SCANNER: “Hypertrace”

ALBUM TRIBUTE

Αν θυμάμαι καλά, ήταν εκεί γύρω στο 2015 και με το album “The Judgement”, που έγινε η πρώτη μου επαφή με τους Scanner. Η αλήθεια είναι ότι τους είχα ακουστά, αλλά για κάποιο λόγο δεν κατάφερνα να ακούσω κάποια δουλειά τους. Ίσως το γεγονός ότι δεν με ενδιέφερε τόσο η Sci-fi θεματολογία, ίσως η παρουσία των Helloween, Gamma Ray, Running Wild και άλλων μεγάλων του είδους ή ακόμη και ότι τα μουσικά “γούστα” μου τότε, ήταν πολύ πιο κλασικά hard rock/heavy metal. Με το “The Judgement”, οι Γερμανοί μου απέδειξαν πόσο λάθος είχα, ενώ με το τελευταίο “The Cosmic Race” καταλαβαίνεις πόσο υποτιμημένη μπάντα υπήρξαν. Έχοντας πλέον μια πιο πλήρη “εικόνα” της δισκογραφίας τους, εκείνος ο δίσκος που ξεχωρίζει για την αυθεντικότητα και την ώριμη αποτύπωση της μουσικής ιδέας των Γερμανών, δεν είναι άλλος από το ντεμπούτο τους “Hypertrace”. Αλλά, ας ξετυλίξουμε το “κουβάρι” εκείνης της εποχής σιγά σιγά…

Ήταν πίσω στο μακρινό 1986, στο Gelsenkirchen της Γερμανίας, όταν οι Michael Knoblich (φωνή), Tom S. Sopha (κιθάρα), Axel A. J. Julius (κιθάρα), Martin Bork (μπάσο) και Wolfgang Kolorz (τύμπανα) δημιούργησαν τους Scanner, μετά την «διάλυση» των Lions Breed. Η αλήθεια είναι, ότι έψαχναν ένα project που θα βασιζόταν στην Sci-Fi θεματολογία, μιας και εκείνη την περίοδο οι Michael Knoblich και Axel Julius ασχολούνταν με τον μοντελισμό και τις σπουδές στην Αστρονομία αντίστοιχα. Προτεραιότητά τους, ήταν να βρούν έναν “ήρωα”, μία φιγούρα που θα “ταίριαζε” στα Sci-Fi “πλάνα” τους. Αυτή η “φιγούρα” ήταν ο Scanner, όπου οι Knoblich και Julius “ανακάλυψαν” την αμέσως επόμενη χρονιά 1987.

Ένας “ήρωας” επιστημονικής φαντασίας, που θα τα “έβαζε” με τους πολέμους και όσους τους υποκινούσαν, τις πολιτικές που είχαν να κάνουν με την ανάπτυξη και την ειρήνη, όπως και την ανάπτυξη των ανθρώπων ιστορικά. Επόμενο βήμα, να δημιουργήσουν μουσική και να βρούν μια εταιρεία, για να την κυκλοφορήσουν. Αυτό έγινε το 1988, όταν η Noise Records τους πρότεινε συμβόλαιο για να κυκλοφορήσουν το ντεμπούτο τους, που θα τιτλοφορούνταν “Hypertrace”. Παραγωγός το πρώτου δίσκου των Γερμανών, ήταν ο Frank Bornemann, τραγουδιστής των τεράστιων Eloy.

Λίγο πριν ξεκινήσουν τις ηχογραφήσεις του “Hypertrace”, ένα πρόβλημα υγείας του Knoblich, τον “καθήλωσε” φωνητικά και ήταν αδύνατο να τραγουδήσει. Οι Scanner χωρίς να χάσουν χρόνο, βγήκαν στην “αγορά”, αναζητώντας έναν ερμηνευτή με ανάλογα εντυπωσιακή φωνή. Αυτόν τον performer, τον βρήκαν στο “πρόσωπο” του Ralf Scheepers των Primal Fear. Παρ’ όλο που ο Knoblich τελικά επέστρεψε πριν την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, οι Γερμανοί power/speed metallers χρησιμοποίησαν τα φωνητικά του Scheepers, σαν δεύτερα στο album. Οι Scanner τα είχαν καταφέρει, με το “Hypertrace” να κυκλοφορεί την ίδια κιόλας χρονιά, 1988. Το ντεμπούτο των Γερμανών, κατόρθωσε με το πέρασμα των χρόνων και την αυθεντική power/speed “ομορφιά” του, να κατατάσσεται πλέον στα κλασικά αριστουργήματα του χώρου.

