ZEAL & ARDOR: “Greif”

ALBUM

Σε μια ιδεατή οικουμενική δεξίωση των σύγχρονων εκπροσώπων του σκληρού ήχου, ο Manuel Gagneux θα είχε κάθε λόγο να μπει στην τεράστια αίθουσα με αυτάρεσκο ύφος, και δικαιολογημένα θα προκαλούσε φορτισμένα ρεύματα ζήλειας, θαυμασμού, απορίας ακόμα και φθόνου σε όσους από τους παρευρισκόμενους ήξεραν τη δουλειά του. Μετά την πρόσφατη ενδελεχή περιπλάνηση στον περιεκτικό κόσμο του “Greif”, η παραπάνω φαντασίωση προκύπτει με ακόμα μεγαλύτερη ζωντάνια και ευκολία.

Δεν μοιάζει πια τόσο παράξενο για έναν άνθρωπο που προσδιόρισε το ύφος της μπάντας του σαν την απάντηση στην ερώτηση “τι θα γινόταν αν οι μαύροι σκλάβοι στην Αμερική είχαν επιλέξει τον σατανά αντί για τον Ιησού”, η επιλογή του τίτλου “Greif” για το νέο άλμπουμ: το όνομα της φιγούρας του γρύπα, ένα πλάσμα μισό λιοντάρι, μισός αετός και με δέρμα φιδιού, που πρωταγωνιστούσε στα έθιμα της περιοχής της Βασιλείας στην Ελβετία. Θα μπορούσε εύκολα να αποτελεί υπαινιγμό για τον αντίστοιχο, τολμηρό πλουραλισμό του, που μοιάζει να απλώνεται ακόμα πιο μακριά.

Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως ο Manuel έβαλε ένα στοίχημα με τον εαυτό του να μην επαναλαμβάνεται, και ο συγκεκριμένος αυτοσκοπός επιβάλλει μια σκοπιμότητα επιστράτευσης ιδιωμάτων για την ανανέωση του αποτελέσματος. Προσωπικά, απορρίπτω εντελώς την παραπάνω λογική. Η αλήθεια είναι πως οι Zeal & Ardor, μια πραγματική μπάντα πια με συνεργάτες ακόμα και στα κύρια φωνητικά, ήταν από την αρχή αντιφατικοί και συγκρουόμενοι με τις ίδιες τις φαινομενικές τους προθέσεις στα τραγούδια. Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει, αλλά δεν αποτελεί μια ψυχρή άσκηση ύφους. Είναι περισσότερο μια ιδιαίτερη, πολυσύνθετη έκφραση μιας κατάστασης ή μιας ιστορίας που μπορεί να αποδοθεί με περισσότερα από ένα κύρια χρώματα. Η έκπληξη εξακολουθεί να κυβερνά και να παραμονεύει ακόμα και στα πιο σύντομα τραγούδια τους, απλά θα μπορούσε πια να είναι κάθε είδους έκπληξη.

Την απόπειρα μια νέας θεώρησης θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς στον τρόπο που τα τραγούδια τους υφαίνονται με όλα αυτά τα αμφίσημα στοιχεία. Φτάνει να βουτήξει κανείς στην ιδιαίτερη φύση του καταπληκτικού “Kilonova” για να βρεθεί ανάμεσα σε μια δελεαστική funky διάθεση και σε ένα σχεδόν εφιαλτικό υπόστρωμα στα φωνητικά, προσδίνοντας τελικά στο μυστήριο μια απόκοσμη αλλά εθιστική ώθηση. Δεν θα ήταν δύσκολο για κάποιον να φανταστεί μια σύμπραξη των Leprous με τους The Bad Seeds.

Όσο και αν το νέο έργο τους ακούγεται συχνά σαν alt μαφιόζοι να τον εκβίασαν αδίστακτα να ξεχειλώσει την κορνίζα του, η βαθιά gospel φλέβα τους συνεχίζει να διοχετεύει μαύρο αίμα. Οι ακρότητες περιμένουν υπομονετικά να υψωθούν σε σύντομα μικρά οροπέδια έκρηξης, αφήνοντας χώρο για έναν ερωτισμό και μια ευπρόσδεκτη πουτανιά που παραπέμπει σε στιγμές των Queens Of The Stone Age. Οι συμπυκνωμένες απρόσμενες διαδρομές των τραγουδιών αποκαλύπτουν μια αισθητή διάθεση ανανέωσης και κατάληξης σε νέες εμπειρίες που ίσως ξαφνιάζουν πρώτα από όλα τους εαυτούς τους.

Οι Zeal & Ardor τα κατάφεραν να διατηρήσουν όλα αυτά που μας τραβούν αβίαστα κοντά τους, αλλάζοντας αρκετά, και αυτό δεν είναι ένα μήνυμα ρίσκου, θάρρους ή φτηνού εντυπωσιασμού, αλλά άλλη μια πολύτιμη έκφραση ταλέντου. Το “Greif” είναι ένας δίσκος για όλους τους παράξενους γρύπες αυτού του κόσμου, αλλά και κάθε καθημερινό ακροατή που μπροστά στην συναρπαστική περιπέτεια μιας πλούσιας ηχητικής εκτροπής θα θυσίαζε όλα τα αγαπημένα του αρχέγονα μουσικά παραπετάσματα.

Είδος: Alt Rock, Black Metal, Gospel, Soul, Avant Garde
Εταιρεία: Bosworth Music GmbH
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 23 Αυγούστου 2024

Website
Facebook

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1096 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.