Ο Δεκέμβριος μαζί με τα φώτα, τα στολίδια και τα μελομακάρονα φέρνει πάντα και τις λίστες της χρονιάς. Ένα μουσικό έθιμο σχεδόν φετίχ πια, τηρήθηκε με ευλάβεια από τη συντακτική ομάδα του Soundcheck, και έχοντας έτοιμα τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα, ξεκινάμε από το χαμηλότερο σκαλί της 20άδας των συντακτών για το 2023, ανεβαίνοντας καθημερινά προς την κορυφή.
(επιμέλεια άρθρου: Γιώργος Γεωργίου)
No 11: PETER GABRIEL “I/O”
“Ready an’ Willing”
Δεν θα έλεγε κανείς πως το ξεκίνημα με τους μυθικούς Genesis ήταν στρωμένο με ροδοπέταλα, καθώς η σύμπραξη τόσων ταλαντούχων μουσικών δεν έμοιαζε να συγκινεί άμεσα το ευρύ μουσικό κοινό. Η μπάντα συνέχισε μετά το πρώτο της βήμα, το “From Genesis to Revelation”, παραβλέποντας το εμπορικό τσαλάκωμα, και ο ίδιος ο Gabriel, πέρα από τη φωνή και το φλάουτο, πέρασε στο ακορντεόν, το ντέφι, τις soul επιρροές και λίγο μετά το όμποε. Ήταν όμως μια δική του πρωτοβουλία στη σκηνή, όταν μετά την ζωντανή εκτέλεση του instrumental “The Musical Box”, γύρισε ντυμένος με το κόκκινο φόρεμα της συζύγου του και το κεφάλι μιας αλεπούς, μιμούμενος το εξώφυλλο του “Foxtrot”. Το περιστατικό έγινε πρωτοσέλιδο στο “Melody Maker”, οι αμοιβές του γκρουπ διπλασιάστηκαν, και δεν κοίταξαν ποτέ ξανά πίσω. Με ένα άρθρο του στον τύπο με τον τίτλο “Out, Angels Out”, τον Αύγουστο του 1975, γνωστοποίησε την απόφασή του να αποχωρήσει από τους Genesis, με δηλωμένη την απογοήτευσή του από τη μουσική βιομηχανία και έκδηλη την πρόθεση να περάσει χρόνο με την οικογένειά του. Ο ίδιος περιέγραψε το διάλειμμά του από τη μουσική σαν μια “περίοδο μάθησης”, στη διάρκεια της οποίας παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και μουσικής. Τα τέσσερα πρώτα προσωπικά του άλμπουμ δεν είχαν τίτλο, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο, ”η ιδέα ήταν να τα κάνουμε σαν περιοδικό, που θα βγαίνει μια φορά το χρόνο”.
“Self Portrait”
Μουσικά, παραμένει ένας ευχάριστος πονοκέφαλος για τους γραφιάδες του πλανήτη, που έχουν περιγράψει τη μουσική του σαν progressive rock, art rock, art pop, post progressive, progressive soul, worldbeat, και η καταπληκτική του ικανότητα να υπερβαίνει ιδιώματα, και ηχητικούς φράχτες τον έχει καταστήσει σημαντικό και απαραίτητο για εκατομμύρια ακροατές από εντελώς διαφορετικούς χώρους. Εύκολα άφησε πίσω του τα στεγανά του progressive rock, που έχουν παγιδεύει τεράστιους δημιουργούς, αφουγκράστηκε τα δεδομένα της τεχνολογίας και την επίδρασή της στην εξέλιξη της μουσικής, μοιράστηκε δημιουργικές συνεργασίες με μουσικούς από όλο το φάσμα, και παρέμεινε ανήσυχος, περίεργος, καινοτόμος, και διψασμένος για αλλαγές.
Κάποια στιγμή, από το τρίτο του άλμπουμ, ανέπτυξε ένα τεράστιο ενδιαφέρον για τη world μουσική, που μεταφράστηκε σταδιακά σε σημαντικές πρωτοβουλίες. Δημιούργησε τα Real World Studios και τη δισκογραφική εταιρεία, για να διευκολύνει καλλιτέχνες τέτοιας μουσικής να περάσουν το έργο τους στον δυτικό πολιτισμό. Εργάστηκε προσωπικά για να φέρει σε επαφή το απαίδευτο δυτικό κοινό με αυτού του είδους τη μουσική.
