Articles – THE METAL DIARIES 3: Η μεταμόρφωση του χίπη John French Segall

ARTICLES

Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’60 , μεγαλώνει στη Νέα Υόρκη ένας ανήσυχος έφηβος, που ακούει στο όνομα John French Segall. Συνήθιζε να περνά πολύ χρόνο στις συναυλίες των αγαπημένων του Grateful Dead και Allman Brothers Band, και να προσπαθεί να παίξει κιθάρα σαν τα μεγάλα του ινδάλματα, τους Άγγλους Blues rockers Eric Clapton, Jimmy Page και Jeff Beck.

Όλα αυτά όμως άλλαξαν όταν το φθινόπωρο του 1972, ο 20χρονος πια John έλαβε με το ταχυδρομείο μια προσφορά από τη συνδρομή του σε ένα περιοδικό, τρεις δίσκους που θα ανέτρεπαν τα πάντα: ήταν τα “Ziggy Stardust and the Spiders From Mars” του David Bowie, το “All The Young Dudes” των Mott The Hoople, και το “Transformer” του Lou Reed. Ο αυτοαποκαλούμενος χίπης με τα γυαλιά John Lennon ένιωσε μια τόσο μεγάλη έλξη από την απροκάλυπτη σεξουαλικότητα και την ανδρόγυνη αίσθηση, που κοίταζε τα εξώφυλλα και ένιωσε τη ζωή του να αλλάζει, βλέποντας σε αυτά ποιος πραγματικά ήταν.

Ο νεαρός πέταξε τα γυαλιά, έκοψε και έβαψε ξανθά τα μαλλιά του και μπήκε στο λαμπερό μονοπάτι του glitter rock. Σύντομα απάντησε σε μια αγγελία στο Village Voice δυο άλλων μεταλλαγμένων χίπηδων, του Gene Simmons και του Paul Stanley, που έψαχναν κιθαρίστα για το νέο τους ξεκίνημα, με το όνομα Kiss. Τελείως συμπτωματικά, νωρίτερα την ίδια χρονιά, είχε περάσει για ακρόαση για τους ίδιους, όταν ακόμα ήταν οι Wicked Lester, είχαν γενειάδες, έπαιζαν πιο απαλή μουσική και χρησιμοποιούσαν τα ονόματα Gene Klein και Stanley Eisen. Αν και του απάντησαν πως η θέση του κιθαρίστα είχε καλυφθεί από κάποιον Paul “Ace” Frehley, τον κάλεσαν να παρακολουθήσει μια πρόβα, στο πατάρι του γκρουπ, στην 23η Οδό στο Manhattan. Εκεί τους παρακολούθησε τα παίζουν τα κομμάτια που τελικά κυκλοφόρησαν στο πρώτο άλμπουμ των Kiss. Δεν είχαν ακόμα το μακιγιάζ, αλλά φορούσαν τα παπούτσια με τα τεράστια τακούνια και είχαν τη σειρά από τους Marshall. Είχε μείνει έκπληκτος.

Μέχρι τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς ο Segall είχε σχηματίσει το δικό του συγκρότημα, μια glam-rock μπάντα που έπαιζε διασκευές, με έδρα το New Jersey, και όνομα “Silver Star”. Το συγκρότημα αποτελούταν από ένα περίεργο χαρμάνι  χαρακτήρων: ο τραγουδιστής Michael Valentine ήταν αλκοολικός που συχνά κατέβαινε από τη σκηνή στη μέση του τραγουδιού για να πιει ένα ποτό στο μπαρ, ενώ ο ντράμερ Mell Starr έβρισκε μεγάλη ικανοποίηση  να αφηγείται συνέχεια την ιστορία του αδερφού του, Al Anderson, που είχε κερδίσει τη θέση του κιθαρίστα στους Wailers του Bob Marley ντυμένος σαν Τζαμαϊκανός  και μιλώντας σε μια διάλεκτο πατούα,  αλλά ο Segall τελικά έπαιζε τη μουσική που αγαπούσε.

Χρειάζονταν βέβαια κάποιες αλλαγές. Άλλαξε το όνομά του αρχικά σε Johnny Heartbreaker και τελικά σε Jay Jay French. Το πιο σημαντικό όμως, ήταν πως οι Silver Star μετονομάστηκαν σε “Twisted Sister”, ένα πολύ πιο ταιριαστό όνομα, καθώς η εικόνα της μπάντας ξεπέρασε πολύ την καθιερωμένη glam αισθητική, και βυθίστηκε στην περιοχή της πλήρους γυναικείας προσωποποίησης. Προσπαθούσαν να δείχνουν όσο το δυνατόν πιο θηλυκοί, και ο French ξύρισε ακόμη και τα πόδια του.

