Άρθρο – THE RANKING GAME: Queensrÿche

ΑΡΘΡΟ

Κάποια στιγμή οι νομικές υποθέσεις τους κατέληξαν περισσότερες από τις μουσικές τους περιπέτειες. Η ιστορία τους χωρίζεται περισσότερο ευδιάκριτα από όσο θα ευχόταν κάθε πραγματικός φίλος τους σε άνισες δημιουργικά περιόδους. Παρά τις φουρτούνες και τις φθορές των αλλαγών η σημασία τους για την εξέλιξη του σκληρού ήχου παραμένει μοναδική. Επιχειρώ μια συνολική επιστροφή στην καριέρα τους, ξεκινώντας από την υποκειμενική μου εκτίμηση του χειρότερου ως τον κορυφαίο τους δίσκο. Το ιστορικό τους ΕΡ δεν το αγγίζω, και το αφήνω στη δίνη του χρόνου σαν έναν μόνιμο και πολύτιμο συναγερμό. Βαθιά και βαριά ανάσα και αρχίζουμε.

16. Hear in the Now Frontier (1997)

Η αρχή του τέλους και ένα αξεπέραστο σοκ για τους απανταχού αφοσιωμένους φίλους της μπάντας που περίμεναν με κομμένη την ανάσα για κάθε επόμενη κίνηση και εκδοχή αυτού του εμπνευσμένου και ευέλικτου κουιντέτου. Ίσως κάποιοι απορήσουν για την επιλογή να τοποθετηθεί στον πυθμένα των έργων τους, αλλά θεωρώ πως είναι μια σχεδόν αναγκαστική και σχεδόν υποκριτική διαδικασία πριν την φυγή του DeGarmo. Όσο και αν δεν ήμουν ποτέ φίλος του Seattle ήχου των αρχών των 90’s, ακόμα και μια εμπνευσμένη και ειλικρινή κατάδυση του γκρουπ σε αυτό το πεδίο, θα την αντιμετώπιζα διαφορετικά. Θεωρώ τον δίσκο αυτό μια φάρσα, σε όλα τα επίπεδα, ένα κοντό και αστείο κοστούμι για έναν γίγαντα. Συμβαίνουν πολλά παράταιρα και άβολα για το μέγεθος των Queensrÿche, εδώ μέσα, πέρα από τον συνθετικό τοίχο πάνω στον οποίο έπεσαν με κρότο. Ο DeGarmo ερμηνεύει άθλια το “All I Want”, ένα ανέμπνευστο, νερόβραστο τραγούδι, ο άλλοτε καθηλωτικός στιχουργικά Tate φτάνει στο σημείο να τραγουδήσει γραμμές όπως “ I’m a pressure cooker, I’m about to blow”, κάτι που μόνο σαν άθλιο αστείο μπορώ να δεχτώ, και μια χούφτα από φτωχά εναλλακτικά ριφ παντρεύονται με αδιάφορες φωνητικές γραμμές. Το αξιοπρεπές “Sp00l” και η γέφυρα του “Saved” δεν γίνεται να ξεπλύνουν αυτό το απερίγραπτο χάλι.

15. Dedicated to Chaos (2011)

Ειλικρινέστερος τίτλος δεν γινόταν να βρεθεί για το κύκνειο άσμα του Tate με την μπάντα. Μια απόλυτη σύγχυση κατεύθυνσης, η οποία επιχειρήθηκε να σερβιριστεί σαν μια μοντέρνα εκδοχή του πνεύματος του “Rage for Order” από τους ίδιους, κάτι που μόνο θλίψη ή γέλιο προκαλεί. Ανούσιοι, κενοί ψευτοπειραματισμοί στο “Got it Bad”, άνευρα και άτακτα φλερτ με τους μοντέρνους U2, κάποια αδύναμα μοντέρνα heavy rock τραγουδάκια με απίστευτα απωθητικές φωνητικές μελωδίες, χρήσεις ρυθμών και εφέ με μηχανικούς τρόπους και στουντιακές ασκήσεις, όλα μαζί επιχειρούν να κρύψουν την απουσία μιας πραγματικής, συνειδητής κατεύθυνσης του γκρουπ, και φυσικά μια απύθμενη συνθετική ανυπαρξία. Ανάμεσα σε όλα αυτά, παρεμβάλλεται το σχεδόν στοιχειωμένο “Broken”, σαν να έχει παραπέσει από το “Secrets of the Beehive” που δικαιώνει επιτέλους πρότερες δηλώσεις του Tate πως είχε επηρεαστεί από τον μεγάλο David Sylvian. Το μοναδικό εξώφυλλο στο οποίο δεν χρησιμοποιείται το “umlaut” στο όνομα του γκρουπ.

