Ως γνωστόν, το Παρίσι είναι μαγικό. Όπως μαγική είναι και η Μονμάρτη. Μαγικοί αποδείχθηκαν και οι Hellacopters. Δυστυχώς, δεν είχα καταφέρει να τους δω το καλοκαίρι, και εξ’ όσων πληροφορήθηκα από όλα τα παιδιά που τους είδαν live, η μπάντα ήταν άψογη. Για πολλούς, ένα από τα καλύτερα live του φετινού καλοκαιριού. Και το ότι όντως ίσως και να ήταν ένα από τα καλύτερα live του φετινού καλοκαιριού, αποδείχθηκε περίτρανα το βράδυ της Κυριακής στο club Elysee Monmartre, που βρίσκεται στην πλέον γοητευτική και ανυπότακτη συνοικία του Παρισιού. Και αποδείχθηκε, επειδή οι Hellacopters μου έδωσαν την εντύπωση ότι είναι μια μπάντα γεννημένη για να παίζει live. Γεμάτη με ενέργεια, πάθος, παλμό και απόλυτη πίστη σε αυτό που κάνουν.
Ως support σχήμα στο σκέλος της χειμερινής τους περιοδείας, έχουν επιλεγεί οι Datsuns. Οι Νεοζηλανδοί, έχουν εδραιωθεί εδώ και αρκετά χρόνια στο στερέωμα του hard rock/garage rock ιδιώματος και η επιλογή τους για το άνοιγμα της βραδιάς, αποδείχθηκε ιδανική και απολύτως συμβατή με το στυλ και το attitude των Σουηδών.
Ανέβηκαν στη σκηνή γύρω στις 20.00 και μέσα σε περίπου 40 λεπτά πρόλαβαν να παίξουν 11 κομμάτια. Δυναμικοί, αεικίνητοι και ιδιαιτέρως επικοινωνιακοί, ενθουσίασαν το κοινό, που είχε ήδη γεμίσει το club, χωρητικότητας 1200 ατόμων. Με ήχο αψεγάδιαστο και με τις κιθάρες να κυριαρχούν, επέλεξαν κομμάτια από το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας τους. Άρχισαν με τα Gods are Bored” και “Other People’s Eyes” και όσο περνούσε η ώρα αύξαναν την ένταση, με κορυφαίες στιγμές τα “Dehumanise”, “Gold Halo” και “Helping Hands” Όταν οι τίτλοι τέλους έπεσαν με το “MF from Hell”, ένιωθες ότι είχες παρακολουθήσει μια μπάντα, που αν και δε θα γίνει ποτέ αρκούντως εμπορική ή ευρείας απήχησης, παρόλα αυτά, δικαιολογημένα συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του είδους της.
Ακριβώς στις 21.00 και σύμφωνα με το αρχικώς ανακοινωθέν πρόγραμμα, οι Hellacopters ανέβηκαν στη σκηνή. Ο εμβληματικός Nicke Andersson ( κιθάρες-φωνητικά), ουσιαστικός ιδρυτής της μπάντας, μαζί με τον έτερο Διόσκουρο Matz Eriksson(ντραμς), ήταν αυτοί που τράβηξαν την προσοχή του μεγαλύτερου μέρους του κοινού, αφού είναι τα δύο μέλη της μπάντας που από το 1994, σχημάτισαν το συγκρότημα. Δίπλα τους, ο επίσης εμβληματικός πολυοργανίστας Anders Lindstrom και ο έτερος κιθαρίστας Dregen. Μοναδικό νέο μέλος, ο μπασίστας Dolf deBorst, που συμμετέχει στο συγκρότημα από την επανένωσή τους και μετά, δηλαδή από το 2016.
