Ο Rory Gallagher δε χρειάζεται συστάσεις, μεγαλοστομίες και διθυραμβικά σχόλια.
Θα ξεχωρίζει πάντα ως μια αυθεντική, περήφανη, δωρική μορφή που θα αγγίζει με τη μουσική του τις πιο ευαισθητες χορδές μας. Από την ταραγμένη εφηβεία μας και τις κασετούλες που ηχογραφούσαμε το Shadow Play από το ραδιόφωνο (“πάτα το rec τώρα!!!”), μέχρι το σήμερα που τα blues του μας γαληνεύουν και μας δονούν σε στιγμές λιγότερο ανέμελες κι οργισμένες.
Κοντεύει μισός αιώνας από το θάνατο του μεγάλου Ιρλανδού κιθαρίστα και τραγουδοποιού και θα παρουσιάσουμε ένα αφιέρωμα της δισκογραφίας του, από τη σόλο καριέρα του (της αρχικής set list των album κι όχι των μετέπειτα επανεκδόσεων), αφήνοντας περιθώριο για ένα άλλο άρθρο σχετικά με τα πρώτα του βήματα και την πορεία του στους “Taste” (1966 – 1970).
Η σόλο καριέρα του Ιρλανδού βιρτουόζου ξεκίνησε εμφατικά με το πρώτο προσωπικό album του, το ομότιτλο “Rory Gallagher” (1971), κατορθώνοντας να σκαρφαλώσει στο νούμερο 32 των UK charts. Η βρετανική μουσική κοινότητα, αποδέχτηκε κι επιβράβευσε τον νεαρό Bluesman, έχοντας κάποια σαφή δείγματα του ταλέντου του από τους Taste.
Για την παραγωγή αυτή επιστράτευσε ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε ελεύθερο εκείνη την περίοδο, κατορθώνοντας να σχηματίσει ένα δεμένο σύνολο εξαιρετικών μουσικών, πολύ κοντά στην ιδιοσυγκρασία του, με κάποιους από αυτούς να τον συνοδεύουν για αρκετά χρόνια μετά. Ο Wilgar Campbell στα τύμπανα, ο πιτσιρικάς της παρέας Gerry McAvoy στο μπάσο (και φωνητικά), ο Vincent Crane στο πιάνο.
Στο “Rory Gallagher”, ο καλλιτέχνης, με ευθύτητα (η οποία τον χαρακτήριζε) αποκαλύπτει την ταυτότητα του για το τι θα ακολουθήσει: Ατόφιο Blues – Rock. Αποτυπώνει το στίγμα του με το καλημέρα: δυναμικά riffs, blues «μπαλάντες», folk ρυθμοί, αισθαντικοί στίχοι, γεμάτος ήχος, ιρλανδική ιδιοσυγκρασία. Το “Hands Up” και το “Sinner Boy”, δυναμικά blues rock tracks, που τον συνόδευαν ανελλιπώς στα επόμενα Live του, τα πολύ όμορφα ακουστικά “Wave Myself Goodbye” και “Just a Smile” μας δίνουν ένα σαφές δείγμα για το πως ο Rory χειριζόταν τα ακουστικά θέματα* με δεξιοτεχνία τα οποία σπάνια έλειπαν από τα album του.
Στο “Can’t Believe It’s True” ο Gallagher (ναι ο Gallagher) παίζει και σαξόφωνο (το επιχειρούσε και με τους Taste και μάλιστα σε ζωντανές εμφανίσεις), δίνοντας στο κομμάτι μια γλυκιά, ανεπιτήδευτη jazz χροιά. Ξεχωρίζει σίγουρα η πιο αισθαντική slow tempo στιγμή “For the Last Time” και προσωπικά κολλάω με το “I Fall Apart”, το οποίο έχει ως απαρχή ένα Jazz ιντερλούδιο για να κλιμακωθεί αργότερα σε ένα δυναμικό rock θέμα με ανεπανάληπτο βέβαια σόλο.