14. Q2K (1999)

Ο Kelly Gray από την εποχή των Myth με τον Tate στο μικρόφωνο στρατολογείται να αντικαταστήσει την απουσία του DeGarmo, μια πρόταση που ξεκάθαρα αυτοαναιρείται. Η μπάντα επιμένει στην επιλογή του εναλλακτικού, λίγο grunge, λίγο αμερικανικού hard rock μονοπατιού, και η αλήθεια είναι πως συνολικά το άλμπουμ προκύπτει περισσότερο πειστικό από τον προκάτοχό του. Βέβαια, τα χωράφια παραμένουν αφιλόξενα για όσους γαλουχήθηκαν με το αρχικό πνεύμα της μπάντας, η απορία, η σύγχυση και η απογοήτευση θεριεύουν και άλλο, και το δημιουργικό της μέλλον τίθεται υπό σοβαρότατη αμφισβήτηση. Ξένοι στο ίδιο μας το σπίτι, δεν μπορούμε να βρούμε παρηγοριά στις πιθανά εύκολες επιστροφές στο “Sacred Ground” και το “The Right Side of my Mind”. Η άσφαιρη, ουδέτερη, υπνωτική εντύπωση του αμερικανικού κολεγιακού ραδιοφώνου εξακολουθεί να αφοπλίζει την τελική εντύπωση σχεδόν παντού.

13. American Soldier (2009)

Ένα τολμηρό θέμα επέλεξε ο Tate για τους βετεράνους Αμερικανούς στρατιώτες που συχνά δεν κατάφερναν ποτέ να επιστρέψουν σε μια φυσιολογική ζωή. Έκανε πολλές συνεντεύξεις μαζί τους, μπαίνοντας στην καρδιά του κτήνους που λέγεται πολεμική νεύρωση, και παρά το γεγονός πως το ζήτημα είναι πλούσιο, βαθύ και προκλητικό, στο τέλος η δουλειά που έγινε πριν γραφτεί το άλμπουμ, έμοιαζε πιο σημαντική από τον ίδιο το δίσκο. Είναι πια ολοφάνερο, οι Queensrÿche είναι μια κολοβή υπόθεση, και όσο και αν ο Tate αυτάρεσκα ή αναγκαστικά λόγω συμβάσεων στη μουσική βιομηχανία, πασχίζει να διατηρηθεί στην επιφάνεια, κάθε απόπειρα καταλήγει μέτρια και άπνευστη. Το χαμηλό δημιουργικό τους ταβάνι είναι πλέον δεδομένο, και πράξεις σαν την επιλογή του Tate να  κάνει ντουέτο με την κόρη του Emily στο συμπαθητικό “Home Again”, επιβεβαιώνουν την εντύπωση προσωπικού τσιφλικιού, και άγνοιας καλλιτεχνικού κινδύνου.

12. Operation: Mindcrime II (2006)

Η επιλογή του sequel ήταν ουσιαστικά η απόδειξη πως το σωσίβιο στη συγκεκριμένη χρονική περίσταση ήταν παραπάνω από αναγκαίο. Δυστυχώς όμως, και αυτή η απόπειρα έγινε με ένα σωρό ανορθόδοξα δεδομένα, καθώς ο Tate με τον Mike Stone (ο οποίος προσχώρησε στο σχήμα το 2003) ανέλαβαν σχεδόν τα πάντα, με τον μηχανικό ήχου Mitch Doran να ηχογραφεί ξανά ακόμα και κάποια μέρη του Wilton. Ο δίσκος είναι συνολικά πιο αξιοπρεπής από όλες τις υπόλοιπες απόπειρες της μετά DeGarmo εποχής, αλλά με τέτοιο τίτλο έχει δύσκολη αποστολή και σε καμιά περίπτωση δεν πείθει σαν μια αξιόπιστη συνέχεια του αυθεντικού άλμπουμ. Ο Ronnie James Dio επιστρατεύεται σε μια guest εμφάνιση σαν “Dr. X”, αλλά η κυρίαρχη αίσθηση είναι πως αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί σαν η ύστατη και μέγιστη απόπειρα, χωρίς ποτέ να ακούγεται αρκετή. Καλή η προοπτική της συγκεκριμένης ιστορίας και ο έτοιμος διάδρομος, αλλά η ενσάρκωση της συνέχειας δε έγινε ποτέ συγκλονιστική.