Το κίνημα του glam rock έφτασε στο απόγειό του στις ΗΠΑ όταν οι πρόσφατα αναβαφτισμένοι Twisted Sister έκαναν το ντεμπούτο τους επί σκηνής, τον Μάρτιο του 1973, ερμηνεύοντας ένα σετ διασκευών από Mott the Hoople, Lou Reed και Rolling Stones. Τα επόμενα δύο χρόνια το συγκρότημα κράτησε ένα σταθερό πρόγραμμα συναυλιών έξι ημερών την εβδομάδα, παίζοντας συχνά έως και πέντε σετ τη νύχτα, σε όλο το New Jersey, τα προάστια της Νέας Υόρκης και τις γύρω περιοχές. Τα πλήθη αυξάνονταν σε μέγεθος, αλλά οι άγριες προσωπικότητες των μελών της μπάντας αποδείχτηκαν τελικά ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Μετά από μια συναυλία στη Μασαχουσέτη, ένας μεθυσμένος Valentine τράβηξε ένα γεμάτο όπλο στον Starr και απολύθηκε, ανοίγοντας μια σειρά αλλαγών στη σύνθεση που σχετίζονται με την κατάχρηση ουσιών. Τα πράγματα έφτασαν σταδιακά στο σημείο που ο French, ένας ικανός κιθαρίστας αλλά καθόλου προικισμένος με φωνητικές ικανότητες, έγινε αναγκαστικά ο frontman στο συγκρότημα, επιλέγοντας τραγούδια με βάση το αν ήταν εύκολο να τραγουδηθούν. Όλα έφτασαν στα άκρα και το φθινόπωρο του 1975, οι Twisted Sister διαλύονται. Ο French κατέληξε να δουλεύει σε ένα εστιατόριο, πιστεύοντας πως όλα τέλειωσαν.

 Βέβαια, έχοντας το μικρόβιο, σύντομα ανέστησε τους Twisted Sister, αυτή τη φορά επιστρατεύοντας, μεταξύ άλλων, τον πρώην μπασίστα Kenneth Harrison Neill και έναν κιθαρίστα από το Bronx ονόματι Eddie Ojeda. Όμως, με το glitter rock να έχει αρχίσει να σβήνει, και τον French να συνεχίζει να προσπαθεί να τραγουδήσει, οι συναυλίες γίνονταν λιγότερο συχνές. Ήταν ξεκάθαρο πως ήταν αναγκαία μια αλλαγή. Ο ατζέντης τους τότε τους είπε πως πρέπει να κάνουν λίγο Zeppelin, γιατί αυτό ζητούσε ο κόσμος τότε.

Με αυτό να σημαίνει πως η πρόσληψη ικανού τραγουδιστή ήταν επιτακτική, μπαίνει στην κορνίζα ο πρώην τραγουδιστής των Peacock,  Daniel “Dee” Snider, ένας 20χρονος πρώην χορωδός από το Baldwin του Long Island, με τα ανάλογα πνευμόνια και την προσωπικότητα – και τα κατάλληλα μαλλιά – για τη δουλειά. Θρασύς, εξωστρεφής και άγρια ​​χαρισματικός, ο Snider είχε έναν υπερμεγέθη εγωισμό που ταίριαζε με το στιβαρό του σκελετό. Δεν έπινε ούτε κάπνιζε, αλλά σύμφωνα με τον French ήταν ένας μάλλον τρελός, μανιοκαταθλιπτικός, δυσλειτουργικός τύπος, αλλά και πολύ ορμητικός και επαγγελματίας.

Ο Snider, από την πλευρά του, μάλλον λειτουργούσε αμυντικά, καθώς ένιωθε λίγο εξοστρακισμένος από την αρχή. Ο Jay Jay και ο Eddie ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτεροι και παιδιά της πόλης, και τον αντιμετώπιζαν σαν τον μικρό από το Long Island. Έτσι ένιωθε συνέχεια  πως έπρεπε να αναδείξει τον εαυτό του. Παρ’ όλη την δεδομένη τριβή, η νέα σύνθεση του συγκροτήματος (που ολοκληρώθηκε από τον ντράμερ Tony Petri,) είχε αναμφισβήτητη χημεία και σηματοδότησε τα αρχικά στάδια της κλασικής σύνθεσης των Twisted Sister. Η τρομερή παρουσία του Snider, με την επιθετική του προσωπικότητα επί σκηνής, και την επιθυμία να αποδείξει την ικανότητά του τόσο στο κοινό όσο και στα μέλη του συγκροτήματος, έδωσε νέα ζωή στο γκρουπ. Εκτός από τα τραγούδια των Led Zeppelin και των Grand Funk, οι Twisted Sister άρχισαν να ενσωματώνουν στο σετ τους τη μουσική των καλλιτεχνών που αγαπούσε ο Snider, όπως οι Black Sabbath και ο Alice Cooper, και η glitter-glam εμφάνισή τους σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε σε κάτι περισσότερο σαν  “horror rock”. Η πιο σκληρή εμφάνιση και ο ήχος οδήγησαν στο να γίνουν οι Twisted Sister το πρώτο λεγόμενο “hair-metal” συγκρότημα.

