SAXON: “Hell, Fire And Damnation”

ALBUM

Για εμάς τους “ρομαντικούς” του σκληρού ήχου, οι Saxon αποτελούν ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία του heavy metal. Σχεδόν 50 χρόνια παρουσίας στο χώρο, 26 album από τα οποία τα δύο είναι με διασκευές σε αγαπημένα τους κομμάτια από τις αγαπημένες τους μπάντες, αμέτρητα live ανά τον κόσμο και εγγυημένη ποιότητα σε κάθε δίσκο, είναι μία αξιοζήλευτη μουσική κληρονομιά και κρυφός πόθος κάθε νέου σχήματος που βγαίνει στο “κουρμπέτι”. Μετά το εξαιρετικό “Carpe Diem” του 2022 και το “More Inspirations” album διασκευών της χρονιάς που μας πέρασε, οι Saxon επιστρέφουν με τον 27ο ή 25ο αν θέλετε δίσκο τους “Hell, Fire And Damnation” και υπόσχονται ακόμη ένα μυσταγωγικό και εγγυημένης heavy metal ποιότητας “ταξίδι”, στα άδυτα του NWOBHM που υπηρετούν εδώ και περίπου μισό αιώνα. Άλλωστε, δεν νομίζω να υπάρχει οπαδός του σκληρού ήχου, που να μην παραδέχεται το μουσικό μεγαλείο του Byford και της παρέας του.

Εδώ και σχεδόν 50 χρόνια, οι Saxon υπηρετούν το NWOBHM με τεράστια αφοσίωση, χωρίς να παρεκκλίνουν από τις θεμελιώδεις αρχές του και μάλιστα χωρίς να κάνουν εκπτώσεις στην ποιότητα του ήχου τους. Κάθε ένα album των Βρετανών θρύλων είναι και μία heavy metal εγγύηση, ενώ είναι δεδομένο ότι τα μουσικά πεπραγμένα τους έχουν καταφέρει το σύνολο της heavy metal κοινότητας να τους παραδέχεται, τουλάχιστον ηχητικά. Το “Hell, Fire And Damnation” δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τα ήδη υψηλά ηχητικά στάνταρ των Βρετανών, ταγμένο στο ‘80s NWOBHM κίνημα και συνάμα με τις κατάλληλες μικρές “πινελιές”, που φέρουν την υπογραφή των Saxon και εγγυώνται τον ποιοτικό heavy metal ήχο της μπάντας. Το νέο album των Βρετανών metallers έχει αυτήν την ‘80s ηχητική “αύρα”, ενώ αυτή τη φορά οι γερόλυκοι από το Barnsley έχουν προσδώσει μία πιο dark αισθητική στον NWOBHM ήχο τους, για να συμβαδίζει με το συνθετικό περιεχόμενο. Σαφώς υπάρχουν και οι ηχητικές στιγμές που σε γυρίζουν πίσω στο NWOBHM παρελθόν τους, όπως υπάρχουν και εκείνα τα σημεία που οι Saxon αποδεικνύουν ότι δεν είναι “δεινόσαυροι”, αλλά παρακολουθούν την εξέλιξη του heavy metal ήχου και πράτουν ανάλογα. Το “Hell, Fire And Damnation” είναι ένα album, όπου η μπάντα καταφέρνει να συνδυάσει τον ‘80s NWOBHM ηχητικό χαρακτήρα της, την ογκώδη μετά τα ‘00s και ‘10s εξελιγμένη heavy metal φόρμα της και παράλληλα ένα πιο σκοτεινό μοτίβο, που δίνει την απαραίτητη “αίγλη” στις συνθέσεις του δίσκου. Για ακόμη μία φορά, πιστοί στο ραντεβού τους με τους οπαδούς και σεβόμενοι την τεράστια κληρονομιά τους, οι Saxon πράτουν το αναμενόμενο και μας χαρίζουν ένα album ατόφιου heavy metal, όπως μόνο εκείνοι ξέρουν.

