Τα σχεδόν 29 καταιγιστικά λεπτά του “Reign in Blood” του 1986, έσπασαν το περίβλημα του περιθωρίου και καθιέρωσαν τους Slayer σε ένα ευρύ metal ακροατήριο, που έμαθε να περιμένει με αγωνία το επόμενο βήμα τους. Σε όλες τις περιπτώσεις τέτοιων υπερβατικών άλμπουμ, δυο είναι οι επιλογές. Οι Slayer, με οδηγό την αποφυγή της πλήξης για τους ίδιους, αλλά και διάφορες εξωτερικές συγκυρίες, διάλεξαν τη δύσκολη επιλογή.
Έχοντας την επίγνωση πως βρίσκονται πια σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι, ήταν η πρώτη φορά ως τότε που δεν άφησαν το ένστικτο να καθορίσει τη συνέχεια, γράφοντας δηλαδή απλά νέα, μεμονωμένα τραγούδια και μπαίνοντας στο στούντιο να τα ηχογραφήσουν. Πριν ξεκινήσουν να γράφουν για το τέταρτο άλμπουμ τους, σκέφτηκαν σοβαρά πως θα ήθελαν να ακούγεται αυτό, και πήραν μια συλλογική απόφαση για το δρόμο αυτό. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν κάτι που δεν περίμεναν οι πιστοί φίλοι του γκρουπ. Η επιλογή της νέας μουσικής κατεύθυνσης καθορίστηκε σημαντικά και από το γεγονός πως ήθελαν να κάνουν τις ζωντανές τους εμφανίσεις πιο ενδιαφέρουσες και με μεταπτώσεις στις ταχύτητες και τις διαθέσεις. Το διαρκές επιθετικό μπαράζ είχε εξοντώσει τόσο τους ίδιους όσο και τον κόσμο.
Ο Kerry King, ο οποίος είχε μόλις παντρευτεί και μετακομίσει στο Phoenix, σαφώς επηρεασμένος από τις μεγάλες προσωπικές αλλαγές, πέρασε μια έντονη περίοδο συνθετικής ανομβρίας. Η συνδρομή του τελικά περιορίστηκε μόλις σε τρία τραγούδια, τα “Silent Scream”, “Mandatory Suicide” και “Ghosts of War”. Αντίθετα όμως με τον King, το επερχόμενο “South of Heaven” ανέδειξε τον δημιουργικό ρόλο του Tom Araya, ο οποίος έγραψε στίχους για το ομότιτλο, καθώς και τα “Silent Scream” και “Mandatory Suicide”, ενώ συνεργάστηκε με τον King για τους στίχους στα “Live Undead”, “Read Between the Lines” και “Cleanse the Soul”. O Araya εμπνεύστηκε από κάποιες σκοτεινές ταινίες που είχαν σαν θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ, όπως το “Platoon” και το “Full Metal Jacket”, και έγραψε τους στίχους για το “Mandatory Suicide”. Θεωρώντας ξεκάθαρα τον πόλεμο αυτό μια κηλίδα ντροπής στην αμερικανική ιστορία, μια μαζική δολοφονία νέων ανθρώπων με πρόσχημα τόσα βρώμικα ψέματα, το τραγούδι είχε μια αδιαπραγμάτευτη αντιπολεμική ταυτότητα.
Στα πλαίσια της συνολικής ανανέωσης και έκπληξης, το συγκρότημα συνέχισε τη στροφή σε άλλα στιχουργικά θέματα που είχε ήδη αρχίσει με το “Reign in Blood”, έχοντας μάλλον βαρεθεί τους σατανικούς στίχους. Εκτός από τον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Araya αντιμετώπισε κοινωνικά ζητήματα όπως η άμβλωση (“Silent Scream”), οι ψεύτικοι ευαγγελιστές (“Read Between the Lies”) και η κατάρρευση της κοινωνίας (“South of Heaven”), ενώ ο Hanneman σούβλισε τους “τυφλά υπάκουους” οπαδούς του Χίτλερ στο “Behind the Crooked Cross”. Το τελευταίο μάλλον αποτέλεσε και το οριστικό επισφράγισμα της σφοδρής κριτικής που είχαν δεχτεί για το “Angel of Death”.