Αυτό που αντιλαμβάνεσαι ηχητικά όταν ακούς το “Hypertrace”, είναι η τευτονική power/speed “φιλοσοφία”, που οι Scanner έχουν ως “οδηγό”. “Μεγαλωμένοι” στην γερμανική σχολή άλλωστε, δεν θα μπορούσαν να “αποφύγουν” τις ομολογουμένως ισχυρές “ρίζες” τους στον power ήχο, όμως οι Knoblich και Julius, αναζητούσαν κάτι ακόμη πιο εξαιρετικό ηχητικά, κάτι πιο ουσιαστικό, που θα έκανε ξεχωριστό τον ήχο τους. Οι εμπειρίες που απέκτησαν με τους Reinforce και Lions Breed, φαίνεται ότι χρησίμευσαν ώστε να ωριμάσουν, να μην σταματούν να “ψάχνουν” την τελειότητα, να μπορούν να “χειρίζονται” τις power/speed επιρροές τους, ανάλογα με τα “θέλω” και τα “πιστεύω” τους. Οι Scanner μοιάζουν πολύ πιο συγκεντρωμένοι ηχητικά στο “Hypertrace”, γνωρίζοντας από πριν τι και πως το θέλουν, αποτυπώνοντας στοχευμένα την μουσική “ιδέα” τους μέσα στο album.

Από την άλλη, στο ντεμπούτο των Γερμανών, γίνεσαι μάρτυρας μιας αυθεντικής, ανεπιτήδευτης, στιβαρής power/speed προσέγγισης, που η αλήθεια είναι ότι όσο ακούς τον δίσκο, τόσο περισσότερο πιστεύεις ότι δεν έχεις πετύχει κάτι ανάλογο, όλα αυτά τα χρόνια. Μπορεί το “Hypertrace” να αγγίζει την τελειότητα, μπορεί τα μέλη των Scanner να είχαν “παρελθόν” εμπειριών και “γνώσεων”, όμως εδώ ηχητικά κυριαρχεί ένας power/speed αυθορμητισμός, μια “άγρια” αλλά “ελκυστική” power/speed “ομορφιά”.

Τι και αν επρόκειτο για το ντεμπούτο τους, οι Γερμανοί φαντάζουν πολύ σίγουροι, πολύ “σφιχτοδεμένοι” ηχητικά, μοιάζουν με μπάντα που είναι στο peak, που είναι χρόνια στο “κουρμπέτι”, άριστοι γνώστες του power/speed “γίγνεσθαι”, αδύνατον να μην σε “κερδίσουν” με τον ηχητικό “ολοκληρωτισμό” τους. Το “Hypertrace” μοιάζει με έναν power/speed ηχητικό “χείμαρρο”, που ακριβώς επειδή δεν γνωρίζεις την “δύναμή” του, οι Γερμανοί κατάφεραν να τον “οχυρώσουν” σωστά και να αναδείξουν την πραγματική διάσταση της “ορμής” του, μέσα στο “κανάλι” του. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για έναν ηχητικό “κομήτη”, που θα περνούσε, θα άφηνε το “στίγμα” του και θα χάνονταν, αλλά για μία ηχητική “ιδέα”, που οι Scanner την είχαν “επεξεργαστεί” άριστα στο μυαλό τους και θα μπορούσε να μείνει “ζωντανή” στα χρόνια, να εξελιχθεί και να αφήσει εποχή. Άλλωστε και η θεματολογική “ροπή” της μπάντας, προϋπέθετε κάτι εξίσου μυστηριώδες και ενδιαφέρον ηχητικά. Και η πραγματικότητα είναι, ότι οι Γερμανοί είχαν πιάσει το “νόημα” και το “Hypertrace”, τουλάχιστον ηχητικά, όσο περνούν τα χρόνια, κερδίζει επάξια την θέση του στα κλασικά album του ήχου.

Πέρα από τον “πρωτόγνωρο” εκρηκτικό ήχο τους, οι Scanner έδειξαν και ένα μοναδικό συνθετικό “πρόσωπο”. Μπορεί να προϋπήρχε το “υπόβαθρο” θεματολογικά, όμως κάθε άλλο αυτό γέμισε με συνθετικό “άγχος” τους Γερμανούς, παρά τους έκανε ιδιαίτερα δημιουργικούς και με “ζωηρή” φαντασία. Όσο ακούς το “Hypertrace”, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεσαι την συνθετική “εξυπνάδα” του και την ουσιαστική προσέγγιση του περιεχομένου του. Οι Scanner ήθελαν να δημιουργήσουν κομμάτια όχι πομπώδη, ούτε πιο “πιασάρικα”, αλλά περισσότερο τραγούδια που θα “άγγιζαν” τους οπαδούς, ικανά να “ερεθίσουν” εκείνα τα “ένστικτα” της αναζήτησης και της πραγματικής γνώσης, που θα ιντρίγκαραν το ενδιαφέρον τους.

Τα riff μοιάζουν καταιγιστικά, στιβαρά, “διαστημικά”, τα solo αναδεικνύουν τις εξαιρετικές ικανότητες και το ταλέντο της μπάντας, στιχουργικά το “Hypertrace” δείχνει ευφυές και into the point, η ατμόσφαιρα του έχει αυτό το μυστήριο του “αγνώστου”, ενώ ερμηνευτικά ο Knoblich “σκίζει”, αποδεικνύοντας ότι δεν είχαν άδικο όσοι μιλούσαν για την εντυπωσιακή φωνή του. Βασικά, ο δίσκος “σπέρνει” και στα back up φωνητικά, αφού εκεί συναντάμε τον Ralf Scheepers. Γενικά, το album είναι πολύ προσεγμένο και καλοστημένο, θυμίζοντας κορυφαίες δουλειές μιας μπάντας και όχι ντεμπούτο, “αγχωτικό” και λεπτομερειακά “ατελές”.