“The Leader of the Pack”
Δεν είναι και η ευκολότερη υπόθεση να αποδώσεις δικαιοσύνη απέναντι στο μέγεθος ενός μουσικού αλλά και ευρύτερα πνευματικού τοτέμ σαν τον Peter Gabriel. Θα μπορούσε ίσως να δώσει κανείς μια σεβαστή υποψία του βάρους της ύπαρξής του αν υποστήριζε πως είχε μια ακτιβιστική παρουσία ανάλογη με την πληθωρική μουσική του καριέρα. Από το 1986, ξεκίνησε μια μακροχρόνια σχέση με τη Διεθνή Αμνηστία, και έγινε πρωτοπόρος και στις 28 συναυλίες της Αμνηστίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μια σειρά μουσικών εκδηλώσεων και περιοδειών που διοργανώθηκαν από το Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας των ΗΠΑ μεταξύ 1986 και 1998. Έπαιξε επίσης σε θεατρικές παραστάσεις του Secret Policeman’s Ball της Αμνηστίας σε συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες και φίλους όπως ο Lou Reed, ο David Gilmour των Pink Floyd και ο Youssou N ‘Dour. Ο Gabriel έκλεισε εκείνες τις συναυλίες ερμηνεύοντας τον ύμνο του κατά του απαρτχάιντ “Biko”. Εμπνευσμένος από τον κοινωνικό ακτιβισμό που γνώρισε στη δράση του με την Αμνηστία, το 1992, ο Gabriel συνίδρυσε το “Witness”, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που εξοπλίζει, εκπαιδεύει και υποστηρίζει τοπικούς οργανισμούς σε όλο τον κόσμο, για τη χρήση βίντεο και του διαδικτύου στην τεκμηρίωση και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η εμφανώς πολιτικοποιημένη διαδρομή του, το θάρρος του να εκφράζει την άποψή του σε θέματα που οι περισσότεροι διάσημοι καλλιτέχνες αποφεύγουν, έχοντας τον φόβο του κόστους της δημοσιότητας, τον έχουν καθιερώσει σαν ένα αγωνιστικό πνεύμα που ζητά τη δικαιοσύνη και την ισότητα.
“Where Eagles Dare”
Πολύ παρακινδυνευμένο να εστιάσεις σε ένα έργο του, αν όμως θεωρήσει κανείς πόσο σημαντικό είναι το πρώτο βήμα που θα σε ωθήσει να μελετήσεις την αξία και τα μηνύματα ενός καλλιτέχνη, και ειδικά όταν πρόκειται για τον Gabriel, μάλλον η απάντηση βρίσκεται στο “So” του 1986. Πέρα από το γεγονός πως θεωρείται το καλύτερο και το πιο προσιτό του άλμπουμ, ήταν σημειολογικά το πρώτο στη σειρά των προσωπικών του έργων που τιτλοφορήθηκε κανονικά, μετά από έντονη πίεση της δισκογραφικής του εταιρείας να πλασάρει σωστά τη μουσική του. Μόνο τα singles “Red Rain”, “Sledgehammer” και “Don’t Give Up” (το μυθικό ντουέτο με την Kate Bush), αρκούν για να έχει κανείς μια υποψία όσων θαυμαστών συμβαίνουν στο άλμπουμ. Και αν μουσικά έριξε λίγο νερό και δελέασε τα πλήθη, τα θέματα παραμένουν προκλητικά: οι εμμονές της δεκαετίας του ’80, όπως το AIDS και οι πυρηνικές επιπτώσεις, η αναζήτηση απαντήσεων στην υπακοή των πολιτών στους δικτάτορες σε περιόδους πολέμου, η σάτιρα στον υλισμό και τον καταναλωτισμό των γιάπις των 80’s, η δυσαρέσκεια για την αυξανόμενη ανεργία στη διάρκεια της πρωθυπουργίας Θάτσερ, ακόμα και η έννοια της συνείδησης. Ο Gabriel ακούγεται σαν να προκαλεί το μυαλό με μια μουσική πληθωρική, διαυγή, ελκυστική, που κυκλώνει τον ακροατή και τον σπρώχνει ανύποπτα στον μαγικό και βαθύ κόσμο του “So”.
“Looking for Today”
Ο Απόστολος Κουφοδήμος έγραψε στις 23 Νοεμβρίου για το “I/O”:
“Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινείται το “Road to Joy” με ένα έντονο dance-pop feeling, που θυμίζει τον Gabriel των eighties και σε μουσικό επίπεδο το massive hit-single“Sledgehammer”. Το “So Much” είναι αρκούντως dark, και φλερτάρει με τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και την “Απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον”. “As an old man I was grown, but I’ve grown to be a baby”. Με το “Olive Tree” επιστρέφουμε στους up tempo ρυθμούς, ενώ το “Love Can Heal”, όπως το φανερώνει και ο τίτλος εξάλλου, αποτελεί μια ακόμα ωδή στην αγάπη και το συμπεριλαμβάνω στα 3-4 κορυφαία κομμάτια του άλμπουμ. Το “This is Home” έχει μια αισιόδοξη χροιά, στοιχείο που τονίζεται από τον pop/rock χαρακτήρα του… ( “Home is where I need to be”). Ο επίλογος γράφεται με το “And Still”, με το πιάνο στην εισαγωγή να αυξάνει τη μυσταγωγική διάσταση της αγάπης του δημιουργού για τη μαμά του, που αποτελεί και το κυρίως θεματικό του μοτίβο.
Θεωρώ το “I/O” ένα άλμπουμ που θα κατοπτεύει- τις μουσικές και όχι μόνο ζωές μας-, για τις επόμενες δεκαετίες. Μια μουσικοφιλοσοφική πραγματεία που υπομνηματίζει διαρκώς στον καθένα μας, την αξία της ζωής, όπως αυτή σκιαγραφείται από την οραματική σκέψη του Peter Gabriel. Ενός ανθρώπου νέου, στο πνεύμα και την ψυχή, που εξακολουθεί να ατενίζει τον κόσμο και τον κόσμο μας, από τους λόφους του Solsbury Hill”.