Κριτική για το καινούριο Predator σε 2 εκδόσεις: Theatrical / Edited Cut (για ευρεία κατανάλωση και για όσους βαριούνται να διαβάζουν πολύ). Και Director’s Cut (χωρίς λογοκρισία και γεμάτη spoilers). Προσωπικά, προτιμώ την δεύτερη, αλλά διαλέγετε και παίρνετε.
1) Theatrical / Edited Cut
Το Prey είναι η τελευταία προσθήκη στο action / sci-fi σύμπαν του Predator, η οποία ανατρέπει τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων στην κοινωνία των Ινδιάνων Κομάντσι στις αρχές του 18ου αιώνα. Σκηνοθετεί ο Dan Trachtenberg, ο οποίος έχει, επίσης σκηνοθετήσει το 10 Cloverfield Lane και το επεισόδιο Playtest στην τρίτη σεζόν του Black Mirror.
Η ιστορία διαδραματίζεται το 1719 στη Βόρεια Αμερική. H πρωταγωνίστρια, μια νεαρή Κομάντσι, θέλει όσο τίποτε άλλο να γίνει κυνηγός, αλλά οι κοινωνικές συμβάσεις δεν της το επιτρέπουν. Η ευκαιρία να αποδείξει την αξία της θα παρουσιασθεί όταν καταφθάσει το γνωστό εξωγήινο τέρας για κυνήγι και συλλογή τροπαίων από ζώα και ανθρώπους, οπότε η ηρωίδα, μαζί με τον πιστό της σκύλο, θα πρέπει να προστατεύσει την φυλή της από την θανατηφόρα απειλή, αλλά και από μια ομάδα Γάλλων κυνηγών, που λυμαίνεται την περιοχή.
Το Prey προβλήθηκε αρχές Αυγούστου στο Hulu κι έλαβε διθυραμβικές κριτικές, οι οποίες κάνουν λόγο για την καλύτερη ταινία της σειράς μετά το πρώτο Predator του 1987. Είναι, πράγματι, τόσο καλό το Prey; Όχι, αλλά δεν παύει να είναι μία αξιοπρεπής για τα δεδομένα του 2022 ταινία δράσης, αν δεν έχει κανείς ιδιαίτερες απαιτήσεις και είναι διατεθειμένος να παραβλέψει κάποιες σεναριακές κι εκτελεστικές αστοχίες. Η ιδέα της μεταφοράς της πλοκής στο παρελθόν είναι καλή. Η διάρκεια έχει κρατηθεί ιδανικά στη μιάμιση ώρα, δεν υπάρχουν κοιλιές, η δράση είναι συνεχής και η σκηνοθεσία του Dan Trachtenberg σφιχτοδεμένη. Η φωτογραφία στα φυσικά τοπία είναι εντυπωσιακή. Τα ειδικά εφέ, αν εξαιρέσουμε τα cgi ζώα, είναι σε γενικές γραμμές καλά και υπάρχουν πολλές σκηνές αιματηρής βίας. Τέλος, για όσους ενδιαφέρονται, η ταινία πραγματεύεται ένα επίκαιρο κοινωνικό ζήτημα.
2) Director’s Cut (Spoiler Alert)
Το Prey είναι η τελευταία προσθήκη στο action / sci-fi σύμπαν του Predator, η οποία ανατρέπει τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων στην κοινωνία των Ινδιάνων Κομάντσι στις αρχές του 18ου αιώνα.
Όχι, δεν είναι σκετς των Monty Pythons, έτσι διαφημιζόταν η ταινία πέρυσι, από επίσημα χείλη. Μπορεί να φταίνε οι ελλιπείς γνώσεις μου περί σύγχρονου μάρκετινγκ, αλλά θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι ανυπομονούσα να δω το Prey με τέτοια περιγραφή, κι ας υπεραγαπάω τα Predator, ακόμη και στις πιο μέτριες στιγμές τους – εξαιρώ το πιο πρόσφατο The Predator του 2018, το οποίο φίλοι και γνωστοί με ξόρκισαν να μην δω. Το ότι χρέη σκηνοθέτη ανέλαβε ο Dan Trachtenberg, από τον οποίο έχω δει μόνο ένα καλούτσικο επεισόδιο στο Black Mirror (Playtest) και το μετριότατο 10 Cloverfield Lane, σίγουρα δεν θα μου άλλαζε τη γνώμη. Τελικά, πείστηκα να το δω όχι λόγω των διθυραμβικών κριτικών, που κάνουν λόγο για την καλύτερη ταινία της σειράς μετά το πρώτο Predator του 1987, αλλά επειδή άκουσα καλά λόγια από ανθρώπους, των οποίων την γνώμη υπολόγιζα (η χρήση αορίστου χρόνου δεν είναι τυχαία). Πόσο καλά τα καταφέρνει, τελικά, το Prey; Είναι όντως μία από τις καλύτερες ταινίες τις σειράς ή, έστω, μία άξια προσθήκη; Ούτε για πλάκα.