“Κάτι που σιχαίνομαι σε κιθαρίστες που παίζουν ακουστικά και ηλεκτρικά θέματα είναι ότι προσπαθούν να παίξουν με το στιλ της ηλεκτρικής κιθάρας σε ακουστική. Πρέπει να τα προσεγγίσουμε ως δυο διαφορετικά πράγματα” είχε δηλώσει ο Rory.
Μέσα σε έξι μήνες κυκλοφορεί πάλι από την Atlantic, το δεύτερο προσωπικό του album, “Deuce”, το οποίο κατά γενική αποδοχή τον καθιέρωσε στο Βρετανικό μουσικό στερέωμα (ανέβηκε στο Νο 39 των Βρετανικών charts) και για πολλούς αποτελεί μια δουλειά που επηρέασε πολύ κόσμο*.
Η συνταγή βασισμένη σε δοκιμασμένα blues – rock υλικά, με το μουσικό team που από το προηγούμενο του “Rory Gallagher” απαράλλαχτο («ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει»). Έδωσε έμφαση στην οργάνωση και τις λεπτομέρειες της παραγωγής (τελειομανής σε αυτό το κομμάτι της δουλειάς του) και μια προσπάθεια (κατά τις δηλώσεις του ίδιου) να αποτυπώσει σε ένα στούντιο album τη δυναμική των live.
Ανάμεσα στα αξιομνημόνευτα, το θρυλικό “I’m Not Awake Yet” ένα κέλτικο – Blues πρελούδιο με Jazz και folk στοιχεία, ενώ το “Whole Lot of People” ξεχωρίζει για τα καταπληκτικά slide γεμίσματα του Gallagher και το “In Your Town” (αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και για τους Thin Lizzy στο “Jailbreak”), απηχεί τα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα που διαδραματίζονταν στην Ιρλανδία. O Rory συνεχίζει να σολάρει ακατάπαυστα, αλλά και τα blues αρπίσματά του σε ακουστικά tracks με τη δωδεκάχορδή του, όπως στο “Out Of My Mind”, μαγεύουν. Τα φωνητικά του πλέον είναι πιο ποιοτικά και προσεγμένα, ενώ ο McAvoy κάνει την παρουσία του ολοένα και πιο αισθητή κι εξελίσσεται ως μπασίστας.
*Ο Johnny Marr των Smiths δήλωσε σε κάποια συνέντευξή του ότι: “Υπήρξε μια μέρα που έπαιζα πάνω από το Deuce, κι αυτή η στιγμή αποτέλεσε τη μεγαλύτερη στροφή μου ως κιθαρίστας”. Η μεγάλη αγάπη του Rory ήταν οι ζωντανές εμφανίσεις. Το “Live In Europe” (1972) δεν είναι απλά ένας live δίσκος.
Ο Gallagher μας εισάγει στο ανεπανάληπτο live παίξιμό του, με θέματα τόσο από τις προηγούμενες δουλειές του, αλλά και κλασικά (“Messin’ with the Kid”- Junior Wells) και δικές του διασκευές σε παραδοσιακά θέματα (“Going to My Hometown”, “Bullfrog Blues”).
Ο δίσκος είχε τέτοια απήχηση που ανέβηκε στο Νο9 των chart της Βρετανίας, ενώ ο ίδιος ανακηρύχτηκε από το Melody Maker ως ο καλύτερος κιθαρίστας της χρονιάς (με δεύτερο τον Eric Clapton). Το 1973 βγαίνει στα δισκοπωλεία της εποχής το “Blueprint”, από την Polydor πλέον, το οποίο έφτασε στο Νο 12 των βρετανικών charts κι έβαλε σιγά σιγά το Rory στην Αμερικάνικη αγορά (Νο 147). Δικαιολογημένα; Το ζήτημα εδώ χωράει πολύ συζήτηση. Εν ολίγοις, σε σχέση με τα album που ακολούθησαν, την αρχική απήχηση αυτών, αλλά και τη μετέπειτα δικαιολογημένη αναγνώρισή τους, το “Blueprint”, δε θα έπρεπε να συγκαταλέγεται μέσα στους τοπ 5 δίσκους του (παρόλο που κατέλαβε την υψηλότερη θέση στη Βρετανία από κάθε άλλη δουλειά του).