Άλλη μια καινοτομία ήταν η παρουσία για πρώτη φορά σε δίσκο τους μιας διασκευής. Μετά την προσαρμογή του “In-A-Gadda-Da-Vida” των Iron Butterfly για το soundtrack της ταινίας “Less Than Zero”, επέλεξαν το “Dissident Aggressor” των Judas Priest, σαν μέρος όμως του επίσημου setlist του νέου δίσκου. Η διαφορά είναι πως το πρώτο είχε γίνει με εντολή του παραγωγού τους Rick Rubin και οι ίδιοι το αποδοκίμασαν έντονα μετά, ενώ το δεύτερο, μια όχι και από τις τόσο προφανείς επιλογές για να διασκευάσει κανείς Priest, ήταν ένα από τα αγαπημένα τραγούδια μέσα από το άλμπουμ “Sin After Sin”, τόσο για τον Hanneman, όσο και για τον King. Αν προσθέσει κανείς σε όλα τα παραπάνω, την εμφανώς πιο μελωδική προσέγγιση στα φωνητικά του Araya, και τις πιο ήπιες παραμορφώσεις στις κιθάρες, δεν είναι παράξενο και απρόσμενο το σοκ που προκλήθηκε στους σκληροπυρηνικούς οπαδούς της μπάντας.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Los Angeles με τον παραγωγό του “Reign in Blood”, Rick Rubin. Χωρίς να λείπουν τα γρήγορα διαστήματα, η στροφή σε πιο μεσαία και αργά μέρη ήταν εμφανής, και το ομότιτλο με το Sabbath-ικό του ύφος αναλάμβανε να προετοιμάσει κατάλληλα τον ακροατή. Ήταν το τελευταίο άλμπουμ του συγκροτήματος που κυκλοφόρησε από την Def Jam, στις 8 Ιουλίου του 1988, και τα δικαιώματα μεταφέρθηκαν τελικά στη νέα δισκογραφική του Rubin, Def American Recordings, αφού ο Rubin έληξε τη συνεργασία του με τον Russell Simmons. Το “South of Heaven” έγινε το δεύτερο άλμπουμ των Slayer που μπήκε στο Billboard 200, φτάνοντας στο νούμερο 57. Ενώ ορισμένοι κριτικοί ενθουσιάστηκαν με την αλλαγή στον ήχο του συγκροτήματος, οι πιο συντηρητικοί που ήταν πιο συνηθισμένοι στο στυλ των προηγούμενων προσπαθειών τους απογοητεύτηκαν. Παρόλα αυτά, τα τραγούδια “Mandatory Suicide” και το ομότιτλο, έμειναν από τότε μόνιμα στο live setlist του συγκροτήματος.
