψεις του Πρασούλα. Γνώστης της μουσικής αλλά με επικίνδυνα αναχρονιστικές απόψεις για τον σύγχρονο άνθρωπο, γνώρισε πολλά σχήματα του λεγόμενου επικού ήχου στο κοινό, μόνο που συχνά το “περιτύλιγμα” ήταν μάλλον καλύτερο από το περιεχόμενο. Γι’ αυτό πάντα έβρισκα ενδιαφέροντες τους συνδυασμούς εικόνων (πιθανά αναγεννησιακών πινάκων) με καλοζυγισμένα κείμενα, μόνο που συνήθως διαφωνούσα με το περιεχόμενο. Σήμερα πια, η πρόταση “μουσική από λευκούς αποκλειστικά για λευκούς”, πέρα από τη συντριπτική διάψευση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, είναι πιο τιποτένια και από κακόγουστο αστείο.

Ο σκαπανέας Ανδρέας Βενέρης βαδίζοντας κόντρα στον άνεμο του mainstream, καθιέρωσε τη στήλη του Underground Metal, ανάβοντας τη σπίθα για αναζήτηση στα αζήτητα, κάνοντας τον γενικότερο ακραίο ήχο της εποχής ένα μέρος της πραγματικότητας του είδους. Το δίδυμο Στεργίου-Στέφα άνοιξε την πύλη για τα πιο παραμελημένα ονόματα του NWOBHM, αλλά και για άλλα πολύτιμα μυστικά του ευρύτερου underground heavy rock. Θεωρώ πως με το πέρασμα της αρχισυνταξίας στον Ανδρέα Τσουρινάκη και στη συνέχεια στον Γιώργο Φλωράκη το περιοδικό απέκτησε μια εγκυρότητα και έναν διαφορετικό έλεγχο ποιότητας. Ομολογώ πως ποτέ δεν μπόρεσα να ταυτιστώ με το οπαδικό ύφος του Βαγγέλη “Lord” Μπαλτά, και την αλλαγή σε ένα πιο ώριμο και “ενήλικο” ύφος τη δέχτηκα με ανακούφιση. Δύσκολα παρέβλεπε επίσης κανείς το γεγονός πως εκλιπών πια  “Lord” έκανε και το κομμάτι του στις κριτικές για τους δίσκους που διανέμονταν από την εταιρεία του. Επί εποχής Τσουρινάκη, αν δεν με απατά η ταλαιπωρημένη μου μνήμη, έγινε και η καταλυτική συμφωνία με το γερμανικό Metal Hammer, και το περιοδικό μετονομάστηκε σε “Metal Hammer-Heavy Metal”. Φυσικά τη θεωρώ σπουδαία και αναγκαία εξέλιξη που άνοιξε περισσότερες πόρτες στην ενημέρωση του έλληνα ακροατή, πρόσφερε σημαντικές αποκλειστικότητες και βοήθησε στην ταχύτητα των ειδήσεων και των εξελίξεων σε μια προδιαδικτυακή εποχή και όταν ο ανταγωνισμός είχε γίνει σκληρός και γρήγορος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ανεξαρτητοποιήθηκε και αυτονομήθηκε πλήρως σαν περιοδικό, έχοντας διατηρήσεις τα νέα απαραίτητα κλειδιά και διαβατήρια πρόσβασης.

Από τα πρόσωπα που προέκυψαν με τις αλλαγές, πολύ συχνά διάβαζα τις σκέψεις μου στα κείμενα του Γιώργου Φακίνου. Νομίζω πως στις μεγαλύτερες εμμονές του συμφωνούσα απόλυτα και με κάλυπτε αρκετά και ο τρόπος που αποκρυπτογραφούσε τους λόγους γι’ αυτό. Έτσι, αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη η σταδιακή του αποστασιοποίηση από τον ήχο αυτό και η απομάκρυνση για άλλες μουσικές επαρχίες. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτέλεσε και ο Τάσος Σταματούκος, ένας συντάκτης με δυνατή προσωπικότητα και ενδιαφέροντα κείμενα που φρόντισε να ανοίξει τη βεντάλια του σύγχρονου μεταλλά, αλλά δυστυχώς προκάλεσε αρκετές φορές με τους τρόπους του έντονες αντιδράσεις σε ακροατές συγκεκριμένων χώρων του metal. Θα μπορούσε να καυχηθεί, αν ζούσε ακόμα, πως είχε σαρώσει τα βραβεία χειρότερου συντάκτη, ακόμα και όταν είχε φύγει, εξαιτίας της κόντρας αυτής κυρίως με ερέθισμα τους Manowar. Περίπου στα μισά των 90’s προστίθενται στην ομάδα ο Χάκος Περβανίδης και ο Κώστας Χρονόπουλος και με την παρουσία του Χάρη Ευκαρπίδη δυναμώνουν τις αναφορές σε power, progressive και πιο παραδοσιακό metal. Οι περισσότεροι θυμόμαστε την εναλλακτική πλευρά των εξελίξεων των 90’s να περιγράφονται και να αναλύονται από τον Χάρη Καραολίδη, που ανέλαβε να σηκώσει το κύριο βάρος της ανάδειξης ενός αναγκαίου πλουραλισμού και μιας εν μέρει προσαρμογής στα ρεύματα της εποχής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη μακροχρόνια παρούσία τόσο του φακού όσο και της πένας του Χρήστου Κισατζεκιάν με τις πολυάριθμες αποκλειστικότητες. Στο μεταξύ, οι συνεχόμενες κόντρες του Σταματούκου τον οδήγησαν μοιραία στην έξοδο από το περιοδικό το 1997.