11. Take Cover (2007)

Με την όρεξη της μυθικής απόδοσης του “Scarborough Fair” όλοι μας αναμέναμε μια τέτοια κυκλοφορία που θα ξετύλιγε τον πλούτο των επιδράσεων αλλά και το ύψος των απαιτήσεων μιας τέτοιας μπάντας. Τότε βέβαια που έγινε, ήταν επόμενο να ρυθμιστεί από τα αυτόματα δεδομένα της προβληματικής τους κατάστασης. Αυτό έχει τελικά επίδραση τόσο στις τελικές επιλογές τους, όσο και σε συγκεκριμένες απόπειρες. Μακράν το κορυφαίο αποτέλεσμα η απόδοση του “Welcome to the Machine” που αποπνέει έναν φουτουριστικό αέρα, σαν ένα επιπλέον εγχείρημα της περιόδου του “Rage for Order”. Περίεργες επιλογές για την κύρια και πιο γόνιμη διαδρομή τους τα “Almost Cut my hair” και “For What It’s Worth”, στη μέση του δρόμου και των εντυπώσεων το μυθικό “Neon Knights”, δεν πείθουν τα “Innuendo” και “Bullet the Blue Sky” (ίσως στουντιακά να το προσέγγιζαν πιο επιβλητικά), ενώ τόσα χρόνια μετά ακόμα δεν έχω καταλάβει τί ακριβώς δεν με κερδίζει στο σπουδαίο “Red Rain”. Προσωπικά θεωρούσα δεδομένη την παρουσία άλλων καλλιτεχνών αντί για παράδειγμα λύσεις όπως αυτή του “Odissea”, η οποία καταφέρνει μόνο μια δύσπιστη επιτήδευση.

10. Tribe (2003)

Η μεγάλη έκπληξη που αναθερμαίνει τις ελπίδες για τους φίλους της μπάντας είναι η προσωρινή επιστροφή του Chris DeGarmo, μετά από μια συνάντηση με τον Tate. Ο σπουδαίος συνθέτης και κιθαρίστας συνδράμει σε πέντε τραγούδια, οι ισορροπίες αλλάζουν ακόμα και κάτω από την προβληματική αυτή συγκυρία που φέρνει τελικά τη νέα του αποχώρηση, η διαφορά όμως είναι αισθητή. Η περισσότερο alt rock κατεύθυνση παραμένει, καθώς είναι ξεκάθαρο πως κύρια ο Tate επιχειρεί να παραμείνει επίκαιρος σε χωράφια άβολα για όλους, όμως το ταλέντο και η παρουσία του DeGarmo σπρώχνουν τις εντυπώσεις και τα αποτελέσματα σε μεγαλύτερη αξιοπρέπεια και πιο ενδιαφέρουσες λύσεις. Δεν μπορεί να συγκριθεί με το μεγάλο παρελθόν, αλλά μέσα στα άλμπουμ της ταραχώδους εποχής, με όλο το γνωστό παρασκήνιο αλλά και τις αστοχίες στις επιλογές, είναι ξεκάθαρα η πιο αξιόλογη απόπειρα. Το τελευταίο τραγούδι του DeGarmo για το γκρουπ, με τον τίτλο “Justified”, το οποίο φανερώνει αρκετά στους στίχους του για τους λόγους της αποχώρησής του, δεν συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ λόγω της πρόωρης αποχώρησής του από τις ηχογραφήσεις. Τελικά θα χρησιμοποιηθεί αργότερα στη συλλογή του 2007, “Sign of the Times”.

9. The Verdict (2019)

Κουαρτέτο σε αυτή τη συγκυρία, με την απουσία του Scott Rockenfield να είναι παραπάνω από εμφανής. Τα τύμπανα αναλαμβάνει ο Todd La Torre, όμως το αποτέλεσμα είναι μάλλον διεκπεραιωτικό και ελάχιστα συναρπαστικό. Συνθετικά το άλμπουμ έχει όλη αυτή την αξιοπρέπεια και ισορροπία της εποχής του νέου frontman, κάποιες αξιόμαχες κορυφές και συνθέσεις με ισχυρή εσωτερικότητα, μαζί με άλλα πιο άμεσα και απλά τραγούδια. Η τακτική είναι ξεκάθαρα η διαχείριση μιας δεδομένης κληρονομιάς που εστιάζεται εμφανώς στην χρυσή περίοδο του γκρουπ. Εξαιρετική δουλειά από τον Wilton, που κουβαλά μεγάλο από αυτό το βάρος, και το κάνει σπουδαία, αλλά εκεί που υστερεί η συγκεκριμένη ομάδα είναι η σοφία και το ειδικό βάρος να οριοθετήσει νέες σελίδες, νέα κεφάλαια στη διαδρομή του ονόματος. Θεωρώ πως όλες οι κυκλοφορίες από την έλευση του La Torre έχουν περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά, είναι ένας αγώνας να ανοίξουν τα ελάσματά τους ανάμεσα στην εποχή της δόξας και το επικείμενο μέλλον τους, αλλά με μια μάλλον προβλέψιμη και αναγκαία περιορισμένη τακτική επιβίωσης. Είναι μεγάλο και βαρύ το στοίχημα.