Η ιστορία διαδραματίζεται το 1719 στην βόρεια Αμερική. H πρωταγωνίστρια, μια νεαρή Κομάντσι, θέλει όσο τίποτε άλλο να γίνει κυνηγός, αλλά οι κοινωνικές συμβάσεις δεν της το επιτρέπουν: Το κυνήγι είναι αντρική δουλειά. Στην ερώτηση της μητέρας της γιατί θέλει τόσο πολύ να γίνει κυνηγός, η απάντηση είναι η εξής: «Επειδή όλοι πιστεύετε ότι δεν μπορώ να τα καταφέρω». Πριν προλάβω να υπολογίσω πόσες πιθανότητες επιβίωσης θα είχε κανείς στην πραγματική ζωή (πόσο μάλλον ένας Ινδιάνος το 1719), αν καταπιανόταν με κάτι μόνο και μόνο επειδή οι άλλοι του λένε ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει, η ταλαντούχα ηρωίδα μας παρατάει τις δουλειές της κι επιχειρεί ανεπιτυχώς να κυνηγήσει ελάφι, ενώ στην προσπάθεια πιάνεται σε παγίδα η ουρά του σκύλου της. Στη συνέχεια, οι ίδιοι άρρενες κυνηγοί που δεν αφήνουν την πρωταγωνίστρια να κυνηγήσει, την παίρνουν μαζί τους σε κυνήγι cgi πούμα, το οποίο σίγουρα θα την σκότωνε, αν δεν την έσωζε ο αδερφός της. Όταν συνέρχεται αργότερα στον καταυλισμό, βλέπει τον αδερφό της να επιστρέφει θριαμβευτής κραδαίνοντας το κεφάλι του θηρίου και να χρίζεται επόμενος αρχηγός της φυλής. Φυσικά, δεν χάνει χρόνο για να ευχαριστήσει τον άνθρωπο που της έσωσε τη ζωή ούτε συμμετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις, αλλά αποχωρεί με κατεβασμένα τα μούτρα, εμφανώς χολωμένη που έγινε ο αδερφός της αρχηγός αντί γι’ αυτήν. Έτσι, φεύγει μαζί με τον σκύλο της προς αναζήτηση του Predator, ο οποίος έχει ήδη αρχίσει να συλλέγει τρόπαια. Η ηρωίδα μας έχει αντιληφθεί την αλλόκοτη, απειλητική παρουσία, κάτι που δεν έχει καταφέρει κανείς άλλος από τους εμπειρότερους, αλλά όχι τόσο έξυπνους κυνηγούς. Μετά, την βλέπουμε να σημειώνει την πρώτη της κυνηγετική επιτυχία με θύμα ένα κουνέλι, να επιχειρεί κυνήγι cgi αρκούδας, η οποία σίγουρα θα τη σκότωνε αν δεν την έσωζε από σπόντα ο Predator, και να πέφτει σε κινούμενη άμμο. Έπειτα από έντονη λογομαχία με ομάδα διάσωσης, που έχει φάει τον κόσμο να την βρει μετά την απροειδοποίητη φυγή της και – άκουσον άκουσον – απαιτεί να επιστρέψει στον καταυλισμό, πλακώνει στο ξύλο τον πιο τοξικό κυνηγό της φυλής και ουσιαστικά γίνεται η αιτία να σφαγιαστούν άπαντες (πλην της ιδίας) από τον Predator. Σύντομα, η ηρωίδα, ο σκύλος και ο αδερφός της αιχμαλωτίζονται από Γάλλους κυνηγούς που λυμαίνονται την περιοχή, οι κυνηγοί προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν τον Predator και ακολουθούν συνεχείς, αιματηρές μάχες όλων εναντίον όλων μέχρι την τελική αναμέτρηση της ηρωίδας με το τέρας.
