Αναμένοντας να καταλαγιάσει, ο “θόρυβος” και η “σκόνη” που σήκωσε η νέα δουλειά των The Cure, πήρα τον “χρόνο” μου ώστε να μπορέσω να συνθέσω όλα τα κομμάτια και τις σκέψεις που μου προκάλεσε το “Songs of a Lost World”, μιας δισκογραφικής επιστροφής που κατά τα λεγόμενα του βασικού ιδρυτή και συνθέτη Robert Smith, ίσως αποτελεί το κύκνειο άσμα τους.
Αποτελώντας το δέκατο τέταρτο στούντιο album των Βρετανών, οι The Cure επιστρέφουν δισκογραφικά μετά από 16 στείρα χρόνια αναμονής για τους φίλους του σχήματος, με την τελευταία τους δουλειά να έχει τον τίτλο “4:13 Dream”, το μακρινό 2008, ενώ στην νέα αυτή κυκλοφορία ο τραγουδιστής/κιθαρίστας Robert Smith αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου τις συνθέσεις και το στιχουργικό σκέλος του “Songs of a Lost World”, το οποίο μέσα σε σύντομο διάστημα έχει κατακτήσει τις κορυφές των charts, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Θύμα της γενικότερης ασάφειας στην περίοδο της πανδημίας, ο δίσκος είχε αρκετές αναβολές αλλά ήδη πρόγευσή του είχαμε λάβει κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας τους με τίτλο “Shows of a Lost World”.
Ξεκινώντας από το ιδιαίτερο εξώφυλλο του δίσκου, που απεικονίζει ένα γλυπτό του 1975 από τον Σλοβένο καλλιτέχνη Janez Pirnat (πέθανε πρόσφατα) με τίτλο Bagatelle, το οποίο επιμελήθηκε από τον Andy Vella, διαγραφεί αρκετά πειστικά το τι επρόκειτο να επακολουθήσει στα μουσικά ενδότερα του δίσκου, που ακροβατεί στα λευκά και σκοτεινά σημεία του μυαλού του Robert Smith, σκιαγραφώντας μια γκρίζα διάθεση που είναι πιο ταιριαστή στην ατμόσφαιρα του “Songs of a Lost World”.
Ιδιαίτερο, εμπνευσμένο και αντισυμβατικό, δεν καλουπώνεται και δεν επαναπαύεται στις δάφνες της επιτυχίας του ονόματος των The Cure, αλλά εξακολουθεί να εξελίσσεται, αποτελώντας το επιστέγασμα της ωριμότητας των συντελεστών του που πλέον πιο κατασταλαγμένοι στην έκτη δεκαετία της ζωής τους μπορούν να νιώθουν πιο απελευθερωμένοι στην μουσική εκδοχή τους.
Σαφέστατα πιο νηφάλιοι από τις καταχρήσεις του παρελθόντος τους, προσφέρουν μια εναλλακτική εκδοχή του γκρίζου, έτσι όπως το αντιλαμβάνονται στις ημέρες μας, αποδεικνύοντας γιατί ακόμα αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στον χώρο της σκοτεινής σκηνής.
Η αλήθεια είναι ότι στις τελευταίες τους δουλείες, η συνθετική κόπωση των The Cure, ήταν παραπάνω από εμφανής αλλά η συναυλιακή τους απόδοση επι σκηνής διατηρούσε τον χαρακτήρα της μεγάλης μπάντας που διαθετουν, παραμένοντας στο ένδοξο παρελθόν τους, το οποίο απέδιδαν εμφατικά επι σκηνής, σεβόμενοι την πλούσια δισκογραφία τους και το μεγάλο πλήθος των θαυμαστών τους ανά τον κόσμο.
Όμως το “τελικό” χτύπημα που ετοίμαζε η παρέα του Robert Smith, ήταν η καλύτερη απάντηση σε όλους όσους θεωρούσαν ότι οι The Cure, είχαν καταλήξει ένας περιπλανώμενος θίασος που επαναπαυόταν στις “δάφνες” του παρελθόντος. Με το “Songs of a Lost World”, πλέον μπορούν να καυχηθούν ότι δεν είναι ξεγραμμένοι αλλά τουναντίον προσέφεραν ένα δίσκο που θα μνημονεύεται ως αντάξιος της μεγάλης και ένδοξης δισκογραφίας τους, οσο βαρύγδουπο και αν ακούγεται.
Δίχως ίχνος υπερβολής, μέσα από αυτήν τους την δουλειά κατορθώνουν να κάνουν μια βαθιά και νοσταλγική “βουτιά” στο παρελθόν τους, συναντώντας όλες τις μεγάλες τους στιγμές, κάνοντας μια ώριμη ανασκόπηση που καταλήγει στη μουσική κατεύθυνση του τελευταίου τους πονήματος, που αναγνωρίζει την φθορά, την ματαιοδοξία και το ευάλωτο της ανθρώπινης ύπαρξης, που χαρακτηρίζεται από φοβίες και ανασφάλειες. Μόνο που αυτή την φορά, η αυτοκαταστροφική νεανική ορμή έχει δώσει χώρο στην ωριμότητα και τον συμβιβασμό του χρόνου, που είναι πολύτιμος, για αυτό και η μαύρη διάθεση του album είναι στην πραγματικότητα ένα γκρίζο συνονθύλευμα συναισθημάτων και σκέψεων που απορρέουν από τη διάθεση του συγκροτήματος να εξομολογηθεί την σκοτεινή μοναξιά των ήχων, που στερεύουν, με μια μελαγχολική και ταυτόχρονα απολογητική “ματιά”.