Το περιοδικό προχώρησε στη διαδικτυακή εποχή έχοντας έναν συγκεκριμένο πυρήνα που πλαισιωνόταν με περιστασιακές παρουσίες, και συνέχισε να καλύπτει ένα σεβαστό μέρος του ελληνικού underground (ένα παραδοσιακό χαρακτηριστικό του) χωρίς όμως κάποιες γραφικότητες του παρελθόντος, όπως για παράδειγμα “ο λάκκος με τα κωλοδάχτυλα”. Η μουσική και οι ακροατές της άλλωστε έχουν εξελιχθεί και ενώ κάθε εποχή έχει την ιδιαίτερη ακόμα και άγρια ομορφιά της, είναι γεγονός πως η οικουμενικότητα και ο πληθωρισμός που έχει ο ευρύτερος σκληρός ήχος σήμερα επιβάλλει μια δεδομένη ευρύτητα αντίληψης και τοποθέτησης. Δυο σοβαρές απώλειες νέων ανθρώπων και πρωταγωνιστών του εντύπου σημάδεψαν αισθητά τη σύγχρονη ιστορία του: ο Χάρης Ευκαρπίδης το 2005 και ο Νίκος Ζαγογιάννης το 2021 έφυγαν πρόωρα, ενώ το 2018 έφυγε και ο ιδρυτής του περιοδικού Γιάννης Κουτουβός. Η ύπαρξη του εντύπου τέθηκε υπό σοβαρή αμφισβήτηση στις πρωτόγνωρες συνθήκες της περιόδου της πανδημίας, αλλά το κοινό του το στήριξε για μια φορά ακόμα. Έτσι, πορεύεται ως σήμερα, με διευθυντή τον Κώστα Χρονόπουλο και αρχισυντάκτη τον Χάκο Περβανίδη, και αρκετούς συντάκτες, κάποιους με μακροχρόνια πια παρουσία. Πάλι με βάση τα προσωπικά μου ακούσματα, θεωρώ πως συναντώ συχνά τον εαυτό μου στα περισσότερα κείμενα του Λεωνίδα Αρβανίτη.

Δεν είναι δα και μεγάλη έκπληξη πως η ρήση του μυθικού βρώμικου Χάρι πως “οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες και όλοι έχουν από μια”, είναι ένας συμπυκνωμένος κύβος σοφίας στο μαγείρεμα των μουσικών γούστων. Πάντα είχα τις δικές μου ενστάσεις για κάποιες τακτικές στο περιοδικό, ιδιαίτερα όταν ένιωσα πως καθυστέρησε αισθητά να ακολουθήσει κάποιες δεδομένες εξελίξεις σε πιο μοντέρνους ήχους τα τελευταία 15-20 χρόνια, αγνοώντας πολύ σημαντικούς μουσικούς καταλύτες, όπως τους TesseracT, για να αναφέρω ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και σίγουρα η αγορά κάθε χώρας έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά είναι αναγκαίο να αντιλαμβάνεται τις βασικές δυναμικές μιας ευρύτερης περιοχής. Συχνά, μου φάνηκε ακραία η συχνή προβολή 5-6 ντόπιων πρωταγωνιστών που μονοπώλησαν την ύλη πολλών τευχών. Θεωρώ πως σήμερα πια υπάρχει πολύ καλύτερη ισορροπία, και το περιοδικό στηρίζει σθεναρά τη σκηνή της χώρας. Με δεδομένη την ηχητική συγγένεια ιδιωμάτων, μάλλον παραμέλησε κάποιες πολύ σημαντικές σκηνές των τελευταίων δεκαετιών με σημαντικά σχήματα, όπως για παράδειγμα το neoprog, με πλούσιο περιεχόμενο και υλικό. Προσωπικό απωθημένο εξακολουθεί να παραμένει η αποκατάσταση της ασύγκριτης αξίας της synth-era περιόδου των μυθικών Rush.

Παραμένω σταθερός αναγνώστης από την πρώτη μέρα του περιοδικού, με τις ενστάσεις αλλά και τις απολαύσεις μου, όπως είναι η πολύ αγαπημένη στήλη “Past Tense to Future Tense”, αλλά και τα κάθε είδους αφιερώματα, καθώς είμαι μεγάλος θιασώτης της ομαδικής δουλειάς. Έχω πραγματικά την ανάγκη του εντύπου, θέλω να αποφορτίζομαι από οθόνες και να κάθομαι να ξεφυλλίζω σελίδες ακούγοντας ένα αγαπημένο άλμπουμ, χρειάζομαι διαχρονικά σταθερές, χειροπιαστές συνήθειες να με κρατούν λογικό σε ένα κόσμο που ταξιδεύει καθημερινά στο απροσδιόριστο και την τρέλα.

Το κείμενο είναι αφιερωμένο σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που πέρασαν από τις τάξεις του περιοδικού και έφυγαν πρόωρα. Και μόνο το γεγονός πως χωρίς να έχω γνωρίσει κανέναν από αυτούς, θα μπορούσα άνετα να καθίσω και να μιλήσω για ώρες μαζί τους, επιβεβαιώνει αυτό το μυστικό κανάλι επικοινωνίας που η μουσική και οι επεκτάσεις της μπορούν να χτίσουν.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1179 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.