8. Digital Noise Alliance (2022)

O Casey Grillo κάθεται πια με κάθε επισημότητα στο drum set του γκρουπ, και με βεβαιότητα περίμενα πολύ περισσότερες συγκινήσεις από την παράστασή του, και όχι μια συνοδευτική παρουσία. Ένα άλμπουμ με δυστοπικά ζητήματα, μοιάζει κάπως χλωμό στην ανάπλαση και τη σκιαγράφηση των θεμάτων. Μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζουν οι συχνά άνευρες και ουδέτερες γραμμές του La Torre, με την τακτική του σε γέφυρες και ρεφρέν να έχει γίνει αδιάφορα παγιωμένη. Υπάρχουν ξανά σταθερά κάποιες σπουδαίες στιγμές μεταξύ των συμβατικών τραγουδιών τους, με το “Behind the Walls” να κλέβει την παράσταση. Η μπάντα έχει δουλέψει αρκετά τα τραγούδια σε δομές και εξέλιξη, και πιθανά σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στο “Tormentum” χρησιμοποιούνται διάφορα όπλα να στολίσουν τη διαδρομή του, που μάλλον καταλήγουν σε μια αδικαιολόγητη και εκτός θέματος επιτήδευση. Ξανά ο Wilton είναι μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα παράμετρος στο άλμπουμ, αποφεύγοντας την παραμικρή φλυαρία και συνθέτοντας πολλά πανέμορφα lead μέρη. Χωρίς αυτό το όνομα στο εξώφυλλο, οι εντυπώσεις αυτού του περιεχομένου πιθανά να ήταν διαφορετικές.

7. Queensrÿche (2013)

Ο αέρας του La Torre αλλάζει με τη σύμπραξη όλης της ομάδας τη ρότα και στρίβει το τιμόνι αναζητώντας αισθητά τον trademark ήχο και την διαχρονική καρδιά της μπάντας. Και αν δεν γίνεται μεμιάς να γυρίσουν όλα στην εποχή των χρυσών ήχων, το άλμπουμ αυτό εμφανίζει μια τρανταχτή συμφιλίωση με πολλά από τα στοιχεία που τους καθιέρωσαν. Ακροβατώντας κάπου μεταξύ του “Empire” και του “Mindcrime”, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια αναγκάζουν τα αυτιά των φίλων τους να γυρίσουν ξανά προς το μέρος τους. Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς τον κάπως άνισο και στεγνό ήχο, το ομότιτλο άλμπουμ συνθετικά έχει μερικές σπουδαίες στιγμές που συγκινούν μετά από τόσα χρόνια ανομβρίας και χαμένης ταυτότητας. Παίρνοντας τις αναγκαίες αναπνοές με τις σίγουρες παλιές τους βάσεις, δίνουν νέες ελπίδες, και μια χούφτα εξαιρετικά τραγούδια με κορυφαίο μάλλον το πανέμορφο “Open Road”, που κλείνει τον δίσκο.

6. Condition Human (2015)

Η περίοδος ακριβώς μετά το ομότιτλο άλμπουμ της επιστροφής στον φυσικό μουσικό κόσμο τους και το αμέσως επόμενο βήμα διακρίθηκε από μια ευδαιμονία, μια συνολική διάθεση δημιουργίας και συμμετοχής και πολύ φυσιολογικά έφερε την πιο γόνιμη περίοδο του σχήματος στην εποχή La Torre. Όλοι οι μουσικοί έδωσαν τη δική τους συνδρομή, εμπλουτίζοντας τις συνθέσεις, ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως ο συνήθως περιθωριακός Eddie Jackson έγραψε ολομόναχος δυο συνθέσεις ( το “46° North” στα επιπλέον τραγούδια της deluxe έκδοσης). Η επιμονή και διάθεσή τους να απορρίψουν πιθανές ιδέες που τις έβρισκαν μέτριες σήκωσε ψηλότερα τον πήχη, ενώ στις διαδρομές αλλά και τον εμπλουτισμό των τραγουδιών φαίνεται ξεκάθαρα η ισορροπία και η αρμονία της συνεργασίας όλων τους. Το καθοριστικό κερασάκι στην τούρτα είναι αναμφισβήτητα το γεγονός πως έγραψαν πολλά εξαιρετικά τραγούδια, και είχαν μετά την πολυτέλεια να τα διανθίσουν με ηχητικά στολίδια από το σύνηθες σύμπαν της μπάντας. Δίπλα στις πιο απλωμένες και απαιτητικές συνθέσεις, ακόμα και τα πιο άμεσα τραγούδια λειτουργούν εξαιρετικά με ισχυρές μελωδίες, με αποτέλεσμα να έχουμε να κάνουμε σίγουρα με το κορυφαίο άλμπουμ της ύστερης περιόδου.