Είναι ένα, κατά τη γνώμη μου, μεταβατικό album, μέσω του οποίου προσπαθεί να εδραιώσει τον ήχο του από το πρίσμα των νέων μελών που έχει στη σύνθεσή του. Αντικατέστησε τον Wilgar Campbell με τον Rod de’Ath στα τύμπανα και πρόσθεσε τον εξαιρετικό στα keyboards Lou Martin.
Αίσθηση προκαλεί το “The Seventh Son Of A Seventh Son”, με τα απρόσμενα για Gallagher lyrics του, το όμορφο τζαμάρισμα και τα σαξοφωνικά περάσματα. Όμως αν για κάποιο λόγο το album ξεχωρίζει είναι η ανυπέρβλητη κέλτικου ύφους μπαλάντα “Daughter of the Everglades”. Εξαιρετική δουλειά στα keyboards από τον Lou Martin, τα οποία στο peak του κομματιού παιχνιδίζουν με τα ευφάνταστα κιθαριστικά σολο του Gallagher, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα αξεπέραστο θέμα, ίσως μια από τις πιο εμπνευσμένες studio στιγμές του καλλιτέχνη.
Εν έτει 1973 το “Tattoo” (Νο 32 στα charts) έρχεται για να χαραχτεί βαθιά στην ψυχοσύνθεση και την μουσική ταυτότητα των απανταχού ροκάδων και μουσικόφιλων. Η μπάντα είχε δέσει για τα καλά, ο Gallagher ανάμεσα στις περιοδείες του διακατέχονταν από δημιουργικό οίστρο και συνέθετε σαν τρελός, ο Lou Martin στα πλήκτρα και το ακορντεόν είχε πάρει φωτιά και πλέον με τους McAvoy και Rod de’Ath να μεγαλουργούν, το “Tattoo” χάρισε (κι εξακολουθεί να χαρίζει) ανεπανάληπτες ροκ στιγμές.
Τι να πρώτο -χωρέσει στη λίστα με τα πιο ξεχωριστά tracks· τα “Tattoo’d Lady” και “Cradle Rock”, που έγιναν κατευθείαν αναγνωρίσιμα κι αργότερα (ειδικά το πρώτο) χιλιοτραγουδισμένα, ή το “20-20 Vision” που αποδεικνύει ότι δε χρειάζεται να έχει ζήσει κανείς στο δέλτα του Μισισιπή για να αποδώσει μια τέτοια μπλουζιά; Όσο για το “A Million Miles Away”; Έχουμε να κάνουμε απλά, με έναν ύμνο. Αργόσυρτος στακάτος ρυθμός, δεμένο groove και ρυθμικά που ανατριχιάζουν, σολο απογειωτικό κι ένα πιάνο-θέμα που πραγματικά σε μεταφέρει ως θαμώνα στο συγκεκριμένο μπαρ να κοπανάς τα ουίσκια σου. Το βιρτουόζικο ακόμα κι από την εισαγωγή του “They don’t make them like you anymore” περικλείεται ακόμα από τη φήμη ότι για το riff ο Gallagher χρησιμοποίησε μπουζούκι που του δάνεισε ο Μανώλης Χιώτης… ποιος ξέρει; Μάλλον ένας ακόμα μύθος.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα Live album της ροκ σκηνής είναι το “Irish Tour ‘74”. Ο Gallagher είχε τεράστια αδυναμία στις ζωντανές εμφανίσεις, ουσιαστικά ζούσε καλλιτεχνικά και πνευματικά ώστε να μεταδίδει στο κοινό τη μουσική του και να εισπράττει την ενθουσιώδη αποδοχή. Αυτή η διαδικασία αλληλεπίδρασης αντανακλάται εν μέρει σε ένα διπλό album που περιέχει τις μέχρι τότε επιτυχίες του “Tattoo’d Lady”, “A Million Miles Away”, “Who’s That Coming?” και διασκευές με το γνωστό Gallagherικό ύφος, όπως “I Wonder Who” (Morganfield), “Too Much Alcohol” (J. B. Hutto) και “As the Crow Flies” (Tony Joe White).
