SATURDAY NIGHT SATAN

INTERVIEW

Όταν ο Διάβολος κατέβηκε παγανιά στα μέρη μας, έδωσε το χρίσμα του στους Saturday Night Satan για να διαδώσουν το ανίερο έργο του. Αυτοί με τη σειρά τους, δεν έχασαν την ευκαιρία και με το ντεμπούτο album τους ‘All Things Black’ παραδίδουν μαθήματα πειστικού και απολαυστικού occult metal. Ο Δημήτρης Κότσης (κιθάρα, μπάσο) και η Κατερίνα Γαροφαλλίδη (φωνή) έρχονται να μοιραστούν μαζί μας το λόγο Του, και πολλά ακόμα ενδιαφέροντα.

Σας καλησπερίζω και σας δίνω τα συγχαρητήρια μου για το ντεμπούτο album σας που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό. Αλήθεια ποια είναι η ανταπόκριση που έχετε λάβει έως τώρα;

K: Μεγαλύτερη από όση προσδοκούσα, όχι ότι δεν πίστευα στο υλικό μας, αλλά σαν newcomers τα πράγματα είθισται να είναι πιο δύσκολα σε σχέση με μία μπάντα που έχει διανύσει κάποια χιλιόμετρα. Είμαι πολύ χαρούμενη, πραγματικά!

Δ: Όντως πολύ πάνω από τις προσδοκίες μας. Μακάρι τέτοιες χαρές να παίρνουμε πάντα από τη μουσική!

Ας το πάρουμε όμως τώρα από την αρχή. Πως φυτεύτηκε ο σπόρος για να σχηματισθεί το συγκρότημα και πως φτάσαμε έως την κυκλοφορία του ‘All Things Black’;

Δ: Ίσως η ερώτηση που απαντάω συχνότερα! Χαχαχα! Γι’ αυτό και αυτή τη φορά θα επιλέξω τον μεταφυσικό δρόμο στην απάντησή μου. Λοιπόν, κατά μία έννοια, τώρα που κοιτάω πίσω, νιώθω λες και τα τραγούδια, οι τίτλοι, η αισθητική, τα vibes, η ατμόσφαιρα, ήταν όλα εκεί από πάντα! Έμενε να ευθυγραμμιστούν κάποια άστρα, για να αναδυθούν, να έρθουν στο φως όλα αυτά. Η γνωριμία μου με την Κατερίνα με χτύπησε κατακούτελα. Σε μια μαγική στιγμή και συγκυρία, πρόσθεσε το συστατικό που έλειπε από αυτό το ξόρκι κι έτσι γεννήθηκε το “All Things Black”! Πολλά home studio sessions, πολλή εσωτερική αναζήτηση, αλλά δεν έχουν τόση σημασία για μένα πλέον. Νιώθω σαν να κοιμήθηκα, να είδα ένα πολύ ωραίο όνειρο και ξυπνώντας να βρήκα στο μαξιλάρι δίπλα μου, έτοιμο το album. Pure magic και με προβληματίζει βαθιά το πως και αν θα μπορέσει να επαναληφθεί!

Ασχολείστε με το occult rock / metal τώρα που έκατσε η σκόνη της περασμένης δεκαετίας όπου γνώρισε δόξες. Παραδόξως λίγα εγχώρια συγκροτήματα ασχολήθηκαν με το είδος. Πιστεύετε ότι έχει σχέση με την ανταπόκριση του ντόπιου ακροατηρίου προς το συγκεκριμένο ήχο;

Δ: Για αρχή δεν είμαστε φίλοι της μόδας. Πράξαμε βάσει των όσων νιώθαμε. Προσωπικά ήμουν χωμένος σε αυτόν τον ήχο από τότε που μεσουρανούσαν οι The Devil’s Blood, με τους οποίους μάλιστα είχαμε εμφανιστεί ζωντανά, μια μαγική βραδιά στο Κύτταρο Live, με το τότε σχήμα μου, τους Mahakala. Θα έλεγα πως από τότε προσπαθούσα να μπολιάσω τον ήχο μου / μας, με τέτοιες επιρροές, αλλά τώρα ήταν μάλλον η κατάλληλη στιγμή, που πλέον είχαν ωριμάσει μέσα μου. Όσον αφορά στο εγχώριο ακροατήριο, δεν ξέρω τι εικόνα έχεις, αλλά εμείς έχουμε και πολλά streams και πολλά sales στην Ελλάδα, ενώ και η ανταπόκριση στα live είναι εξαιρετική.

