VIRTUAL LIES

INTERVIEW

Όταν ανέσυρα πρώτη φορά το “Utopia” από τα σεντούκια των “τορεντικών” πειρατών, το επέλεξα περισσότερο ορμώμενος από την εντύπωση του εξώφυλλου και το –μετά από τόσα χρόνια ανασκαφών- διεστραμμένο μου προαίσθημα. Άρχισα να το ακούω χωρίς να αναζητήσω την παραμικρή πληροφορία, και όταν είχα βουλιάξει για καλά στο κλίμα του, ανακάλυψα με περίσσεια έκπληξη πως ακούω το ντεμπούτο μιας μπάντας από τη Λέσβο. Από τότε οι ακροάσεις φυσικά πολλαπλασιάστηκαν μαζί με τη δική μου περιέργεια να αποκρυπτογραφήσω το μυστήριο γύρω από τους Virtual Lies. Δεν θα το κατάφερνα βέβαια ποτέ χωρίς την προθυμία του μπασίστα του γκρουπ Γιάννη Στεφανίδη, και του τραγουδιστή Αντώνη Θεοδωρόπουλου, που φρόντισαν να λύσουν όλες μου τις απορίες.

Ποια είναι η προϊστορία που σαν συνδέει μουσικά και οδήγησε τελικά στη δημιουργία των Virtual Lies;
Γιάννης: Οι Virtual Lies είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης τεσσάρων μάλλον ετερόκλητων (μουσικά) χαρακτήρων και της προσπάθειας τους να βρεθεί κοινό έδαφος για δημιουργία. Δημιουργήθηκαν στη Μυτιλήνη από τους Νίκο Κωστόπουλο (κιθάρες) και Έρτο Μουμίν (Drums/multi-instrumentalist), και σύντομα προστεθήκαμε ο Αντώνης “AZ” Θεοδωρόπουλος στα φωνητικά και ο υποφαινόμενος στο μπάσο. Προϊστορία με τη μορφή συνεργασίας υπήρχε μόνο ανάμεσα στο Νίκο και σε εμένα, ως guitar duo σε τοπικό σχήμα που παίζουμε διασκευές από το χώρο του κλασικού heavy. Όμως όλα τα μέλη έχουμε δραστηριοποιηθεί στο παρελθόν σε διάφορα σχήματα και projects από όλο το φάσμα του σκληρού ήχου και όχι μόνο. Αυτό που μας συνέδεσε τελικά ήταν η ανάγκη να δημιουργηθεί κάτι διαφορετικό, κάτι έξω από τα τετριμμένα.

Μπορείτε να μας δώσετε κάποιες πληροφορίες για την ηχογράφηση του άλμπουμ, τις συνθήκες, το στούντιο και τη διαδικασία παραγωγής;
Γιάννης: Η παραγωγή, όπως πολύ εύστοχα διέγνωσες στο review που έκανες για το album, είναι σε μεγάλο βαθμό DIY. Η έλλειψη επαγγελματικών χώρων στο νησί, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία για recording και mixing, και η εξοικείωση που έχουν κάποια μέλη μας με αυτές τις τεχνολογίες, μας οδήγησε να κάνουμε την πλειονότητα των ηχογραφήσεων στο Nick’s Home Studio! Το μεγαλύτερο ποσοστό της μουσικής γράφτηκε από τους Έρτο και Νίκο με διαδικασίες brainstorming και σύνδεσης ιδεών. Στη συνέχεια γίνονταν οι απαραίτητες επεμβάσεις στην ενορχήστρωση από όλους για να καταλήξουμε σε ένα τελικό αποτέλεσμα. Τα κομμάτια ολοκληρώνονταν από τον Αντώνη, ο οποίος συνέθεσε και ηχογράφησε τις φωνητικές γραμμές, καθώς και τα διάφορα layers των φωνητικών, εμπνεύστηκε τους διάφορους χαρακτήρες και έγραψε τους στίχους. Εξαίρεση αποτελεί το “After All” που κλείνει το δίσκο, το οποίο είναι δική μου σύνθεση και ήταν εξ ολοκλήρου έτοιμο από πριν.