Όπως εξομολογείται ο Lou Martin, οι περισσότερες studio ηχογραφήσεις του Gallagher γίνονταν σε στενά χρονικά περιθώρια (αυτές του “Blueprint” κράτησαν μόνο 2 βδομάδες), επειδή το συγκρότημα βρισκόταν σε περιοδείες κι επιπλέον ότι ο ίδιος ο Rory σιχαινόταν το studio.
Το διπλό αυτό live album αφορά το tour σε 5 πόλεις της Ιρλανδίας, εν μέσω έντονων κοινωνικοπολιτικών αναταραχών και ένοπλων συγκρούσεων (είναι χαρακτηριστικό ότι ο Gallagher έδινε θρυλικές performances όταν σε διπλανά κτίρια μπορεί να έσκαγαν βόμβες, με ανυπόστατες φήμες απαγωγής του από τον I.R.A.), κι όπως ήταν λογικό όλα τα μεγάλα ονόματα απέφευγαν την Ιρλανδία όπως ο διάολος το λιβάνι, εκτός από τον τρελο-ιρλανδό Gallagher. Το κοινό του το ανταπέδιδε στο μέγιστο κι η ατμόσφαιρα περιγράφεται ως απαράμιλλα εκρηκτική.
Μετά από ανεξάντλητες περιοδείες, η ώρα για ένα νέο album έφτασε, αυτή τη φορά με την πολυεθνική Chrysalis (υπέγραψε για την κυκλοφορία έξι συνεχόμενων άλμπουμ). Το “Against the Grain” ήταν στα ράφια τον Οκτώβρη του 1975, δίχως να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία, όμως στις ΗΠΑ έλαβε την καλύτερη θέση στη μέχρι τότε δισκογραφία του, στο Νο121 (αφού πρώτα είχε χτενίσει τις ΗΠΑ από άκρη σε άκρη σε μια τετραετία σε περιοδείες).
Ο Gallagher και σε αυτό το δίσκο εμμένει στις γραμμές του. Αυθεντικός, στιβαρός blues man που εξελίσσει τον ήχο του και την ποιότητά του, αναβαθμίζει το παίξιμό του, δίχως περιττούς πειραματισμούς και φανφάρες. Αρνείται πεισματικά να μπει στην promo διαδικασία των singles και γενικά σ’ ότι επιτάσσει και πιέζει το marketing της εποχής, βγάζοντας ένα album ενάντια στο σωρό, στο ρεύμα (μτφ “Against the Grain”).
Ο δίσκος, κατά τη γνώμη μου, είναι ο πλέον υποτιμημένος του Gallagher, ίσως γιατί δεν έχει το big cutch σε αντίθεση με άλλες δουλειές του. Ξεχωρίζουν κυρίως τα starters του album. Το “Let Me In” και το “Cross Me Off Your List”, με δυναμικά riffs κι εξαιρετικά solos ανοίγουν το δίσκο, για να ακολουθήσει το “Ain’t Too Good”, με πολύ όμορφα φωνητικά κι ένα αρμονικά δεμένο σύμπλεγμα ακουστικών κι ηλεκτρικών περασμάτων, ενώ το metal boogie “Souped-Up Ford”, αναδεικνύει τα ανεπανάληπτα slide του Rory.
Η ώρα για την αρτιότερη και πιο μεστή στουντιακή δουλειά του Gallagher είχε φτάσει, το θρυλικό “Calling Card” (1976). Με την καταλυτική σύμπραξη του Roger Glover (των Deep Purple) στην παραγωγή και το κουαρτέτο των μουσικών να μετουσιώνει τον πλέον ώριμο και εμπνευσμένο ήχο τους σε 9 ανεπανάληπτα tracks. Το “Calling Card” (το οποίο τον επανάφερε στο Νο 32 του UK chart) αποτελεί μέχρι και σήμερα το σημείο αναφοράς του Rory κι ένα σημαντικό κύτταρο στο DNA της rock διαχρονικά.