Μου άρεσε πολύ και ο ήχος του album. Στα αυτιά μου ακούγεται φυσικός, ζεστός, vintage θα έλεγα, χωρίς όμως να φαντάζει ‘παλιομοδίτικος’ και να χάνει την επαφή του με το σήμερα… Πως το καταφέρατε;

Κ: Με πολύ ξενύχτι και practice! Το να κάνεις μία ιδέα, πράξη, απαιτεί χρόνο και αφοσίωση. Ο Δημήτρης είχε την υπομονή και τη γνώση να κάτσει να βρει τον ήχο που μας αντιπροσωπεύει και να το πραγματοποιήσει! Δεν θυμάμαι πόσες νύχτες και ώρες ατελέιωτες δούλευε πάνω στο κόμματι της ενορχήστρωσης και παραγωγής!

Δ: Ξέρεις, υπάρχει ένα ρητό στην ηχοληψία που λέει “If it sounds good, it is good”. Έτσι το καταφέραμε. Χωρίς ιδεοψυχαναγκαστικές εμμονές σε νόρμες, χωρίς πιουρίστικες νοοτροπίες, χωρίς διάθεση copycat-ισμού. Όταν νιώθαμε πως ήθελε περισσότερο γκάζι, το βάζαμε. Όταν νιώθαμε πως θέλει πιο αιχμηρή μπότα, της βάζαμε EQ. Όταν νιώθαμε πως θέλουμε πιο dominant σε σημεία τη φωνή, την κιθάρα, το μπάσο, απλά τα δυναμώναμε. Νομίζω ξέραμε τι θέλαμε, αποφύγαμε την προσκόλληση στα references και αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι, όσο το δυνατόν πιο δικό μας. Φυσικά μεγάλο ρόλο έπαιξε και η συνεισφορά του Γιάννη Τσιακόπουλου στην παραγωγή και την μίξη, όπως και τα final touches του τεράστιου Brian Lucey στο mastering.

Από ότι διάβασα είχατε μια συνεργασία και με τη Jinx Dawson των θρυλικών Coven. Πως ήρθατε σε επαφή μαζί της; Μπορείτε να μας πείτε κάτι παραπάνω;

Δ: Nothing fancy here, really. Ήξερα πως επιδίδεται στην τέχνη της δημιουργίας των Goetia sigils, της έστειλα ένα μήνυμα, δέχτηκε να το αναλάβει και σύντομα το είχα στο ταχυδρομείο μου ως χειρόγραφο. Ωστόσο, όσο κι αν η ιστορία της απόκτησης του συμβόλου μας δεν είναι περιπετειώδης, είναι αρκετό να σου πω, πως θέλαμε λίγη από την μαγεία της αρχιέρειας του occult rock στη δημιουργία μας. Είμαι σίγουρος πως κάνει τη διαφορά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Η οδός της αριστερής χειρός αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους στίχους σας. Από πού αντλείτε έμπνευση στο μουσικό κομμάτι; Ποιες μπάντες θα χαρακτηρίζατε ως επιρροές σας;

Δ: Προσωπικά έχω διαβάσει τους περισσότερους μεγάλους του αποκρυφισμού και έχω μια ιδιαίτερη αγάπη για αυτές τις πρακτικές και φιλοσοφίες. Θα το συναντήσεις αυτό κυρίως στους στίχους, καθώς στη μουσική συνήθως επιδίδομαι σε μία πιο «Αν ανάβει τα αίματα, το θέλω στον δίσκο μου» νοοτροπία. Θα στο συνοψίσω με έναν στίχο από το τραγούδι “Rule With Fire” που λέει “Alone, I ride, tonight I’ll make the Devil cry!”

Κ: ‘Εχουμε μεγάλη αγάπη για τους Blue Oyster Cult, Fleetwood Mac, Coven, φυσικά Black Sabbath και από τη νεότερης γενιά, Ghost, Uncle Acid & The Deadbeats, Lucifer και Blood Ceremony. ‘Ολα αυτά τα θρυλικά συγκροτήματα, έχουν διαμορφώσει και εμένα ως καλλιτεχνική οντότητα, αλλά νομίζω και τον ήχο των SNS!

Η εισαγωγή με το φλάουτο στο αγαπημένο μου ‘Of Love and the Void’ μου έφερε στο νου τους εξίσου αγαπημένους Blood Ceremony. Υπάρχει περίπτωση το συγκεκριμένο στοιχείο να το συναντήσουμε συχνότερα σε επόμενη δουλειά σας;

Κ: Αν και στην αρχή ήμουν επιφυλακτική με το να πάμε σε πιο folk μονοπάτια, στο τέλος συνειδητοποίησα ότι μας ταιριάζει και κάνει και τη μουσική μας καλύτερη! Φυσικά και θα το έχουμε σε επόμενη δουλειά!