Πώς θα συστήνατε τη μουσική σας σε κάποιον που δεν σας έχει ακούσει;
Γιάννης: Αν θέλουμε να βάλουμε μία ταμπέλα στη μουσική του Utopia, θα έλεγα ότι συνολικά σαν ύφος και σαν ήχος εντάσσεται στο χώρο του progressive metal, με τα δύο στοιχεία του όρου να βρίσκονται εξίσου στο προσκήνιο. Ο ήχος είναι heavy, με μεταλλικά riffs να δίνουν το στίγμα σε αρκετά κομμάτια, υπάρχει όμως και groove και μία αίσθηση μελωδίας που μας απομακρύνει από παραδοσιακά metal μονοπάτια. Σε δικούς τους δρόμους επίσης κινούνται και τα φωνητικά του Αντώνη με μεγάλη ποικιλία και θεατρικότητα, από whispering μέχρι harsh και brutal, και everything in between! Θέλουμε η μουσική μας να μην ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά ταυτόχρονα αυτό θέλουμε να μη γίνεται επιτηδευμένα και σε βάρος του συνολικού μουσικού αποτελέσματος. Ό,τι ακούτε βγήκε με φυσικό τρόπο από μέσα μας, δεν είναι αποτέλεσμα μαθηματικών εξισώσεων!

Ξεκινώντας από τον τίτλο του άλμπουμ “Utopia”, ποια είναι η σημασία του;
Γιάννης: Η Utopia, σύμφωνα με τη Ruth Levitas, είναι η επιθυμία για ένα διαφορετικό, καλύτερο τρόπο ύπαρξης και προκύπτει μετά από τη συνειδητοποίηση του χάσματος ανάμεσα στην κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα και τις προσωπικές ή συλλογικές ανάγκες. Χωρίς να υπάρχει κάποιο είδος concept ιστορία στο album, το παραπάνω θέμα είναι ένα κοινός παρονομαστής στα κομμάτια του. Είτε από τη συλλογική του πλευρά (In The Name of War) είτε από την ατομική (The Outcast). Ακόμα και o κατά κάποιο τρόπο ειρωνικός τίτλος του ορχηστρικού “Beautiful Day” αυτή την αντίθεση δηλώνει. Τέλος και το εξώφυλλο με τις σκάλες που ανεβαίνουν στα ουράνια εκφράζει την ίδια αέναη αλλά και ίσως μάταιη αναζήτηση για τον ιδεατό κόσμο, πέρα από την σκληρή, αδυσώπητη πραγματικότητα.

Ποιες είναι οι βασικές στιχουργικές αναφορές στα τραγούδια του άλμπουμ;
Αντώνης: Οι στίχοι κυρίως αναφέρονται στις μάχες που δίνει ο καθένας με τους εσωτερικούς του δαίμονες, με την αντίληψη που έχει ο καθένας για τον εαυτό του αλλά κ τον κόσμο γενικότερα όπως επίσης κ για την απόρριψη αλλά και προδοσία που δέχεσαι κάθε μέρα από  ανθρώπους, καταστάσεις αλλά και “πιστεύω” που θεωρούσες δικούς/κα σου.

Όπως είναι φυσικό όλοι μεγαλώνουμε με τις δικές μας επιδράσεις. Ποιες θεωρείτε πως είναι αυτές από τις δικές σας που επιπλέουν περισσότερο στη δική σας μουσική και κάπου μπορείτε να τις ξεχωρίσετε;
Γιάννης: Όπως είναι αναμενόμενο, οι επιρροές και επιδράσεις που έχουμε ως μουσικοί περνάνε ασυναίσθητα στη μουσική των Virtual Lies. Στην περίπτωσή μας το χαρακτηριστικό είναι ότι ο καθένας μας προέρχεται από διαφορετικό background. Αυτό ήταν και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία κατά τη δημιουργία αυτού του album, η χημική ένωση δηλαδή τόσο διαφορετικών στοιχείων με τρόπο ώστε το τελικό προιόν να μη μπορεί να αναλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Και νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό το πετύχαμε, κυρίως πιστεύω επειδή, δεν το επιδιώξαμε στοχευμένα, αλλά προήλθε από τη συνέργεια των διαφορών, αλλά και των κοινών στοιχείων μας. Έτσι, θα συναντήσει κανείς στη μουσική μας, μέσα από το Virtual Lies φίλτρο, να περνάνε οι Rush, οι Pain of Salvation, η prog rock πλευρά των Opeth ή οι Porcupine Tree, αλλά και οι Maidenικές μελωδίες και το riffage του Jon Schaffer ή του James Hetfield ή ακόμα και η doom πλευρά των Paradise Lost!

Αν σας δινόταν η ευκαιρία να διαλέξετε περιοδεύσετε μαζί με μια μπάντα ή καλλιτέχνη του εξωτερικού ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Αντώνης: Νοιώθω πολύ μικρός για να πιστεύω ότι μπορώ να σταθώ δίπλα σε μια μπάντα παγκόσμιου βεληνεκούς, αλλά αν θα με ρωτούσες, με την σκέψη με ποιους ταιριάζεις αλλά κ γουστάρεις να γνωρίσεις/να το ζήσεις που λένε, θα έλεγα Pain of Salvation, μιας κ τους θεωρώ μια κορυφαία μπάντα στο είδος τους αλλά κ μια από τις αγαπημένες μου επιρροές!