Για πρώτη φορά παρουσιάζει ένα album με θέματα τόσο εμπνευσμένα, δουλεμένα στο έπακρον μουσικά, αλλά και στο στίχο (που για κάποιους – όχι υποψιασμένους αρκετά με τα blues και το ιρλανδικό ύφος, θεωρούσαν το αδύνατο σημείο του). Θα ήταν κρίμα να ξεχωρίσουμε το “Moonchild” ή το “Do You Read Me” και να μείνει εκτός το “I’ll Admit You’re Gone” και πάει λέγοντας.
Με το “Calling Card” κλείνει όμως κι ένας κύκλος, άκρως επιτυχημένος. Η καταπληκτική αυτή τετράδα θα έπαιζε για τελευταία φορά μαζί, σε επίσημη δουλειά, αφού ο Rod de’Ath (drums) και ο Lou Martin (πλήκτρα) κρίνονταν προς αποχώρηση.
Με τον Ted McKenna πίσω από τα τύμπανα και μοναδικό διασωθέντα από το προηγούμενο σχήμα Gerry McAvoy, ο Gallagher εκδίδει το 7ο studio album του, “Photo-Finish”, έπειτα από ακριβώς 2 χρόνια, τον Οκτώβρη του 1978.
Ένας δίσκος που έμελλε να γίνει κλασικός περνώντας πρώτα από χίλια κύματα. Το album ήταν αρχικά έτοιμο να εκδοθεί στο San Francisco ένα χρόνο πριν, υπό τον το τίτλο “Torch”*. Αλλά ο τελειομανής Gallagher διέκοψε την έκδοσή του (είχαν εκτυπωθεί ήδη κάποια αρχικά βινύλια) για διαφωνίες που πρόβαλε σχετικά με το ηχητικό αποτέλεσμα, χώρισε φιλικά με τους Rod de’Ath και Lou Martin, μεταφέροντας την παραγωγή στη Κολωνία της Γερμανίας (σε στούντιο που ηχογραφούσαν και οι Scorpions) καθοδηγώντας το νεοσύστατο power trio του, βασισμένο σε συνθέσεις του, κυρίως από το μη εκδοθέν υλικό. Στο ενδιάμεσο αποθεραπεύτηκε από επίπονο ατύχημα που είχε στον αντίχειρα και τον κράτησε για καιρό εκτός δράσης.
Ο ήχος ήταν πιο δυναμικός και σκληρός αυτή τη φορά, μετριάζοντας τις folk αναφορές με τα “Shadow Play” (βεβαίως – βεβαίως), “Shin Kicker” και “The Last of the Independents” να ξεχωρίζουν, δίχως όμως η παραγωγή και το τελικό αποτέλεσμα να αγγίζουν το επίπεδο του “Calling Card” (παρόλο που τον ανέβασε ακόμα περισσότερο στις λίστες των ΗΠΑ, Νο116).
*Οι ηχογραφήσεις εκείνης της περιόδου κυκλοφόρησαν στο πρώτο μέρος του διπλού album “Notes From San Francisco” του 2011, μιξαρισμένο από τον αδερφό του και τον ανιψιό του Gallagher, ως επιθυμία του να επανεκδοθεί το υλικό λίγο πριν το θάνατό του.
Η στροφή σε πιο hard rock ήχους για τον Rory ήταν γεγονός. Το “Top Priority” (1979) είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα labels του καλλιτέχνη, αφού εγκαταλείπει τις πιο αισθαντικές στιγμές και το folk κι ακολουθεί πιο δυναμικό ήχο, εμπλουτισμένο με αναγνωρίσιμα riffs, χαρίζοντας στο κοινό κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά του θέματα, το οποίο του το ανταπέδωσε τόσο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (το album ανέβηκε πολύ ψηλά στα charts πολλών Ευρωπαϊκών χωρών) όσο και πέρα από τον Ατλαντικό.
Τα “Follow Me”, “Philby”, “Wayward Child” και “Bad Penny”, αποτελούν μέχρι σήμερα τους ύμνους των απανταχού ροκάδων. Οι πετυχημένοι πειραματισμοί του με ινδικό ηλεκτρικό σιτάρ (του το δάνεισε ο Pete Townshend των Who) και του ανατολίτικου dulcimer, δεν αλλοίωσαν τον hard rock ήχο του, αλλά έδεσαν αρμονικά συμπληρώνοντάς τον. Ο Gallagher λάτρευε να εμπλουτίζει τη στιχουργική του και να την περιπλέκει, με ήρωες κόμικ, αντι-ήρωες μυστικών υπηρεσιών (Philby) και χαρακτήρες b-movies & film noir ταινιών (όπως παλιότερα στο “The Seventh Son Of A Seventh Son”). Στο “Top Priority” ξεδιπλώνεται και το στιχουργικό του ταλέντο, ίσως περισσότερο από ποτέ.