5. The Warning (1984)

Πολλοί θα διαφωνήσουν για τη θέση αυτού του δίσκου στη βάση της μεγάλης τους πεντάδας. Πραγματικά λατρεύω αυτό το άλμπουμ και είναι εντελώς αδύνατο να ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο τους έμαθα για πρώτη φορά και άλλαξαν όλα μου τα δεδομένα για τη μουσική γενικότερα. Το μοναδικό κριτήριο που το αφήνει ένα πολύ μικρό ίχνος εκτίμησης πίσω από τα υπόλοιπα, είναι ο πιο συμβατικός του χαρακτήρας συγκριτικά με τα υπερβατικά βήματα που ακολούθησαν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν είναι ένα εκπληκτικό άλμπουμ που σημάδεψε την εποχή του με πολλούς τρόπους. Μοναδικές συνθέσεις το αποτελούν, από το ομότιτλο ως το μνημειώδες “Roads to Madness”, ένα ασύλληπτο ψυχογραφικό ταξίδι, ριψοκίνδυνο σαν εγχείρημα αλλά τελικά ένα μεγάλο μουσικό κατόρθωμα για ένα τόσο φρέσκο σχήμα. Υπάρχουν τα ψήγματα της ανήσυχης προοδευτικής τους φύσης στο φουτουριστικό “NM 156”, ώριμες ανησυχίες για την αντικατάσταση των αξιών στο υποβλητικό “No Sanctuary”, ο εσχατολογικός εφιάλτης του μοναδικού “En Force”, ο εμψυχωτικός ύμνος του “Take Hold of the Flame”. Οι Queensrÿche ταράζουν τα νερά του σκληρού ήχου με μια απρόσμενη στιχουργική και μουσική ωριμότητα, και κλέβουν την παράσταση με έναν κορυφαίο τραγουδιστή απίθανου εύρους, σπουδαίας εκφραστικότητας και μιας αντισυμβατικότητας που δεν τον εμπόδισε ακόμα και να σφυρίζει στα τραγούδια. Ούτε η αταίριαστη παραγωγή του James Guthrie δεν στάθηκε ικανή να περιορίσει τις τεράστιες προσμονές που γέννησε ένας δίσκος που ήρθε για να μείνει.

4. Empire (1990)

Η μεγαλύτερη αδικία με το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι πως μόνο όσοι έζησαν την κυκλοφορία του μπορούν να αντιληφθούν πλήρως το ρίσκο που πήρε το συγκρότημα, παρά τη φύση ενός φαινομενικά radio-friendly έργου. Οι Queensrÿche είχαν καταφέρει επιτέλους με το “Mindcrime” να χτίσουν μια σεβαστή βάση πιστών ακολούθων και ταυτόχρονα να επεκταθούν σε ευρύτερα ακροατήρια του metal. Αντί να μείνουν στα κεκτημένα, χτίζοντας σε αυτό το πρόσφορο και σταθερό έδαφος, γύρισαν μια νέα δημιουργική σελίδα, ακούγοντας τη φωνή της ψυχής και βρέθηκαν ξανά αλλού. Μέσα στην κορνίζα του υγρού στοιχείου του Seattle, το συγκρότημα συναρμολογεί προσωπικές ιστορίες αυτοεκτίμησης, μοναξιάς, επικίνδυνου ερωτισμού, αναζήτησης στόχων και γεννά έναν δίσκο που δίπλα σε ελκυστικούς καλοφροντισμένους άμεσους ύμνους, είχε και τις δικές του καινοτομίες. Η ιδιόμορφη εσωστρέφεια του “The Thin Line”, η ποιητική, νοσταλγική περιπλάνηση του “Della Brown”, η ατέρμονη αναζήτηση της αλήθειας στο “Anybody Listening?” εμπλουτίζουν την ελκυστική και άμεση γραφή ενός άλμπουμ, που χωρίς να χάσει τίποτα από την εμπειρία του γκρουπ να προκαλεί τη σκέψη και την αντίληψη, άλωσε τις παγκόσμιες αγορές. Το “Empire” με τα ποικίλα χαρακτηριστικά του απόλυτα συμφιλιωμένα σε μια ισορροπημένη διαδρομή είναι διαχρονικά μια ακούσια επιβολή της αδιαπραγμάτευτης έκφρασης στον κόσμο της μουσικής βιομηχανίας.