Γιάννης: Αν μπορώ να μπω στη χρονοκάψουλα, χωρίς δεύτερη σκέψη η μπάντα αυτή θα ήταν οι Rush! Φυσικά θα ήθελα να είχα τη δυνατότητα να μοιραστώ τη σκηνή με τον Criss Oliva, ενώ και ο μικρός χεβυμεταλλάς μέσα μου φωνάζει IRON MAIDEN!

Ποια είναι η πραγματικότητα μιας μπάντας σαν τη δική σας στη Λέσβο, και ποια στοιχεία τη διαχωρίζουν και τη χαρακτηρίζουν;
Γιάννης: Α, πονεμένη ερώτηση αυτή…. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, η τοπική σκηνή στο νησί είναι πολύ μικρή και η γεωγραφική απομόνωση δε βοηθάει καθόλου σε αυτό. Οι μετρημένες μπάντες του νησιού με δικό τους υλικό, ρεαλιστικά δεν έχουν τη δυνατότητα να προωθήσουν ζωντανά τη δουλειά τους σε άλλα μέρη στην Ελλάδα. Καλά, για εξωτερικό, ούτε καν…. Βεβαίως, και οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε αυτό, έχουμε δεχτεί ένθερμη στήριξη από το τοπικό κοινό και τον ιδιαίτερα δραστήριο τοπικό σύλλογο φίλων Heavy Metal, (Check out το ετήσιο Aeolian Rock Storm Festival), αυτό όμως δεν αναιρεί τις αντικειμενικές δυσκολίες ακόμα και σε απλά πράγματα που αλλού θα φαίνονταν αυτονόητα, όπως το ότι απουσιάζουν οι χώροι για live ή ακόμα και για πρόβες, αλλά και οι επαγγελματίες του χώρου με γνώσεις και εξοπλισμό που θα μπορούσαν να καλύψουν αξιοπρεπώς έστω τις minimum ανάγκες ηχητικής κάλυψης ενός live ή της ηχογράφησης μίας δισκογραφικής δουλειάς.

Ποιος είναι ο αντίκτυπος που βιώσατε ως τώρα για το ντεμπούτο άλμπουμ σας τόσο εδώ όσο και εκτός χώρας;
Γιάννης: Η ανταπόκριση που έχουμε δεχτεί ως τώρα ήταν ιδιαίτερα θερμή τόσο από ανθρώπους του χώρου αλλά και από απλούς ακροατές, θα έλεγα πάνω από τις αρχικές προσδοκίες μας. Οι κριτικές που έχουν γίνει (συμπεριλαμβανομένης και της δικής σας και σας ευχαριστούμε πολύ για αυτό!) είναι πέρα από θετικές και βλέπουμε ότι η δουλειά μας αφήνει ένα ζεστό αποτύπωμα σε αυτούς που την έχουν ακούσει. Το ίδιο ισχύει και για τα μηνύματα που λαμβάνουμε εκτός Ελλάδας. Υπήρξε και fan από τη Γαλλία που μας ζήτησε να του ταχυδρομήσουμε αυτόγραφο! Βέβαια μην φανταστείτε ότι κατακτήσαμε τις κορυφές του Billboard, όμως αργά αλλά σταθερά προσπαθούμε να βγάλουμε το όνομα της μπάντας στην επιφάνεια.

Σε έναν χώρο όπου το πλήθος επιλογών, κυκλοφοριών και πληροφορίας είναι τρομακτικό, πως οραματίζεστε τη μουσική σας συνέχεια και εξέλιξη και τι πιστεύετε πως μπορεί να κάνει μια μπάντα να ξεχωρίσει από το σωρό;
Γιάννης: Είναι αλήθεια ότι οι νέες κυκλοφορίες είναι σήμερα περισσότερες από ποτέ, και είναι επίσης αλήθεια, και ευχάριστη μάλιστα, ότι σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για προσεγμένες δουλειές από ταλαντούχους ανθρώπους, οπότε το να ξεχωρίσεις ως όνομα και πολύ περισσότερο το να διατηρηθείς στις προτιμήσεις του κοινού είναι πολύ δύσκολο. Το καλύτερο όπλο που έχουμε να αντιτάξουμε είναι η ειλικρίνεια. Εμείς θα συνεχίσουμε να παράγουμε από την καρδιά μας τη μουσική που μας αρέσει, και θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που θα μας ακολουθήσουν τόσο για τη μουσική μας, όσο και για το πνεύμα πίσω και μέσα σε αυτή.