Προσπαθώ να εστιάσω στα θετικά: Η ιδέα της μεταφοράς της πλοκής στο παρελθόν σίγουρα είναι ενδιαφέρουσα, αν και δεν δρέπει δάφνες πρωτοτυπίας, αφού έχει προηγηθεί το ερασιτεχνικό Predator: Dark Ages, που διαδραματίζεται στον μεσαίωνα. Η διάρκεια έχει κρατηθεί ιδανικά στη μιάμιση ώρα, δεν υπάρχουν κοιλιές, η δράση είναι συνεχής (αν και τόσο πυκνή, ώστε καταλήγει να υπονομεύει την ένταση) και η σκηνοθεσία του Dan Trachtenberg σφιχτοδεμένη. H φωτογραφία στα φυσικά τοπία είναι εντυπωσιακή. Τα ειδικά εφέ, αν εξαιρέσουμε τα cgi ζώα, είναι σε γενικές γραμμές καλά, κατά έναν θλιβερό, όμως, τρόπο, όχι τόσο καλά όσο αυτά των ταινιών, που γυρίστηκαν 30 και 35 χρόνια πριν (άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα του Stan Winston). Υπάρχουν πολλές σκηνές αιματηρής βίας, στην πλειοψηφία τους, όμως, τα εφέ είναι ψηφιακά, κάτι που μειώνει τον αντίκτυπο. Εντάξει, προφανώς δεν περιμένω κάτι τόσο καλό όσο τα πρώτα 2 Predator ή, έστω, όσο το Predators του 2010, ας είναι απλά αξιοπρεπές το έργο – θετικά στοιχεία υπάρχουν. Όσο και να προσπαθώ να συντονιστώ, όμως, πάντα προκύπτει κάτι που με βγάζει από το κλίμα ή με εκνευρίζει:
Η ηρωίδα είναι αντιπαθητική και διαμαρτύρεται για επίπλαστες δυσκολίες. Υποτίθεται ότι δεν την αφήνουν να κυνηγήσει, αλλά ήδη στο πρώτο δεκάλεπτο συμμετέχει σε κυνήγι. Υποτίθεται ότι είναι αδικημένο ταλέντο, αλλά κάθε φορά που επιχειρεί να κυνηγήσει, τα κάνει μαντάρα. Υποτίθεται ότι καταπιέζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά μπορεί χωρίς καμιά συνέπεια: Να παρατάει τις δουλειές της όποτε θέλει για να κάνει τα δικά της. Να ειρωνεύεται κατάμουτρα τον αδερφό της, ο οποίος, μάλιστα, προορίζεται για αρχηγός της φυλής. Να βρίζει και να δέρνει άντρες κυνηγούς. Να φοράει παντελόνι, όταν όλες οι υπόλοιπες γυναίκες της φυλής φοράνε φούστες. Και να είναι συνέχεια βαμμένη με τα χρώματα του πολέμου, ακόμη και όταν κοιμάται. Ενώ οι ηθοποιοί είναι ινδιανικής καταγωγής και τα κοστούμια πειστικά, όλοι μιλούν και συμπεριφέρονται σα να ζουν στο 2022. Και σίγουρα δεν βοηθάει το ότι, ενώ σε όλη σχεδόν την ταινία οι Ινδιάνοι μιλάνε αγγλικά, κατά καιρούς πετάνε ατάκες στην διάλεκτο των Κομάντσι (επιχείρησα να δω και το dub εξ ολοκλήρου στην διάλεκτο των Κομάντσι, αλλά τα λόγια δεν ταιριάζουν απόλυτα με την κίνηση των χειλιών, οπότε η θέαση της αγγλικής έκδοσης είναι μονόδρομος). Επαναλαμβάνονται χαρακτηριστικές ατάκες από προηγούμενες ταινίες («If it bleeds, we can kill it», «Do it» κλπ), αλλά βρίσκω το εγχείρημα κάπως ανέντιμο, σαν να χρησιμοποιεί κάποιος τη νοσταλγία ως δόλωμα επειδή δεν μπορεί με άλλον τρόπο να τραβήξει την προσοχή. Αντί για λάσπη, η ηρωίδα χρησιμοποιεί για μονωτικό ένα γιατροσόφι, το οποίο ρίχνει τόσο πολύ την θερμοκρασία του σώματος, ώστε να μην την ανιχνεύουν οι αισθητήρες του Predator και δεν μπορώ να αποδιώξω την σκέψη ότι για να φτάσει κανείς στο σημείο αυτό, μάλλον θα πρέπει να έχει πρώτα πεθάνει από υποθερμία. Οι Γάλλοι