Τα επόμενα χρόνια, οι Twisted Sister εξελίχθηκαν σε μια φονική ζωντανή μηχανή στην περιοχή Tri-State. Το συγκρότημα έπαιζε πάνω από 250 συναυλίες το χρόνο, συχνά πολλά σετ κάθε βράδυ, δημιουργώντας μια ολοένα αυξανόμενη λεγεώνα θαυμαστών που ονομάστηκε “Sick Motherfuckers”, ή “SMF’s”. Στη σκηνή, έπαιζαν τον ρόλο του κολασμένου, σκληροπυρηνικού rock and roller, αλλά στην πραγματικότητα το συγκρότημα λειτουργούσε με υψηλό επίπεδο πειθαρχίας. Η καθημερινή τους πραγματικότητα είχε soundcheck, φαγητό, συναυλία, φόρτωμα εξοπλισμού και επιστροφή τα ξημερώματα, ύπνο και ξεκούραση ως το μεσημέρι και ξανά από την αρχή, όλα αυτά για χρόνια.

Στα τέλη του 1976 το συγκρότημα τα πήγαινε αρκετά καλά και κατάφερε να νοικιάσει ένα σπίτι στο Massapequa, στο Long Island, σε μια καλή περιοχή και με πισίνα. Όμως, σύμφωνα με την αδιαπραγμάτευτη στάση ζωής τους, το σπίτι απείχε πολύ από το υποτιθέμενο άντρο σεξ και ναρκωτικών που θα περίμενε κανείς. Αυτή η σταθερή εργασιακή ηθική απέδωσε καρπούς. Το 1978 το συγκρότημα, τώρα πια με τον πρώην Dictators —και πρώην roadie των Twisted Sister—Mark “The Animal” Mendoza στο μπάσο, (ο Kenneth Harrison Neill εγκατέλειψε ξαφνικά αφού ανακοίνωσε ότι είχε αναγεννηθεί Χριστιανός), έπαιζε μπροστά σε δύο ως πέντε χιλιάδες άτομα σε κάθε εμφάνιση, παίζοντας σταθερά σε χώρους όπως το Hammerheads στο West Islip, το Long Island, το Gemini στο Westchester της Νέας Υόρκης και το Fountain Casino στο Aberdeen του New Jersey. Επιπλέον, ο Snider είχε αρχίσει να βρίσκει τη φωνή του ως τραγουδιστής και τα σετ των Twisted Sister αποτελούνταν πλέον από περισσότερο δικό τους υλικό, μεταξύ των οποίων και  ύμνοι που γράφτηκαν από τον Dee, όπως το “I’ll Never Grow Up, Now!” και το”Bad Boys (Of Rock ‘N’ Roll)”, κομμάτια που ήταν ιδανικά για να ξεσηκώσουν το πλήθος.

Δυστυχώς, το συγκρότημα δεν ενέπνευσε πολλές δισκογραφικές. Ηχογράφησαν μια σειρά από demo στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, και το 1979 έφτασαν σε ένα session με τον διάσημο παραγωγό του Jimi Hendrix και των Led Zeppelin, Eddie Kramer στα Electric Lady Studios στη Νέα Υόρκη, από όπου προέκυψε ένα single με τα τραγούδια “I’ ll Never Grow Up Now!” και το πιο επιθετικό “Under the Blade”. Οι απορρίψεις έρχονταν σωρηδόν. Μπροστά στη δημοφιλία του punk και του arena rock, οι Twisted Sister, όπως τους απαντούσαν, έμοιαζαν αρκετά με τον Alice Cooper και τους Kiss, αλλά όχι αρκετά με τον Meat Loaf και τους Boston, ενώ η ειρωνεία περίσσευε σε επιστολές που έγραφαν πως το παντελόνι του τραγουδιστή ήταν πολύ ροζ…

Τελικά η λύση ήρθε με τον πιο περίεργο τρόπο και το συμβόλαιο που προσφέρθηκε στους Twisted Sister ήταν από μια μικρή βρετανική πανκ εταιρεία που ονομαζόταν Secret Records, η οποία ενδιαφέρθηκε για το συγκρότημα μετά το single “Under the Blade”.  Ο πρόεδρος της Secret, Martin Hooker πέταξε στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβριο του 1981, για να παρακολουθήσει την εμφάνιση των Twisted Sister στο Manhattan Civic Center. Ο Hookerλάτρεψε αυτό που είδε και μετά την παράσταση πήγε στα παρασκήνια για να τους προσφέρει το συμβόλαιο. Δεν αντέδρασαν καθόλου και ο Hooker  βγήκε από το καμαρίνι και είπε στον μάνατζέρ τους πως δεν καταλάβαινε αυτή την απάθεια.  Ο μάνατζερ του απάντησε πως απλά δεν  καταλάβαινε πραγματικά την ιστορία αυτού του συγκροτήματος. Τον Απρίλιο του 1982, δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία τους στα προάστια του New Jersey, οι Twisted Sister υπέγραψαν με τη Secret και ταξίδεψαν στην Αγγλία για να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους άλμπουμ.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1160 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.