Η ποιότητα και η παραγωγή του δίσκου είναι πομπώδης και επιβλητική (πως θα μπορούσε άλλωστε και διαφορετικά), ενώ και οι συνθέσεις και οι ενορχηστρώσεις αναδεικνύουν την μεγαλοπρέπεια του “Songs of a Lost World”, το οποίο έχει ως βάση το χαρακτηριστικό μπάσο του Simon Gallup και τα εκπληκτικά, μεστωμένα φωνητικά του Robert Smith που χρωματίζουν κάθε σημείο του album, τονίζοντας όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου και του μαύρου, ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι τα πλήκτρα του Roger O’ Donnell, τονίζουν εμφατικά την πεσιμιστική χροιά του δίσκου, με τον ήχο να ισορροπεί απόλυτα στο μελαγχολικό σκοτάδι που θέλουν να μεταδώσουν οι The Cure.
Στα οκτώ κομμάτια του δίσκου, το “Alone” αποτελεί τον πυρήνα του album, επηρεασμένο από το ποίημα του Ernest Dowson, έχοντας τον ρολό του μουσικού οδηγού, που μας εισάγει με μοναδικό τρόπο στην ατμόσφαιρα του δίσκου. Το “And Nothing Is Forever” ακολουθεί την ροή με αρμονικό τρόπο στοχεύοντας κυρίως στο συναίσθημα του ακροατή με τους στίχους να τονίζουν την ματαιότητα των πάντων.
Με το “A Fragile Thing”, η αγάπη αποκτά υπόσταση, μα πάντα θα είναι “εύθραυστη” και “λίγη”, θυμίζοντας εποχές “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me”, με την “ευαίσθητη” dark-pop/rock να έχει την τιμητική της. Το “Warsong”, βαρύ, ογκώδες και έντονα κιθαριστικό, αντικατοπτρίζει την εικόνα που έχει το σχήμα για την σύγχρονη εποχή, που είναι αποπνικτική και θορυβώδης.
Σίγουρα το “Drone: Nodrone”, ξαφνιάζει ευχάριστα και δυναμιτίζει με την έντασή του, απλοϊκό στην δομή του, είναι το τέλειο διάλειμμα πριν το “I Can Never Say Goodbye”, που είναι αφιερωμένο στην μνήμη του αδελφού του Robert Smith, που τον “αποχαιρετά”, σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο κλίμα, που μαρτυρά το ευάλωτο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σαφέστατα μελαγχολικά ανέμελο και με pop χαρακτήρα διατηρεί τις εμπνευσμένες στιγμές των The Cure από τα 80’s, το “All I Ever Am” είναι η τελευταία “ανάσα” λίγο πριν το τέλος που εκφράζεται με το “Endsong”, που σκιαγραφεί την τελική πινελιά μέσα στα εφτά λεπτά που διαρκεί, με την συγκλονιστική ερμηνεία του Robert Smith, να μας δίνει ένα τέλος αντάξιο, από τα “Imaginary Boys” των νεανικών μας χρόνων, που μας αποχαιρετούν έτσι όπως τους αρμόζει, με ένα συγκλονιστικό έργο που είναι μπολιασμένο στο γκρίζο χρώμα της μελαγχολίας.
Συνοψίζοντας, το “Songs of a Lost World” είναι το “απόσταγμα” μιας ολόκληρης ζωής με την ωριμότητα και την ματαιότητα να αναδεικνύουν ένα μεγαλεπήβολο, μουσικό “διαμάντι”, που θα συγκαταλέγεται στο πάνθεον της μουσικής δισκογραφίας ενός συγκροτήματος “θρύλου”, όπως είναι οι The Cure, που ακολουθήσαν τον δικό τους αντισυμβατικό δρόμο, μέσα στο χρόνο, επηρεάζοντας την σύγχρονη εναλλακτική μουσική, όντας πρωτοπόροι και εμβληματικοί. Μια δουλειά υπεράνω βαθμολογίας και κριτικής, αφού το “Songs of a Lost World” είναι η κορυφή για εφέτος και ανήκει εκεί δικαιωματικά.
Tracklist:
Alone
And Nothing Is Forever
A Fragile Thing
Warsong
Drone:Nodrone
I Can Never Say Goodbye
All I Ever Am
Endsong
Οι The Cure εiναι:
Robert Smith – vocals, guitar, six-string bass, keyboards, songwriting,
Simon Gallup – bass
Jason Cooper – drums, percussion
Roger O’Donnell – keyboards
Reeves Gabrels – guitar
Είδος: Alternative Rock, Post/Punk, Dark Rock, Gothic Rock
Εταιρεία: Fiction Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 01 Νοεμβρίου 2024