SILVERNITE: “Lost City”

ALBUM

Από τους μυστικούς αγωγούς μιας αγιάτρευτης νοσταλγίας της συμπρωτεύουσας μας έρχονται οι Silvernite. Η ιστορία είναι φρέσκια και πρόσφατη με αφετηρία στο 2019, όταν ο κημπορντίστας/μπασίστας Strutter, ο κιθαρίστας Nash G., και η τραγουδίστρια Tanja Harkonen ένωσαν τις δυνάμεις αλλά και τις κοινές επιρροές τους. Έδωσαν εμφατικά το στίγμα τους με το ΕΡ “So It Began” την ίδια χρονιά, και κυκλοφόρησαν το πρώτο, ομότιτλο άλμπουμ τους το 2021.

Σήμερα πια, βρισκόμαστε μπροστά στη νέα εξελικτική τους μορφή, με την MariAngela πια στο μικρόφωνο, ενώ τη σύνθεση έχει ήδη συμπληρώσει ο ντράμερ Minas Chatziminas. Το δεύτερο πλήρες έργο τους, με τον τίτλο “Lost City” μας υποδέχεται με ένα ανάλογο εξώφυλλο με μια αισθητική comic/animate, και ο τίτλος του υπόσχεται την εξερεύνηση μιας πολιτείας που για την αδυσώπητη ορμή του χρόνου, έχει σχεδόν περάσει στην ολοκληρωτική λήθη. Σε αυτή ακριβώς την πραγματικότητα στέκεται απέναντι η μουσική των Silvernite, έτοιμη και πρόθυμα να αναβιώσει μνήμες και να σε ρουφήξει σε ένα μουσικό ταξίδι με κατευθύνσεις από εμβληματικές πινακίδες της δεκαετίας του’80.

Ο κυρίαρχος και κινητήριος μοχλός στα κήμπορντς Strutter έχει αναλάβει με την παραγωγή να ενισχύσει την εντύπωση αυτού του ταξιδιού, αυτής της αναβίωσης εντυπώσεων και αναμνήσεων. Κάπως έτσι η μουσική πρόταση της μπάντας καταφέρνει να κυκλώνει περιοχές του AOR, του synthwave, αλλά και του ευρύτερου pop rock χώρου, πάντα με την σφραγίδα μιας ισχυρής νοσταλγίας. Οι κιθάρες του Nash συμπράττουν διακριτικά στα καλοδουλεμένα ρυθμικά, σε μια αρμονική συνεργασία με τα πλήκτρα, ενώ κλέβουν συχνά την παράσταση σε πανέμορφα leads που εμπλουτίζουν σημαντικά τις διαδρομές των τραγουδιών. Πάνω σε αυτή τη ντελικάτη παλέτα μιας retro γοητείας, η φωνή της MariAngela διατηρεί μια ζεστή και ευγενική προσέγγιση, μια ισορροπημένη μεταξένια επίστρωση που συνοδεύει αρμονικά τον συνολικό ήχο.

Αναμφισβήτητα απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό, και με τα σημερινά δεδομένα οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είναι στοχευμένα οι φίλοι του AOR, που παραδοσιακά κρατούσαν ισχυρούς δεσμούς με την ευρύτερη ραδιοφωνική γκάμα των ‘80s. Έτσι, είναι παραπάνω από σίγουρο πως θα εκτιμήσουν κάποια εν δυνάμει singles που συγκεντρώνονται κυρίως στο πρώτο μέρος του δίσκου, αμέσως μετά την οργανική εισαγωγή του “Dawn”. Το “Angel Eyes” και το ομότιτλο “Lost City” έχουν αυτή την αμεσότητα των παλιών γνώριμων, ενώ το mid tempo “Show me the Way” έχει ένα το δικό του ελεγχόμενο δράμα που υψώνεται σε μια όμορφη επίκληση στο ρεφρέν. Κοντά σε όλα αυτά, θα ήταν άδικο να μην επισημάνουμε και κάποιες ενδιαφέρουσες εκπλήξεις που κρύβει η διαδρομή του δίσκου, όπως τα αμιγώς οργανικά “Last Dance” (μια εξαιρετική σύμπραξη σαξόφωνου και κήμπορντς), “Boarding” (με τα retro πλήκτρα να δέχονται επιθέσεις από καλοσμιλευμένα leads κιθάρας), και “Tafusam’s Rage” (με πιο έντονη ρυθμική διάθεση που δημιουργεί και μια ιδιαίτερη industrial αισθητική και σε κάποιες στιγμές ανακαλεί εντυπώσεις από τους Rush των 80’s).

Η εισαγωγή του σαξόφωνου στο “Road to Eternity” το μεταμορφώνει σε ένα τηλεοπτικό score μιας άλλης εποχής για λίγο, ενώ η εντύπωση επαναλαμβάνεται και στο κλείσιμο του άλμπουμ, με το “Free Now” να φορά ένα γλυκόπικρο στέμμα στο μνημείο της συνολικής νοσταλγίας που έστησαν οι Silvernite.

Για όσους πέρασαν ένα μέρος της ζωής τους σε αυτή τη χαμένη πόλη των 80’s, το άλμπουμ θα επαναφέρει ονόματα, μέρη και στιγμιότυπα με αυτό το αβίαστο χαμόγελο που προκαλεί το δέσιμο με εκείνη την περίοδο. Οι νεότεροι μπορούν να καβαλήσουν αυτή την άνετη και ευρύχωρη χρονομηχανή και να χτίσουν τις δικές τους γέφυρες με μια μουσική άμεση, όμορφη, και με την ταυτόχρονη εμπειρία της ηχητικής εξερεύνησης μιας άλλης εποχής.

Είδος: AOR/Synthwave
Εταιρεία: Lions Pride Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 30 Αυγούστου 2024

Facebook
Bandcamp

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1159 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.