Δ: Θα ήθελα πάρα μα πάρα πολύ να πειραματιστούμε με διάφορα όργανα στα επόμενα albums. Αν βρεθεί ο χώρος, ο χρόνος, η έμπνευση και οι άνθρωποι, σίγουρα θα το επιχειρήσουμε.

Το εξώφυλλό σας είναι επηρεασμένο από το δημοφιλές group των social media ‘Σατανισμός και γάτες’; Πέρα από την πλάκα, εξαιρετικό ως ιδέα! Ποια εξώφυλλα δίσκων θα χαρακτηρίζατε ως εμβληματικά στο metal γενικότερα; Πόσο σημαντικό είναι το οπτικό κομμάτι στη μουσική που αγαπάμε;

K: Μία αγαπημένη μου καθηγήτρια μου έλεγε χαρακτηριστικά “Πιο γρήγορα κινείται το μάτι, από το αυτί” . Δεν είμαι σίγουρη αν συμφωνώ 100%, καταλάβαινα πάντα όμως τι ήθελε να μου πεί με αυτό. Η εικόνα τις περισσότερες φορές παίζει καθοριστικό ρόλο στην πορεία της μπάντας σου. Για αυτό και τη φροντίζεις όσο μπορείς! Η αλήθεια είναι ότι ο Fenriz, ο γάτος μας, έχει κάνει σουξέ! Χαχαχα! Τα πρώτα εξώφυλλα που μου έρχονται στο μυαλό είναι το ομώνυμο ντεμπούτο των πατεράδων Black Sabbath, το “Agents Of Fortune” των αγαπημένων BOC, η εξωφυλλάρα του δίσκου των King Crimson, το “In the Court of the Crimson King” και το “Rumours” από Fleetwood Mac.

Δ: Προσωπικά είμαι τεράστιος οπαδός των ωραίων εξωφύλλων. “Reign in Blood”, “Holy Diver”, “Master of Puppets”, “Abbey Road”, “The Dark Side of the Moon” και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Αν είσαι συλλέκτης βινυλίων, τότε είσαι μαζί μου σε αυτό! Αν και θα με βρεις κάθε τόσο προσκολλημένο στο περιεχόμενο, παρά στο περιτύλιγμα, δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ πως κάθε μέσο που σου δίνει δυνατότητα να εκφράσεις την αισθητική σου ως καλλιτεχνική οντότητα, είναι όχι απλά απαραίτητο, αλλά επιβεβλημένο. Το εξώφυλλό μας προέκυψε μετά από δύο πολύ κουραστικά φωτογραφικά sessions με τον Πέτρο Πουλόπουλο και τον life partner μου, τον κούκλαρο γάτο Fenriz.

Μέσα από τα τραγούδια σας διακρίνω και μια αγάπη στους Ghost. Αλήθεια, για ποιο λόγο πιστεύετε ότι κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια της ‘love or hate’ συζήτησης γύρω από το όνομα τους;

Κ: Μάλλον έχουν πολύ catchy μουσική για να την αντέξει ο κόσμος! Για μένα οι Ghost είναι τόσο unique που δεν θα μπορούσαν να μην έχουν haters! ‘Εχουν δημιουργήσει ένα καινούριο είδος στο χώρο του metal, πολύ καινοτόμο και πρωτοποριακό που σίγουρα ο κόσμος του σκοτεινού και παραδοσιακού metal δεν θα μπορούσε να δεχτεί τόσο εύκολα. Eίναι ένα new generation metal που άνοιξε και θα ανοίξει το δρόμο και σε άλλα σχήματα να συνεχίσουν αυτόν τον πειραματισμό.

Δ: Νομίζω έκαναν το metal πολύ προσβάσιμο οι Ghost, οπότε μοιραία οι πιουρίστες και οι ελιτιστές τους μίσησαν. Αν όμως τους παρακολούθησες -όπως εμείς- από το demo “Elizabeth” (το οποίο να σημειωθεί πως μας είχε στείλει ο Τάσος, που έχει σχεδιάσει και το λογότυπο των Saturday Night Satan) και ακολούθως από το ντεμπούτο “Opus Eponymous”, ως μια ανερχόμενη μπάντα της Rise Above, τότε τους σέβεσαι. Ήταν εξ’ αρχής διαφορετικοί, πέρασε η ευκαιρία μπροστά τους κι αντί να την αγνοήσουν, την έπιασαν από τα μαλλιά. Έγιναν τεράστιοι μέσα σε μερικά χρόνια και μπράβο τους. Νομίζω πως η ομοιότητά μας μαζί τους, έγκειται στο ότι -όπως κι αυτοί- προσμειγνύουμε ξεδιάντροπα, μουσικά είδη και επιρροές στον ήχο μας, με την διαφορά φυσικά πως αυτοί το κάνουν τέλεια! Εμείς έχουμε ακόμη δρόμο!