Ποια είναι τα πλάνα της ζωντανής προώθησης του άλμπουμ με δεδομένη τη γεωγραφική σας θέση;
Γιάννης: Για την κατάσταση με τις ζωντανές εμφανίσεις τα είπαμε και λίγο πριν. Μέχρι στιγμής έχουμε καταφέρει να ανέβουμε στη σκηνή μόνο μία φορά (μπορείτε να βρείτε απόσπασμα στην youtube σελίδα του συγκροτήματος). Υπάρχουν σχέδια, συζητήσεις και σίγουρα η επιθυμία να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας ζωντανά, άλλωστε η σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε καλλιτέχνη και κοινό είναι εντελώς διαφορετική στο σανίδι. Έχουμε στο νου μας να κάνουμε μία μικρή περιοδεία σε διαφορά μέρη στην Ελλάδα, αλλά υπάρχουν πολλά να διευθετηθούν για να γίνει πραγματικότητα…

Βιώνοντας την ελληνική σκηνή εκ των έσω, πως βλέπετε τη θέση της και την εξέλιξή της σήμερα και με ποιους μουσικούς αισθάνεστε να βρίσκεστε σε κοντινό σημείο έκφρασης και δημιουργίας ή σας έχουν κάνει εντύπωση με τη δουλειά τους;
Γιάννης: Για την Ελληνική σκηνή θα μου επιτρέψεις να απαντήσω ως μέχρι πρόσφατα παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής, διότι δυστυχώς ως μπάντα την ελληνική σκηνή δεν την βλέπουμε εκ των έσω, αλλά μόνο ως παρατηρητές από μακριά. Δεν είναι κάποιο παράπονο ή μπηχτή, απλώς γεγονός. Το νησί δεν μπορεί να θεωρηθεί στην παρούσα φάση «εκ των έσω»! Στο δια ταύτα, η ελληνική σκηνή έχει κάνει αλματώδη βήματα τα τελευταία 10-12 χρόνια ειδικά στον progressive  χώρο. Μπάντες όπως οι Need, ή οι Ciccada τυγχάνουν διεθνούς αναγνώρισης και ηγούνται στο χώρο τους, ενώ από κοντά έρχονται μπάντες όπως οι Time Collapse, οι Verbal Delirium ή βετεράνοι όπως οι (all time κορυφαία ελληνική prog μπάντα IMHO) Horizon’s End με την εκπληκτική επιστροφή τους πριν λίγο καιρό. Αλλά και σε πιο metal δρόμους, πολύ ταλέντο βρίσκει κανείς σε σχήματα όπως οι Illusory ή οι Λαρισαίοι Sunburst. Και από πίσω έρχεται μία πλειάδα καλλιτεχνών νέων ή πιο “ψημένων” που έχουν να προσφέρουν πολλά. Πιστεύουμε ότι οι Virtual Lies έχουν μία θέση μέσα σε αυτό το ωραίο σκηνικό και δε μένει παρά να το αποδείξουμε μέσα από την υπάρχουσα δουλειά μας αλλά και τις μελλοντικές μας κινήσεις.

Τέλος, διαλέξτε έναν στίχο από το άλμπουμ, που πιστεύετε πως για κάποιο ιδιαίτερο λόγο αντιπροσωπεύει κάτι δυνατό και ξεχωριστό για σας.
Αντώνης: Είναι λίγο δύσκολο να διαλέξω κάποιον, έναν στίχο μιας κ όταν τους έγραφα, όταν γράφαμε δηλαδή αυτό το άλμπουμ, περνούσα μια αρκετά δύσκολη κατάσταση στη ζωή μου και όλο αυτό αποτυπώθηκε σε κάθε φράση. Αν μπορώ να κρατήσω κάτι που όντως έμεινε ως απόφθεγμα θα έλεγα ότι ίσως είναι οι στίχοι απ’ το ομώνυμο κομμάτι UTOPIA

Sometimes you have to fall in
It gives you strength and burns the sense of fear
Sometime you have to cheat death
The way you cheated life through the years..

Facebook: https://www.facebook.com/profile.php?id=100075508974408
Bandcamp: https://virtuallies.bandcamp.com/releases?fbclid=IwAR0rpr4qprUcOpVv4lssVOjrnluKlDv9k_MNqviGOi_fZKpnVrPfqp7cxjs

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1188 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.