Οι ζωντανές εμφανίσεις όπως είπαμε ήταν πηγή ζωής για το Rory και με την αυγή της νέας δεκαετίας (1980), έρχεται η τρίτη δουλειά με ζωντανές ηχογραφήσεις, “Stage Struck”, για να τον επαναφέρει στο Top – 40 της Μεγάλης Βρετανίας. To album ήταν ένα απάνθισμα από την παγκόσμια περιοδεία του power trio, για την προώθηση του “Top Priority”, περιέχοντας όμως κι άλλα αναγνωρίσιμα κομμάτια του, όπως το “Moonchild” και το”The Last of the Independents”. Εμφανής είναι, όπως αναμενόταν, η στροφή σε πιο “σκληρό” ήχο στα Live του, συνεπακόλουθο της στουντιακής του εξέλιξης. Σε μια περίοδο όπου, σε Ευρώπη κι Αμερική, κυριαρχούσε το punk (και δικαιολογημένα), φάνταζε αδιανόητο ένα μοναχικός rocker να σαρώνει και να κάνει θραύση με τα blues του.
To “Jinx” (1982), που σήμανε το τέλος της συνεργασίας του Gallagher με την πολυεθνική Chrysalis, ήταν το τελευταίο του καλό πλασάρισμα στις λίστες των UK charts (Νο 68) και βέβαια αποτέλεσε την επιστροφή του στις ρίζες των blues, απαλύνοντας τον ακατάπαυστο (αλλά απολαυστικό) hard rock ήχο της προηγούμενης πενταετίας. Περισσότερο από όλα θεωρώ ότι το “Jinx” είναι ένα masterpiece της ροκ, που για να ανακαλύψεις την αξία του πρέπει να χωνέψεις πολλά κιλά Gallagher-ικής ακρόασης σε διαφορετικές στιγμές της ζωής σου και πραγματικά, με τον καιρό αφήνει παρακαταθήκη καινούργια στοιχεία.
Για αυτήν τη δουλειά, επιστράτευσε (πέρα από τον Gerry McAvoy στο μπάσο), τον Bob Andrews στα πλήκτρα, τον Brendan O’Neill στα τύμπανα και τους σαξοφωνίστες Ray Beavis & Dick Parry. Στα αξιοσημείωτα των tracks (από τα πολλά που θα μπορούσαμε να αραδιάσουμε), με φόρα από το “Top Priority”, τα δυναμικά και οργισμένα “Big Guns” και “Bourbon” επιβεβαιώνουν την απαράμιλλη τεχνική του και το βιρτουόζικο παίξιμό του, ενώ το ανεπανάληπτο “Easy Come, Easy Go” θα κούμπωνε άψογα με το “Jinxed”, ανάμεσα σε ποτήρια μπίρας, whiskey ή όποιο ποτό της αρεσκείας σας, μαρτυρώντας τη φάση περισυλλογής του Rory εκείνη την περίοδο.
Το “Double Vision” με τα μοναδικά slides του να φαντάζουν αμίμητα (όπως είπε κι ένας φίλος: “Πιστεύω ότι έχει περάσει με ειδικό γράσο την ταστιέρα εδώ”), ενώ στο “Loose Talk”, πέρα από τα όμορφα riffs που γεμίζουν με τη χρησιμοποίηση σιτάρ, ο Rory αφήνει υπονοούμενα στο στίχο για τις νόρμες που επιτάσσουν οι μόδες, οι χαρτογιακάδες και σε μια πιο ελεύθερη ακόμα απόδοση οι πολυεθνικές και η αγορά (“Loose talk from uptight people, People out for blood to draw”) και την επιμονή του να μείνει αυθεντικός (“Step on your toes, step on your fingers Just don’t take it, now don’t be fooled”).