κυνηγοί είναι σαν καρικατούρες με την επιτηδευμένα νεατερντάλεια εμφάνιση και συμπεριφορά τους, ενώ τα γαλλικά που ξεφωνίζουν μου θυμίζουν τον Χάρρυ Κλυνν στην παλιά διαφήμιση με τα «Φουντούνια». Ο μοναδικός συμπαθητικός χαρακτήρας είναι ο αδερφός της ηρωίδας, αλλά κι αυτός εν τέλει υπάρχει για να της δώσει πλασματική αξία και θυσιάζεται αυτοβούλως μόνο και μόνο για να αδειάσει η θέση του αρχηγού της φυλής. Ο σχεδιασμός του νέου Predator δεν μου αρέσει και μου θυμίζει Ορκ με υπερβολικά μεγάλο στόμα, η παρουσία του δεν έχει την αναμενόμενη βαρύτητα, ενώ και η πολεμική του ευφυία είναι συζητήσιμη – πάνε οι έξυπνες τακτικές και οι ενέδρες, την περισσότερη ώρα σκοτώνει κόσμο σε μαζικές συμπλοκές.
Κάπου κοντά στη μία ώρα, η ταινία πετάει την μπάλα στην εξέδρα, μαζί με κάθε ίχνος λογικής και αληθοφάνειας. Η ηρωίδα, που μόλις πριν από λίγο έτρεχε να σωθεί πανικόβλητη από πούμα και αρκούδες και το μόνο που είχε καταφέρει να σκοτώσει ήταν ένα κουνέλι, ξαφνικά μπαίνει σε god mode και σφαγιάζει σε μάχη σώμα με σώμα, τουλάχιστον, 5 οπλισμένους Γάλλους κυνηγούς ταυτόχρονα, με τεχνική που θυμίζει μίξη παρκούρ, σαολίν κουνγκ φου και Eizo από το Assassin’s Creed. Δεν καταλαβαίνω τι είναι τελικά, κυνηγός, πολεμιστής ή και τα δύο μαζί; Ποιος της τα δίδαξε όλα αυτά και πότε; Βέβαια, η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι προφανής: Κανείς. Στη μεταμοντέρνα μυθοπλασία, οι ήρωες τα ξέρουν όλα από μόνοι τους. Οι μέντορες και οι κάθε είδους Γιόντα είναι παρωχημένοι. Έτσι, η ηρωίδα μας μπορεί εν ριπή οφθαλμού να χρησιμοποιεί τα κουμπούρια των Γάλλων, ενώ πιο μετά, δια απλής παρατήρησης και μόνο, παίζει στα δάχτυλα την εξωγήινη τεχνολογία και πολεμάει τον Predator με τα ίδια του τα όπλα. Περιμένω να την δω να χρησιμοποιεί παραδοσιακές ινδιάνικες κυνηγετικές τακτικές, να αξιοποιεί προς όφελός της το φυσικό περιβάλλον, να παίζει την γάτα με το ποντίκι αντιστρέφοντας τους ρόλους, να ποντάρει στην ευφυία και την ευκινησία της ως αντίβαρο στην κτηνώδη δύναμη του τέρατος, να συνεργάζεται με τους άλλους κυνηγούς της φυλής για να νικήσει έναν απείρως δυνατότερο και πιο εξελιγμένο αντίπαλο αποδεικνύοντας στην πορεία την αξία της, όμως όχι: Σόλο επίθεση κατά μέτωπο και όποιον πάρει ο Χάρος. Κι εκεί που ο Ντατς έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, ο Μπίλυ ο Ινδιάνος και ο Κινγκ Γουίλυ έφυγαν με συνοπτικές διαδικασίες και ο Χάνζο ο γιάκουζα έβγαλε δεν έβγαλε έναν γύρο, η πρωταγωνίστρια ρίχνει σε μάχη μίας εναντίον ενός τόσο ξύλο στο τέρας, όσο δεν έχει φάει σε καμιά από τις προηγούμενες ταινίες της σειράς – για να μην πω σε όλες μαζεμένες. Είναι τέτοια η σπουδή των συντελεστών να μας χαρίσουν μια «ενδυναμωτική» εμπειρία, ώστε δεν αντιλαμβάνονται ότι με τον τρόπο αυτό ευτελίζουν τον ίδιο τον Predator και την απειλή που, υποτίθεται, ότι αντιπροσωπεύει, μοιραία μειώνοντας τον τρόμο και το δέος, που θα έπρεπε να αποπνέει – πόσο μάλλον σε Ινδιάνους Κομάντσι τον 18ο αιώνα.
