Αν ασχολείσαι με το Heavy Metal, δεν υπάρχει περίπτωση, αργά η γρήγορα να μην πέσεις πάνω στους τιτάνες Tokyo Blade. Τα δύο πρώτα album τους, “Tokyo Blade” και ‘’Night Of The Blade” έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές οπαδών και τους έχουν καθιερώσει σαν ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα του NWOBHM και του κλασσικού metal γενικότερα. Σε αυτό το άρθρο θα πάω λίγο ανάποδα στο χρόνο και ασχοληθώ πρώτα με το ‘’Night Of The Blade”, αφού ήταν το πρώτο δισκάκι που άκουσα από αυτούς και μάλιστα έτυχε να το απολαύσω το καλοκαίρι, μόλις τελείωσα τις πανελλήνιες.
Το “Night of the Blade” διαφέρει από τον φοβερό προκάτοχο του σε δύο σημεία. Πρώτον έχουμε αλλαγές στο line up. Αποχωρούν ο μπασίστας Andy Robbins και ο τραγουδιστής Alan Marsh και στη θέση τους έρχονται οι Andy Wrighton και ο Vicki James Wright. Και μπορεί στη θέση του μπάσου να μην άλλαξε κάτι αλλά η αλλαγή του τραγουδιστή ήταν ουσιώδης. Το καλό για τους Tokyo Blade ήταν ότι μπορεί ο Vic Right να μην ήταν ο στερεοτυπικός metal αοιδός όπως ήταν ο υπέροχος Alan Marsh αλλά διέθετε και αυτός σπουδαίο λαρύγγι και η φωνή του που είναι πιο μελωδική, ταίριαζε γάντι με τις νέες συνθέσεις της μπάντας. Δεύτερον κάνουν την εμφάνιση τους τραγούδια που ναι μεν είναι heavy metal αλλά εχουν και μια πιο εμπορική χροιά, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία τους.
O δεύτερος δίσκος των Tokyo Blade διαρκεί περίπου 35 λεπτά και διαθέτει 8 κομματάρες που μπορούν να παίξουν σε οποιαδήποτε λίστα dj και να καραγουστάρει ο κόσμος. Ξεκίνημα με το “Someone to Love” που δείχνει το νέο δρόμο που θα ακολουθήσουν οι Tokyo Blade και μας συστήνει και τη φωνάρα του Vic Wright. Χωρίς πολλές εξάρσεις, αλλά με ένα όμορφο solo και πιασάρικο ρεφραίν. Ακολουθεί ο ύμνος “Night of the Blade”. Ποιος είπε ότι οι Tokyo Blade μαλακώσανε; Πάρε ένα από τα καλύτερα τραγούδια ολάκερου του NWOBHM. Το αρχικό riff σε παρασέρνει σε μια μεταλλική δίνη που καταλήγει σε ένα φοβερό ρεφρέν ενώ και το σόλο στη μέση ανασταίνει και νεκρούς. Συνέχεια με το γουστόζικο “Rock Me to the Limit”. Από τα τραγούδια που σε κάνουν να καταλήγεις μεθυσμένος στην άκρη του πάγκου του μπαρ, Συναγωνίζεται το “Swords and Tequila” των Riot για κατανάλωση σφηνακίων. Η πρώτη πλευρά κλείνει με το καραεπικό “Warrior of the Rising Sun”. Samurai! Samurai! By the sword, You live to die… και δεν περιγράφω άλλο. Η δεύτερη πλευρά του βινυλίου ξεκινά με το ορμητικότατο “Unleash the Beast” που παρασέρνει τα πάντα στο άκουσμα του, έχει ένα διαολεμένο ρυθμό που σε οδηγεί σε τρελό headbanging. Το ‘’Love Struck’’ μπορεί να μην είναι το καλύτερο του δίσκου αλλά έχει και αυτό τη μαγεία του, κλασσικό 80s τραγούδι. Το μελαγχολικό “Dead Of The Night’’ περιέχει ίσως την καλύτερη ερμηνεία του Vic Right και ένα φοβερό ξέσπασμα στις κιθάρες. Το “Night of the Blade” κλείνει ιδανικά με το απολαυστικό ‘’Lightning Strikes’’, ένα ύμνο ενάντια σε κάθε τι συντηρητικό.
Το “Night of the Blade” έχει ήδη κριθεί από τον χρόνο, τα σχεδόν 40 χρόνια που έχουν περάσει από την κυκλοφορία του, δεν έχουν μειώσει ούτε στο ελάχιστο την αξία αυτού του δίσκου. Αν δεν τον έχετε ήδη, είτε το αγοράσετε στην αρχική έκδοση είτε σε κάποια από τις επανακυκλοφορίες του, θα έχετε κάνει την καλύτερη επένδυση με τα λεφτά σας.
Υ. Γ.: Ο Alan Marsh ηχογράφησε αρχικά τα φωνητικά για αυτό το album, αλλά λίγο αργότερα έφυγε από το συγκρότημα. Ο Vic Wright στη συνέχεια ηχογράφησε από την αρχή τα φωνητικά. Το περίεργο είναι ότι άφησαν ανέπαφα τα δεύτερα φωνητικά του Alan, οπότε και οι δύο τραγουδιστές εμφανίζονται στο album! Ωστόσο, ο Alan Marsh δεν αναφέρεται ότι συμμετέχει στα δεύτερα φωνητικά του “Night of the Blade”.
H tracklist του “Night of the Blade”:
Side one
“Someone to Love”
“Night of the Blade”
“Rock Me to the Limit”
“Warrior of the Rising Sun”
Side two
“Unleash the Beast”
“Love Struck”
“Dead of the Night”
“Lightning Strikes (Straight Through the Heart)”
Είδος: Heavy Metal
Δισκογραφική: Powerstation Records (UK)
Combat (USA)
Roadrunner (Europe)
Ημ. κυκλοφορίας: Σεπτέμβριος 1984