Όπως ήταν αναμενόμενο ξεκίνησαν με ένα από τα πιο “εμπορικά” τους κομμάτια, το “Hopeless Case of a Kid in Denial”, που συμπυκνώνει επακριβώς, τον ήχο της μπάντας. Garage rock, με ισόποσες δόσεις hard rock. Συνέχισαν με το “Crimson Ballroom”, με το εισαγωγικό ριφάκι να παραπέμπει σε έναν από τους κιθαριστικούς τους μέντορες, τον σπουδαίο Rory Gallagher. Τα “Carry Me Home” που ακολούθησε, ήταν ίσως το μοναδικό τους κομμάτι που προσωπικά δεν με ενθουσίασε. Το “Plow and a Doctor”, από το εξαιρετικό τελευταίο τους άλμπουμ “Eyes of Oblivion”, σε μετέφερε στο glam LA των eighties, ενώ το “Positively Not Knowing” ήταν απλά ένα garage/rock n roll κομμάτι δυναμίτης, δείγμα των ικανοτήτων αυτής της μπάντας, να καλύπτει ευρύτατο μουσικό φάσμα. Να σημειωθεί εδώ, ότι τα μέλη τους κατά καιρούς έχουν συμμετάσχει σε διάφορα σχήματα του metal. Ο Nicke παίζει ντραμς στους Entombed ενώ έχει περάσει και από τα αντίστοιχα των Tiamat, ενώ ο Dregen συμμετέχει στο προσωπικό σχήμα του Michael Monroe. Και μόνο από αυτές τις παράλληλες δραστηριότητες, αντιλαμβάνεται κανείς, το πόσο εύκολα μπορούν να κινηθούν σε διαφορετικά μουσικά μονοπάτια.
Το “You Are Nothin’”, από το “Payin” the Dues” περιείχε τον καλύτερο συνδυασμό solo μεταξύ Nicke και Dregen. Με το ολίγον τι bluesy “So Sorry I Could Die”, επέλεξαν να ρίξουν κάπως τους τόνους, χωρίς ποιοτικές εκπτώσεις. Απεναντίας, φανέρωσαν ακόμα μία πτυχή των μουσικών τους ικανοτήτων.
Τα “Toys and Flavours” και “Born Broke”, εκτόξευσαν εκ νέου την αδρεναλίνη, μια δυάδα κομματιών αμιγώς κιθαριστικών και “βρώμικων” κατά το κοινώς λεγόμενο. Το “The Devil Stole The Beat from the Lord”, αποτέλεσε αναμφίβολα συναυλιακό highlight με τα φώτα να προσδίδουν στο χώρο ένα έντονο κοκκινωπό χρώμα, που αύξανε τη μαγεία της βραδιάς. Στο “Rainy Days Revisited” οι ρυθμοί χαμήλωσαν κάπως, αλλά με το “Circus” των String Driven Thing που περιλαμβάνεται στο “Eyes of Oblivion”, οι Σουηδοί παρέδωσαν μαθήματα garage rock/hard rock/rock n roll.
Με το “Down on Free Street” επιστρέψαμε στην εποχή ενός εκ των κορυφαίων τους δίσκων του “By the Grace of God”. Το μαγικό ριφάκι του “Eyes Of Oblivion” μας επανέφερε εκ νέου στους Hellacopters του σήμερα, ενώ τα “Soulsaver” και “By the Grace of God”, έκλεισαν το κυρίως μέρος της εμφάνισής τους, εν μέσω αποθέωσης.
Το encore ξεκίνησε με το καλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει εδώ και χρόνια, το “Reap a Hurricane”. Το “I’m in the Band” που ακολούθησε, είχε μια περισσότερο αμερικάνικη παλαιομοδίτικη χροιά, ας πούμε Grand Funk Railroad, και σε μετέφερε στα seventies. Το “Gotta Get Some Action Now”, ήταν ισοπεδωτικό, η δυνατότερη στιγμή της συναυλίας, και κάπου εκεί μας αποχαιρέτησαν. Δεν έπαιξαν πολύ ώρα, γύρω στα 80 λεπτά διήρκεσε η εμφάνισή τους, αλλά αρκούσαν για να εθιστεί κάποιος στη μουσική τους.
Και κάπου εκεί, συνειδητοποίησα και εγώ, πόσο υπέροχο είναι να έχεις δει live τους Hellacopters. Υπέροχο και μοναδικό, σαν το δρόμο που βρίσκεται το club, που αν τον ανηφορίσεις, ανεβαίνεις στη Sacre Coeur.