Ειδικότερα ως προς την «ενδυνάμωση», που, εμφανέστατα, είναι βασική προτεραιότητα των συντελεστών, απλά θα θυμίσω τη σκηνή από το Predator 2 του 1990, στην οποία η Μαρία Κοντσίτα Αλόνσο αρπάζει τον πέφτουλα Μπιλ Πάξτον από τα μπαλάκια και του διαμηνύει ότι αν δοκιμάσει τίποτα καουμποϋλίκια μαζί της, καλό θα ήταν να τα αποχαιρετίσει (τα μπαλάκια του). Στη σκηνή αυτή, το Predator 2 κατάφερε πριν από 30 και βάλε χρόνια και σε λιγότερο από 1 λεπτό να κάνει το ίδιο πράγμα, που το Prey παλεύει φωνακλάδικα να πετύχει σε μιάμιση ώρα – και να φανταστεί κανείς ότι τότε ουδείς είχε ασχοληθεί με τη σκηνή αυτή περισσότερο απ’ όσο έπρεπε ούτε, φυσικά, της είχε προσδώσει κάποιο βαθύ κοινωνικοπολιτικό μήνυμα.
Εν κατακλείδι, το Prey δεν κάνει τίποτα ιδιαίτερα καλά, παλεύει να κάνει συμπαθή έναν αντιπαθητικό χαρακτήρα και να τον δικαιώσει εκεί που δεν έχει δίκιο, ενώ η «δικαίωση» δίνει την ίδια αίσθηση με το να κερδίζεις ματς με ανύπαρκτο πέναλτι ή να τερματίζεις βιντεοπαιχνίδι με cheat. Το μόνο παρήγορο είναι ότι, σε μια ατσούμπαλη προσπάθεια των σεναριογράφων να συνδέσουν την ταινία με το σύμπαν του Predator (και να πετάξουν ξανά τυράκι στους νοσταλγικούς), η ηρωίδα καταλήγει να γίνει κάτοχος του ίδιου πιστολιού, που χαρίζει ο Predator στον Ντάνι Γκλόβερ στο τέλος της δεύτερης ταινίας. Πράγμα που δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι, κάποια στιγμή μετά το τέλος του Prey, ο συγκεκριμένος Predator έσφαξε την πρωταγωνίστρια, πιθανότατα μαζί με όλη την υπόλοιπη φυλή, και πήρε το εν λόγω πιστόλι ως τρόπαιο.
Αν δεν έχει ασχοληθεί ποτέ κανείς με τα Predator ή έχει ασχοληθεί αλλά δεν είναι ταγμένος ή μπορεί να βάλει τον εγκέφαλό του σε λειτουργία εξοικονόμησης ενέργειας και να δει μια σύγχρονη ταινία δράσης (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) χωρίς να αναλύει και χωρίς να πολυσκοτίζεται, τότε το Prey παίρνει 6/10. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όμως, δεν εμπίπτω σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, έτσι τα όποια θετικά της ταινίας δεν μπορούν να υπερκεράσουν τα αρνητικά. Κι επειδή κανείς δεν συμπάθησε ποτέ κανέναν με το ζόρι, αλλά κι επειδή εξαιτίας του Prey και του εκνευρισμού που μου προκάλεσε έχασα σχεδόν 1 ώρα από τον ύπνο μου, το αποθέτω στον κάδο ως «expendable asset».
Κείμενο: Στέφανος Δημόπουλος