3. Operation: Mindcrime

Μια καθολική εκκλησία σε μια χιονισμένη νύχτα στο Μόντρεαλ του Καναδά, και οι πολιτικές απόψεις των επίδοξων αυτονομιστών του Κεμπέκ έθεσαν την αφετηρία για αυτό που θεωρείται πιθανά το κορυφαίο concept metal άλμπουμ. Η κατακλυσμιαία έμπνευση του Tate συνασπίστηκε με το συνθετικό ταλέντο του DeGarmo και μια χιονοστιβάδα ιδεών συναρμολόγησε μια μοναδική ιστορία. Η μνήμη μια νεαρής γυναίκας που χόρευε ντυμένη καλόγρια σε μια ντισκοτέκ της Βουδαπέστης φυτεύει τον σπόρο της μυθικής πια “Sister Mary”, που ενσαρκώθηκε μοναδικά από την Pamela Moore. Μία σειρά από τραγούδια που έχουν μία πολεμική ρυθμική οξύτητα και την αύρα μιας κοινωνικής εξέγερσης και έντασης, χτίζουν την εντύπωση μιας οικουμενικής αναστάτωσης, μέχρι που στο “The Mission”, υπάρχει μία επιδέξια μεταστροφή στο ύφος, που γίνεται πιο εσωτερικό και ευαίσθητο. Στο “Suite Sister Mary”, η “βεντάλια του άλμπουμ” ανοίγει διάπλατα και, μέχρι το φινάλε, έχουμε μια ακολουθία προσωπικών, αναπλαστικών τραγουδιών. Το περιεχόμενο του άλμπουμ, επηρεάστηκε από τις συνέπειες των “οικονομικών της προσφοράς”, που βίωνε η Αμερική τη δεκαετία του ’80. Τα γνωστά και ως “Reaganomics”, αποτέλεσαν μία οικονομική σχολή που ερμήνευε τη συμπεριφορά της οικονομίας με βάση τα φορολογικά κίνητρα. Η κοινωνικο-πολιτική διάσταση του άλμπουμ, που διατρέχει κυρίως την πρώτη βινυλιακή του πλευρά, στιγματίζει την κυβερνητική τακτική με την επικάλυψη του σεναρίου. Πριν σχηματοποιήσει απόλυτα τον χαρακτήρα του Nikki, ο Tate έκανε τη δική του “ρεαλιστική κατάδυση”, μιλώντας με πραγματικούς ανθρώπους του δρόμου, άστεγους και φτωχούς, αντλώντας σημαντική έμπνευση. Η ιδιαιτερότητα του συνολικού ήχου του με την πειθαρχημένη οξύτητα, τη διάκριση της λεπτομέρειας και την ιδιαίτερη απόχρωση στις παραμορφώσεις της κιθάρας και τους συντονισμούς της ρυθμικής βάσης τυμπάνων και μπάσου, εκτιμήθηκε στην πραγματική της διάσταση, χρόνια αργότερα.

Πέρα από τον βασικό σκελετό της ιστορίας του, το άλμπουμ είναι στην πραγματικότητα ένας θρίαμβος των προφάσεων για να πλησιάσουν στην καρδιά της αλήθειας. Για όσους, κυνικά, αποφάνθηκαν πως είναι μία ακολουθία από κλισέ, η ζωή των περισσότερων ανθρώπων του πλανήτη είναι μία καθημερινή συρραφή από κλισέ και μέσα από τους κύκλους της καθημερινότητας, είναι συχνά χρήσιμο και ζωτικό να θυμηθείς και να αντιληφθείς ξανά τα αυτονόητα. Τα παιχνίδια της δύναμης συνεχίζουν να παίζουν με τις ζωές των ανθρώπων, με την ίδια βεβαιότητα  που ο πλανήτης συνεχίζει να γυρίζει, οι άνθρωποι συνεχίζουν να πληγώνουν και να πληγώνονται, συναισθηματικά ακρωτηριασμένοι μέσα σε περιβάλλοντα, που μπορούν να κατευθύνουν ακόμα και τα συναισθήματα. Tο άλμπουμ έγινε χρυσό ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του, πλατινένιο το 1991 και συνέχισε να πουλάει. Ήταν αυτό που εδραίωσε το μέλλον της μπάντας αλλά και σημάδεψε τις ζωές ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη.