Ας πούμε ότι κάποια στιγμή ο Διάολος, κατεβαίνει για τσάρκα ένα Σαββατόβραδο στον τόπο μας. Σε ποια μέρη και με ποιους θα συναναστρεφόταν και τι θα τον έκανε να φύγει τρέχοντας, πίσω στα καζάνια του;

Έχει κατέβει ήδη την τσάρκα του στον τόπο μας ο Διάολος φοβάμαι. Αν τον αντιμετωπίσεις όπως η χριστιανική μυθολογία, δηλαδή ως διαφθορέα της ανθρωπότητας και καταστροφέα του θείου έργου, τότε κάνει τη δουλειά του εξαιρετικά. Δεν είναι τυχαία η φράση «Πάμε κατά διαόλου». Αν από την άλλη δούμε το θέμα Εωσφορικά, τότε «κατεβαίνοντας στα μέρη μας» θα ήθελε να συναναστραφεί και συντροφεύσει όσους επιζητούν την ελευθερία. Μία ελευθερία που ο Χριστιανισμός και τα παγιωμένα συστήματα σε θρησκεία, πολιτική και κοινωνία προφασίζονται, όμως δεν παρέχουν. Όσο το τι θα τον έκανε να φύγει τρέχοντας, για να αστειευτούμε και λίγο, νιώθω πως το σκότος που έχει πέσει στον κόσμο μας, θα έπεφτε μέχρι και σε εκείνον βαρύ!

Είστε ήδη ιδιαίτερα ενεργοί στα συναυλιακά σανίδια. Ποιο είναι το πλάνο σας για τα επόμενα live;

Κ: Περισσότερη ενέργεια, μεγαλύτερη όρεξη, μεγαλύτερος ενθουσιασμός για να διαδώσουμε και να επικοινωνήσουμε την μουσική μας. Μουσική χωρίς ζωντανές εμφανίσεις, είναι μισή χαρά!

Ήρθατε για να μείνετε; Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια στα σκαριά;

Κ: Φυσικά και θα μείνουμε! Υπάρχουν καποιές προτάσεις για το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, τις οποιές και θα ανακοινώσουμε μόλις ολοκληρωθούν!

Δ: Και φυσικά να γράψουμε νέο υλικό! Αυτό θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση!

Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας! Εύχομαι κάθε επιτυχία στο “All Things Black”. Ο τελευταίος λόγος σας ανήκει.

Κ: Σε ευχαριστούμε πολύ Γιώργο για την κουβέντα, ευχαριστούμε όλο τον κόσμο που μας έχει στηρίξει και θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε σκληρά και με αφοσίωση για ακόμα καλύτερα πράγματα!

Facebook
Bandcamp

Avatar photo
About Γιώργος Μπατσαούρας 200 Articles
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιερή Πόλη Μεσολογγίου, ενώ τα προεφηβικά του χρόνια τα πέρασε αντιγράφοντας ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσικά albums σε ενενηντάρες TDK κασέτες. Ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι του όταν πρωτοάκουσε το Use Your Illusion II των Guns N’ Roses και είδε το video της live εκδοχής του Child in time στο κρατικό κανάλι. Τα πρώτα του χαρτζιλίκια τα επένδυσε στα τοπικά δισκοπωλεία αγοράζοντας δίσκους (και από το εξώφυλλο μόνο…), ενώ με το πέρασμα του χρόνου τα μουσικά του ακούσματα επεκτάθηκαν over the rainbow σε περισσότερα hard rock, metal και desert μονοπάτια. Με τα ηχεία στα αυτιά και το κάθε είδος rock μουσικής στο κεφάλι αντιμετώπισε τις πραγματικές θαλασσοταραχές, αλλά και αυτές της ζωής. Τα hobbies του πέρα από το αδυσώπητο κυνήγι συναυλιών, αποτελούν τα ταξίδια μέσα από τις σελίδες του Ανυπότακτου Γαλάτη, του θαυμαστού κόσμου του Τόλκιν και των βιβλίων ιστορίας καθώς και η χωρίς ντροπή κατανάλωση b-movies με νεκροζώντανους. Στο τέλος της ημέρας επαναλαμβάνει σαν προσευχή τα λόγια του θείου Lemmy ‘’The Chase Is Better Than the Catch’’ και προσπαθεί την επόμενη να τα κάνει πράξη...