Ο Kerry King που δεν φημίζεται ιδιαίτερα για την διπλωματία του, έχει αποκαλύψει κατ’ επανάληψη τη δυσαρέσκειά του για το αποτέλεσμα του άλμπουμ, θεωρώντας το από τα λιγότερα αγαπημένα του. Ιδιαίτερος λόγος αποτελεί το τραγούδι “Cleanse the soul”, το οποίο έχει δηλώσει πως μισεί πραγματικά, και το θεωρεί μαύρο σημάδι στην ιστορία της μπάντας, με το εναρκτήριο ριφ να του ακούγεται φριχτό και “χαρούμενο”. Ο Dave Lombardo από την άλλη, έχει άλλους πιο προσωπικούς λόγους που έθρεψαν μια άδικη αδιαφορία για τον δίσκο. Είχε αποχωρήσει για κάποιους μήνες από τη μπάντα, λίγο μετά την κυκλοφορία του “Reign in Blood” , με τεράστια παράπονα για τις περικοπές στα κέρδη του συγκροτήματος. Είχε μόλις παντρευτεί, και θεωρούσε πως, όντας επαγγελματίες σε μια μεγάλη εταιρεία, θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα άμεσα έξοδά του. Επέστρεψε κάποια στιγμή με την καταλυτική παρέμβαση του Rubin, ο οποίος υποσχέθηκε να τον ικανοποιήσει οικονομικά με μισθό, αλλά ουσιαστικά και αυτός ποτέ δεν συμφιλιώθηκε απόλυτα με τη νέα κατεύθυνση. Προσωπικά ήθελε κάτι άλλο, και βρήκε τον χαρακτήρα του άλμπουμ πολύ αργό. Όμως οι Slayer βρήκαν την τόλμη και την ευρηματικότητα να προσθέσουν ένα διαφορετικό επίπεδο δυναμικής και βαρύτητας, και να αποδείξουν πως μπορούσαν να είναι το ίδιο τρομακτικοί και τεράστιοι ακόμα και σε χαμηλότερες ταχύτητες, με τραγούδια όπως το “Live Undead”, το “Behind the Crooked Cross”, και το “Read Between the Lines”. Σήμερα πια, η κληρονομιά του δίσκου επηρέασε αμέτρητα συγκροτήματα, και απέδειξε πως δεν στέρησε το παραμικρό από το μέγεθος της μπάντας.
Η περιοδεία που ακολούθησε για την προώθηση του “South of Heaven” κόστισε πολλούς αποκλεισμούς και απαγορεύσεις για το γκρουπ σε χώρους του Λος Άντζελες αλλά και της Νέας Υόρκης. Η έντονη φημολογία για τις συχνές ταραχές στη διάρκεια των συναυλιών τους από τα μέσα ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, επιβεβαιώνεται ιστορικά με κάποιες καταστροφικές νύχτες. Μια διαμάχη που ξέσπασε κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των Slayer στις 2 Νοεμβρίου 1988 στο Mid-Hudson Civic Centre του Poughkeepsie, χώρισε το κοινό σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, που πετούσαν αναμμένες κροτίδες από το ένα στο άλλο, προκαλώντας σοβαρές ζημιές σε όλο το πάτωμα της αρένας. Η εμφάνιση του συγκροτήματος στις 12 Αυγούστου στο Hollywood Palladium είχε πωλήσεις πολύ υψηλότερες από τη χωρητικότητα, προκαλώντας έναν σημαντικό αριθμό από εξοργισμένους κατόχους εισιτηρίων (οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από 200 έως 1.000 ) να αντιδράσουν καταστρέφοντας οτιδήποτε μπόρεσαν. Η αστυνομία ακόμα και με ελικόπτερα χρειάστηκε να παρέμβει για να καταστείλει την αναταραχή. Αυτή η οργισμένη εξέγερση στο Palladium κόστισε μια απαγόρευση στην κομητεία του Λος Άντζελες για χρόνια. Μόλις δυόμισι εβδομάδες αργότερα, όταν η εμφάνισή τους στο Felt Forum της Νέας Υόρκης οδήγησε σε ζημιές χιλιάδων δολαρίων στον χώρο. Εκατοντάδες οπαδοί τους έσκισαν μαξιλάρια από τις θέσεις τους και τα εκσφενδόνισαν στη σκηνή, ενώ άλλοι που κάθονταν κοντά στο πίσω μέρος έσκισαν τη χαμηλή οροφή του χώρου. Ο Araya ικέτευσε το πλήθος να ηρεμήσουν, προειδοποιώντας ότι μπορεί να αναγκαστούν να μειώσουν το σετ λόγω όλων των ταραχών, κάτι που τελικά συνέβη. “Ευχαριστώ πολύ, μαλάκες”, γρύλισε πριν φύγει από τη σκηνή κατόπιν εντολής της διοίκησης του χώρου. “Το γαμήσατε μόνοι σας”. Δυστυχώς όμως το γάμησαν και για τους Slayer, στους οποίους απαγορεύτηκε να παίξουν στον χώρο για τα επόμενα 25 χρόνια.