2. “Promised Land” (1994)

Αν ψάχνεις να βρεις την ιδανική εμπορική αυτοκτονία, την έχεις μπροστά σου. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους ιθύνοντες της ΕΜΙ να περιμένουν ανυπόμονα τους θριαμβευτές του “Empire” να τους μετατρέψουν σε “U2 του heavy metal”, επενδύοντας στην τεράστια επιτυχία του άλμπουμ, και οι Queensrÿche να εξαφανίζονται δισκογραφικά για τέσσερα χρόνια, για να επιστρέψουν με έναν από τους πιο δύσβατους δίσκους της σπουδαίας διαδρομής τους. Μετακομίζουν και απομονώνονται,  μεταφέροντας ένα κινητό στούντιο σε μια καμπίνα σε ένα νησί στα ανοιχτά της πολιτείας της Ουάσιγκτον στις ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα με τον Καναδά. Οι ζωές τους έχουν αλλάξει σημαντικά, πολλές προσωπικές τραγωδίες επηρεάζουν αισθητά το συνολικό τους περισκόπιο, και η ερώτηση για το τι είναι πραγματικά ευτυχία και πόσο προσεγγίζεται με την επαγγελματική επιτυχία, τελικά καθορίζει το δημιουργικό σύμπαν της Γης της Επαγγελίας. Με βαθιά προσωπικά θέματα, και τραβώντας την αυλαία με ένα σύντομο εισαγωγικό κυκλοθυμικό απόσπασμα με τον τίτλο  “9:28 a.m.” ( η ώρα της γέννησης του Rockenfield, ο οποίος δημιούργησε και την εισαγωγή), η διαδρομή του δίσκου είναι σκοτεινή και επίπονη σαν την δοκιμασία κάποιου που σέρνει τα πόδια του στην άμμο. Τα τραύματα της παιδικής ηλικίας που καθορίζουν και σημαδεύουν τα επόμενα χρόνια, η απώλεια του πατέρα του DeGarmo, ο οποίος τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν ο Chris παιδί, η ανούσια αίσθηση της επαγγελματικής καταξίωσης και ο μύθος του αμερικανικού ονείρου, καθορίζουν ένα μουσικό ύφος δυστοπικό, τολμηρό, και για ακόμα μια φορά καινοτόμο. Το ομότιλτο τραγούδι, όπως και το “Disconnected” παραμένουν κάποια από τα πιο θαρραλέα τραγούδια του ευρύτερου σκληρού προοδευτικού ήχου. Η παλέτα του δίσκου έχει απίθανη ευρύτητα, θεματικά και ηχητικά, και το μικρό θαύμα είναι και πάλι η συμφιλίωση όλων των ιδεών στο πολύτιμο dna των Queensrÿche. Από τους κλειστοφοβικούς διαδρόμους των περιθωριακών ασθενών της ψυχικής υγείας, στις ατέρμονες διαδρομές της ψηφιακής πληροφορίας, το ταξίδι σφραγίζεται σε μια απογυμνωμένη, συγκλονιστική εξομολόγηση του Tate, που συνοδεύεται από το πιάνο του Chris DeGarmo. Αν αναλογιστεί κανείς πως το ακριβότερο τίμημα της δημιουργίας αυτού του άλμπουμ ήταν η μοιραία ρήξη στη σχέση του Tate με τον DeGarmo, στη διάρκεια της διαμονής τους στο νησάκι, μπορεί κανείς εύκολα να θεωρήσει το “Someone Else?” σαν τον πολύτιμο αποχαιρετισμό της δημιουργικής διαδρομής αυτού του μοναδικού κουιντέτου.

1. Rage for Order (1986)

Η σύγκρουση της τεχνολογικής κατήχησης με την ανθρώπινη, συναισθηματική αντίδραση. Η επιτακτική  ανάγκη για κάποια λογική, κάποια καθαρή τάξη, ένα λειτουργικό έλεγχο, να φέρει τους ανθρώπους κοντά, χωρίς το χάος των διάφορων θρησκευτικών και πολιτικών ιδεών.  Ένα άλμπουμ προσανατολισμένο σε μια δήλωση, μια ολοκληρωμένη αντίληψη. Μοιάζει πολύ με τη μορφή του κόσμου τότε, τώρα και ίσως για πολλά χρόνια ακόμα: ένα είδος χάους που ψάχνει για κατεύθυνση.