Πέρα από την αφοσίωση στα ηχητικά τους πιστεύω, οι Βρετανοί θρύλοι έχουν καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να επιδεικνύουν και μία συνθετική συνέπεια, με NWOBHM και heavy metal υμνικά κομμάτια. Αυτό δεν θα μπορούσε να “χαλάσει” στο νέο τους album, όπου δείχνουν μια αξιοθαύμαστη συνθετική ευφυΐα, ακόμη και μετά από σχεδόν μισό αιώνα. Ο Byford μοιάζει να έχει την ίδια συνθετική “φλόγα” στο κεφάλι του, όπως και στις προηγούμενες 24 δουλειές του group, ενώ και η τελευταία προσθήκη στην μπάντα, ο τεράστιος Tatler των Diamond Head, φαίνεται ότι συμβιβάζεται στο ηχητικό και συνθετικό μεγαλείο των Saxon και ακολουθεί πιστά το πλάνο. Το “Hell, Fire And Damnation” σφύζει από συνθετική ευρωστία, με μία δεκάδα φρέσκων κομματιών, ενώ η “σκοτεινή” διάθεση δεν μοιάζει καθόλου βαρετή, αλλά περισσότερο βοηθάει να κατανοήσουμε την πραγματική διάσταση των συνθέσεων του δίσκου. Θα μπορούσες κάλλιστα να θεωρήσεις το νέο album ως ένα concept album γύρω από κάποιες “σκοτεινές” στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας όπως η τιμωρία της Μαρίας Αντουανέτας, η μάχη του Hastings, οι μάγισσες του Salem, τα “περίεργα” του Roswell, όμως από την άλλη, πού θα κολλούσαν τα “Fire And Steel”, “Pirates Of The Airwaves” και “Super Charger”; Το μόνο σίγουρο είναι, ότι τα τρία τελευταία κομμάτια έχουν τις “ρίζες” τους στο ‘80s NWOBHM παρελθόν των Βρετανών θρύλων, ενώ το ομώνυμο και τα “1066”, “Witches Of Salem”, μάλλον αγγίζουν τις ‘10s ογκώδεις heavy metal φόρμες της μπάντας. Στο νέο δίσκο δεν γίνεται να μην ξεχωρίσεις τα καταιγιστικά NWOBHM riff και τα ακόμη πιο πιασάρικα ‘80s solo στα “Fire And Steel”, “Super Charger” και “Pirates Of The Airwaves”, όπως και τα ‘00s και ‘10s πιο ογκώδη και heavy κιθαριστικά μέρη όπως στα “Hell, Fire And Damnation”, “1066” και “There’s Something In Roswell”. Το “Hell, Fire And Damnation” είναι ένα εμπνευσμένο και καλοστημένο 100% Saxon album, που διακρίνεται για την εγγυημένη συνθετική ποιότητα της μπάντας, όπως και οι προκάτοχοί του.

Οι παλιοί έλεγαν «ο λύκος και αν εγέρασε και άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του» και εδώ στο “Hell, Fire And Damnation” μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα. Τί και αν πέρασαν σχεδόν 50 χρόνια, τί και αν άλλαξαν τα μουσικά δεδομένα, οι “γερόλυκοι” Saxon συνεχίζουν με την ίδια “γνώμη”, αφοσιωμένοι στο κλασικό heavy metal. Οι Βρετανοί θρύλοι δεν πρόκειται να σε απογοητεύσουν ούτε ηχητικά ούτε συνθετικά, όσα χρόνια και να περάσουν, ενώ σε κάθε δίσκο επιδεικνύουν την ίδια ομοιογένεια και το ίδιο ποιοτικό αποτέλεσμα. Το “Hell, Fire And Damnation” είναι ένα album-εγγύηση 100% ατόφιου heavy metal, από μία μπάντα που σέβεται την κληρονομιά της και ακόμη περισσότερο τους πιστούς οπαδούς της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφέρω ότι είναι must have, αφού τα πεπραγμένα των Saxon μέχρι σήμερα το έχουν αποδείξει. Σταθερά από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς, από μία μπάντα που συνεχίζει να προσφέρει στο heavy metal, ακόμη και μετά από μισό αιώνα. Ελάτε τώρα, για τους Saxon μιλάμε, θέλετε και ιδιαίτερη πρόσκληση;

Είδος: Heavy Metal
Δισκογραφική: Silver Lining Music
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 19 Ιανουαρίου 2024

Facebook
Official Page

Avatar photo
About Άγγελος Χόντζιας 788 Articles
Γεννημένος τη χρυσή δεκαετία του heavy metal, δεν θα μπορούσε να μην τον συγκινήσει ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας. Ξεκινώντας από το ελληνικό ροκ σε μικρή ηλικία, έφτασε να ακολουθήσει οτιδήποτε κλασικό από το rock, hard rock, το heavy metal, το power metal, το epic, το progressive και το doom metal. Τα χόμπι του είναι η μουσική και το ποδόσφαιρο, ενώ τα τελευταία χρόνια υπηρετεί τη μουσική και από τη θέση του αρθρογράφου.