Το εναρκτήριο “Warp 7”, “πυροβολεί” αδιακρίτως σε speed-άτους ρυθμούς και μιλάμε για ίσως από τα πιο into the point εισαγωγικά κομμάτια, ενός δίσκου, το “Terrion”, με την “άγρια” power μελωδική του διάθεση, το “Locked Out”, με την speed-άδα και τα εξαιρετικά χορωδιακά μέρη του, το πιο heavy/power “Across The Universe”, με το όμορφο solo του, τα απαράμιλλα καταιγιστικά “R.M.U.” και “Grapes Of Fear”, με τις εκκωφαντικές τσιρίδες και τις καθηλωτικές ερμηνείες, ο heavy/power mid tempo ύμνος “Retaliation Positive”, το “Killing Fields”, με την power/speed “αύρα” του, όλες οι συνθέσεις είναι ιδανικές, για ένα album ατόφιου ‘80s power/speed “οργασμού”. Είναι δυνατόν ακούγοντας το “Hypertrace”, να μην αγαπήσεις την Sci-Fi θεματολογία; Οι Scanner το καταφέρνουν και αυτό, μέσα από το ντεμπούτο τους, να λατρέψεις αυτό που πρεσβεύουν θεματολογικά, ηχητικά και συνθετικά, ακόμη και αν δεν ήσουν οπαδός του πρωτύτερα. Το “Hypertrace” αποτελεί ένα άρτιο συνθετικό “παραλήρημα”, μιας μπάντας που μόλις ξεκινούσε το “δρόμο” της.

Παράλληλα, οι Scanner έδειξαν φοβερά “αντανακλαστικά” τόσο στην επιλογή του εξωφύλλου, όσο και στην παραγωγή. Η δουλειά του Joachim Luetke στο εξώφυλλο, καταφέρνει να αποδώσει στο μέγιστο βαθμό τον “ήρωα” Scanner και πολύ περισσότερο το ηχητικό και συνθετικό concept της μπάντας, ενώ στην παραγωγή, ο Frank Bornemann αναδεικνύει τόσο τις τρομερές φωνητικές δυνατότητες του Knoblich, όσο και τις κιθαριστικές “αρετές” των Julius και Sopha, ενώ ατμοσφαιρικά κατορθώνει να συλλάβει το Sci-Fi “πνεύμα” των Γερμανών. Ουσιαστικά το “Hypertrace”, μοιάζει να ξεπερνά τις προσδοκίες των Scanner, από όλες τις απόψεις, ενώ ίσως είναι από τις πιο επαγγελματικές δουλειές, σε όλα τα επίπεδα. Ένα album, που δημιουργήθηκε για να πρωταγωνιστήσει και να αναδείξει την σκηνή.

Το “Hypertrace”, μοιάζει με το ιδανικότερο ξεκίνημα, όχι μόνο για τους Scanner, αλλά για οποιαδήποτε μπάντα. Ένας δίσκος, απαράμιλλης ‘80s αυθεντικότητας και power/speed “ιδιοσυγκρασίας”. Ένα album, τρομερής ποιότητας, που έθεσε τον πήχη πολύ ψηλά, τόσο για τους Γερμανούς, όσο και για την σκηνή. Με το πέρασμα των χρόνων, το “Hypertrace” δείχνει να “ωριμάζει” περισσότερο και να κερδίζει θέσεις, στην μουσική “αντίληψη” των οπαδών και δικαίως πλέον βρίσκεται στις κλασικές στιγμές του χώρου. Στις 2 Ιουνίου, την ερχόμενη Κυριακή, οι Scanner θα βρίσκονται στο Κύτταρο, παρέα με τους δικούς μας Fortress Under Siege, για μία εμφάνιση στα πλαίσια της Cosmic Envy Tour 2024. Εκεί, που περιμένουμε να ακούσουμε μεταξύ άλλων και κάποιες από τις μεγάλες στιγμές του “Hypertrace”. Ένα live, που δεν χάνεται. Τα λέμε στο Κύτταρο, μάγκες.

Είδος: Power/Speed Metal
Δισκογραφική: Noise Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: Απρίλιος 1988

Facebook
Website

Avatar photo
About Άγγελος Χόντζιας 641 Articles
Γεννημένος τη χρυσή δεκαετία του heavy metal, δεν θα μπορούσε να μην τον συγκινήσει ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας. Ξεκινώντας από το ελληνικό ροκ σε μικρή ηλικία, έφτασε να ακολουθήσει οτιδήποτε κλασικό από το rock, hard rock, το heavy metal, το power metal, το epic, το progressive και το doom metal. Τα χόμπι του είναι η μουσική και το ποδόσφαιρο, ενώ τα τελευταία χρόνια υπηρετεί τη μουσική και από τη θέση του αρθρογράφου.