Όλοι τους ήθελαν από την αρχή να είναι ένα ψυχρό ηχητικά άλμπουμ, χωρίς συμβιβασμούς σε αυτό. Οι λέξεις κλειδιά που περιέγραφαν τον στόχο ήταν ψυχρό, σκληρό και βίαιο… Σε ένα άλμπουμ με τρία θεματικά επίπεδα, τις προσωπικές σχέσεις, την πολιτική, και την τεχνολογία, η συνολική ζητούμενη αίσθηση έπρεπε να έχει μια έντονη, μοντέρνα, βιομηχανική εντύπωση. Η συνολική επιβλητική φουτουριστική high tech επιδερμίδα του δίσκου οφείλεται στην πραγματικότητα σε μια αναλογική ηχογράφηση. Αυτός είναι και ο μεγάλος θρίαμβος του παραγωγού Neil Kernon, ο οποίος προσθέτει και μια ξεχωριστή σημειολογική σημασία στο αποτέλεσμα: μπορείς να σεβαστείς και να βασιστείς στα τα όπλα της παράδοσης, αρκεί να τα χρησιμοποιήσεις σωστά. Ο ίδιος, τελειομανής και λεπτομερής, έπαιξε keyboards στα “Neue Regel” και “Screaming In Digital”. Tο τελευταίο ήταν άλλωστε το αγαπημένο τραγούδι του Kernon, θεωρούσε πως συμβόλιζε το πνεύμα του δίσκου και ζήτησε από το γκρουπ να αναπτύξει την αρχική ιδέα του demo: η τελική του μορφή άγγιξε τη διπλάσια διάρκεια της αρχικής με μια συγκλονιστική κορύφωση στην περιγραφή της αγχωτικής μονομαχίας του ανθρώπου και ενός υπολογιστή με τεχνητή νοημοσύνη που έχει αναπτύξει μια προσωπική σχέση με τον ιδιοκτήτη του. Τα δυο αυτά τραγούδια αποτελούν τα πιο απόκρημνα καταφύγια, με συγκλονιστικές ακουστικές λεπτομέρειες.

Τα τραγούδια που κάλυπταν τη θεματική ενότητα των προσωπικών σχέσεων ήταν πράγματι “nighttime songs”. Βασισμένα στην πραγματικότητα στην τυπική αδυναμία να συμβαδίσει η πιεστική καθημερινότητα της καριέρας ενός μουσικού που βρίσκεται συνέχεια στο δρόμο με μια υγιή σχέση, φιλτράρονται με το αναγκαίο σκοτάδι καθώς εκείνο τον καιρό όλοι τους διαβάζουν τα “Vampire Chronicles” της Anne Rice: θέλουν πρόθυμα να δώσουν έναν μυστηριώδη, γοτθικό υπαινιγμό στα ερωτικά τραγούδια του άλμπουμ.

Το “Rage For Order” ήταν το άλμπουμ που έδειξε τη θέα από το λόφο στους πέντε μουσικούς από το Seattle με απόλυτη ευστοχία, και ανέδειξε ακόμη περισσότερο το τεράστιο συνθετικό ταλέντο του Chris De Garmo. Με τη συνεργία του εγκεφαλικού οικονομικού performing, την αναπλαστική ικανότητα των ήχων στη δημιουργία εντυπώσεων και αισθημάτων, την ευφυή εμπλοκή επίκαιρων αλλά και ιδιωτικών θεμάτων σε μια αρμονική κορνίζα φυσικής συνέχειας κι έναν ερμηνευτή που μπορούσε να καπηλευτεί κάθε ενδιάμεση έκφραση στη διαδρομή από το υψίφωνο ουρλιαχτό μέχρι το κατευναστικό σφύριγμα, ποτέ δεν άγγιξε τη δημοφιλία του “Operation: Mindcrime”, παραμένει όμως ακόμα και σήμερα το πιο γενναίο και άφθαρτο άλμπουμ τους.

Ο χαρακτήρας-πρωταγωνιστής του, σοφά προστατευμένος από μια αειθαλή ηχητική κάρτα απροσδιόριστου μέλλοντος, συνεχίζει χρόνια τώρα με μια δύσβατη διαδρομή για 45:42 να ψάχνει την κατεύθυνση, την τάξη κόντρα στην εντροπία του πλανητικού χάους. Καθώς τίποτα δεν έχει αλλάξει, συνεχίζει να μοιράζει τη συλλογική, αθέατη ευθύνη που του φανερώνει εκείνο το μακρινό αστέρι της γνώσης:

“When you gaze at the evening sky, and you’re reaching out with your mind,
you might see the nation’s eyes. Don’t hide…It’s YOU”

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1258 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.