THE DEAD DAISIES: “Light ‘Em Up”

ALBUM

Το νέο album των The Dead Daisies, “Light ‘Em Up” σηματοδοτεί την επιστροφή του John Corabi, επιζητώντας την επάνοδο σε μια γνώριμη ταυτότητα, καθώς με τα φωνητικά του, αναζωπυρώνονται οι πιο κλασικότροπες μουσικές φόρμες/επιρροές του συγκροτήματος. Ο Doug Aldrich, με τα επιβλητικά του riffs, ενισχύει αυτόν τον αέρα επιστροφής στις ρίζες / απαρχές της μπάντας, φέρνοντας στο προσκήνιο το δυναμικό και τεχνικά άρτιο ήχο που πάντα χαρακτήριζε τους Dead Daisies. Παρά την προσπάθεια να διατηρηθεί αυτή η γνώριμη ταυτότητα, η απουσία του Glenn Hughes αφήνει ένα κενό στη συνθετική πολυπλοκότητα, δημιουργώντας την αίσθηση ότι το συγκρότημα, αν και επιστρέφει σε παλιότερα, ίσως και γνώριμα μονοπάτια, να μην έχει βρει πλήρως το δρόμο του. Ο ακροατής μπαίνει σ’ έναν οικείο αλλά ταυτόχρονα ανανεωμένο ηχητικό κόσμο, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα: επιστρέφει όντως στις ρίζες του ή κάτι νέο αρχίζει να διαμορφώνεται;

Η παραγωγή του Ben Grosse είναι αδιαμφισβήτητα στιβαρή/συμπαγής και ευκρινής, αναδεικνύοντας με λεπτομέρεια κάθε κιθαριστικό κομμάτι και τις φωνητικές ερμηνείες. Ο ήχος είναι αψεγάδιαστος, με κάθε στοιχείο της μπάντας να τοποθετείται με σχολαστική ακρίβεια, ωστόσο η παραμένει περισσότερο επιφανειακή παρά εξερευνητική. Δεν προσπαθεί να προχωρήσει πέρα από την απόλυτη ευκρίνεια, αποφεύγοντας να προσδώσει βάθος ή πολυπλοκότητα στις συνθέσεις. Το αποτέλεσμα είναι λαμπρό, αλλά αποστερημένο από ουσιαστική καινοτομία.

Το “Light ‘Em Up” ανοίγει δυναμικά, με το ομώνυμο κομμάτι να αποπνέει ενέργεια και αυτοπεποίθηση, ωστόσο ακολουθείται από συνθέσεις όπως το “I Wanna Be Your Bitch” και το “My Way And The Highway”, τα οποία μοιάζουν περισσότερο με ανακυκλωμένες ιδέες από περασμένες δεκαετίες, παρά με κάποια ουσιαστική καλλιτεχνική δήλωση. Οι στίχοι τους δεν προσφέρουν τίποτα περισσότερο από μια επιφανειακή εξέλιξη του κλασικού rock attitude, αφήνοντας τον ακροατή να αναρωτιέται για την έλλειψη συναισθηματικού ή νοηματικού βάθους· αντανακλάσεις του παρελθόντος, στα όρια της καρικατούρας.

Στον αντίποδα, το “ Love That’ll Never Be” προσφέρει μια ανάσα, είναι μια δήλωση συναισθηματισμού και μελωδικής ωριμότητας, αναδεικνύοντας την ερμηνευτική δύναμη του Corabi, ενώ το “Take My Soul” κλείνει το άλμπουμ με gospel και blues επιρροές που, αν και ξεχωρίζουν, φαίνονται αποκομμένες από την υπόλοιπη φιλοσοφία του δίσκου.

Σε σύγκριση με τα προηγούμενα άλμπουμ, όπως το “Holy Ground”, το οποίο απογείωσε την μπάντα χάρη στην ψυχεδελική και funk προσέγγιση του Glenn Hughes, το “Light ‘Em Up” φαίνεται να πατάει σε ασφαλή(;) και κλισέ φόρμες. Η απουσία του Hughes, με την πολυεπίπεδη συνθετική του ευφυΐα, είναι εμφανής σε κάθε στιγμή του άλμπουμ, καθώς οι Dead Daisies δείχνουν να έχουν χάσει την πολυπλοκότητα και την περιπετειώδη διάθεση που τους χαρακτήριζε, εν απουσία ψυχεδελικού βάθους.

Η επιστροφή του Corabi σηματοδοτεί, βέβαια, μια επανασύνδεση με τις πιο ωμές, στιβαρές, σκληρές ρίζες του συγκροτήματος, αλλά αυτό γίνεται εις βάρος της καλλιτεχνικής φρεσκάδας. Η μουσική μοιάζει να ανακυκλώνει δοκιμασμένες φόρμουλες, χωρίς να παίρνει τολμηρά ρίσκα που θα έκαναν το δίσκο να ξεχωρίσει.

Συμπερασματικά, το “Light ‘Em Up” θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ισχυρή προσθήκη στη δισκογραφία των Dead Daisies, αν κρινόταν αποκλειστικά με βάση την τεχνική δεξιοτεχνία των μελών του, ο Aldrich να κλέβει την παράσταση με τα κιθαριστικά του riff και η επιστροφή του Corabi προσδίδει μια εξέχουσα παρουσία και δυναμική στα φωνητικά. Ωστόσο, εν τω συνόλω, μοιάζει περισσότερο μ’ ένα βήμα πίσω, παρά με εξέλιξη για το σχήμα. Η μπάντα επιστρέφει σε ασφαλή, προβλέψιμα μονοπάτια, αποφεύγοντας τη σύνθεση με βάθος και δημιουργικό ρίσκο, αφήνοντας το album να μοιάζει στατικό, χωρίς να φέρνει κάτι νέο στο τραπέζι. Για τους πολύ fan και αν.

Είδος: Hard Rock, Rock
Δισκογραφική: Steamhammer / SPV
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 6 Σεπτεμβρίου 2023

Official Website
Facebook
Instagram
YouTube Channel

Avatar photo
About Παναγιώτης Σπυρόπουλος 83 Articles
Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και μεγάλωσε στα Δυτικά της Αθήνας, γαλουχημένος με ρεμπέτικα και λαϊκά από το σπίτι, κλασική / λόγια μουσική στα ωδεία, τον σκληρό ήχο μιας οργισμένης κι επαναστατημένης εφηβείας, τα blues σε μια περίοδο ανώριμης εξέλιξης και από progressive metal ηχοτοπία σε φάση περισυλλογής. Προσπαθεί να ισορροπήσει σ’ ένα αντεστραμμένο κόσμο, απαλλαγμένος από τη δικτατορία των πεποιθήσεων των άλλων. Δε θα ερμηνεύσει την τέχνη στους δημιουργούς της, αλλά θα μοιραστεί τις εντυπώσεις που αποκόμισε μ’ ένα ευρύτερο κοινό.