Έπειτα από μια πενταετία ο Gallagher ξαναμπαίνει στο studio και ηχογραφεί το 10ο studio album του, το “Defender” (1987). Απαλλαγμένος από τις ασφυκτικές πιέσεις της προηγούμενης δισκογραφικής, εκδίδει υπό το label της Capo-Demon (εταιρίας που συμμετείχε σε μεγάλο ποσοστό ο ίδιος), μια δουλειά που δεν έκανε ιδιαίτερη αίσθηση. Δε θεωρώ υποτιμημένο από το κοινό το συγκεκριμένο πόνημα, απλά ύστερα από 5 χρόνια (την προηγούμενη δεκαετία έβγαζε περίπου 1 δίσκο το χρόνο), οι απαιτήσεις ήταν σίγουρα μεγαλύτερες, πέρα από έναν καλό blues δίσκο.
Κινείται στο ίδιο μοτίβο των περισσότερων album του με δυναμικά hard rock θέματα, folk και jazz αναφορές, όμορφα κι αισθαντικά φωνητικά, αλλά όχι κάτι που θα χτυπήσει φλέβα. Στα διαμαντάκια που θα μπορούσαμε να αλιεύσουμε συγκαταλέγονται τα “Continental Op” (αφιερωμένο στο συγγραφέα μυστηρίου Dashiell Hammet), “I Ain’t No Saint” και “Don’t Start Me to Talking”.
Κάτι τα προβλήματα υγείας (τα σημάδια των καταχρήσεων από το αλκοόλ έκαναν την εμφάνισή τους), οι συνεχείς περιοδείες κι ακατάπαυστες συνεργασίες με πολλούς καλλιτέχνες κατά την προηγούμενη περίοδο, οδήγησαν στη δημιουργία ενός album που για τα δεδομένα του Gallagher μπορεί να θεωρηθεί μέτριο.
Δεν είναι λίγοι fans του Gallagher που θεωρούν ότι ο μεγάλος Ιρλανδός τραγουδοποιός και κιθαρίστας, είχε πλήρη συνείδηση της άσχημης κατάστασης της υγείας του και θεωρούσε πως είχε αρχίσει για αυτόν η αντίστροφη μέτρηση (φήμη που ισχυροποιείται με παρόμοιες νύξεις του αδερφού του). Το “Fresh Evidence” (1990), αποτελεί το κύκνειο άσμα του Rory, αποκρυσταλλώνοντας όλο του το βίωμα από τα blues και τις περιπλανήσεις του ανά τον κόσμο κι επιπλέον η θεματολογία στιχουργικά αγγίζει πιο προσωπικά, υπαρξιακά ζητήματα (το θάνατο, την απώλεια, τον πόνο). Μεστό, μελαγχολικό, εμπνευσμένο Blues.
Είναι η πρώτη φορά στην καριέρα του που κλείνεται για 6 μήνες σε ένα στούντιο για να δουλέψει ένα album. Η tracklist μπορεί να μην ενθουσίασε το ευρύ κοινό, καθώς έλλειπαν τα πιασάρικα θέματα, αλλά το εκτίμησαν οι απανταχού μουσικόφιλοι μέσα στο χρόνο. Το “Heaven’s Gate”, ένα Chicago blues (με παρακαταθήκη ένα καταπληκτικό σόλο), αφηγείται την κατάσταση ενός ανθρώπου στο κρεβάτι του πόνου, το “The Loop”, ένα κλασικό πλέον instrumental θέμα και το εξαιρετικό “Slumming Angel”, με την πολύ αισθαντική φωνή του Rory να πλαισιώνει τους όμορφους δωρικούς στίχους του σε ένα εμβληματικό rhythm section, αποτελούν τα καλύτερα δείγματα της τελευταίας δουλειάς του ασυμβίβαστου Ιρλανδού καλλιτέχνη. Ίσως το “Fresh Evidence” αποτελεί το Ρέκβιεμ του Gallagher, ένα αμάλγαμα των blues που τον στιγμάτισαν, μια ωδή προς το αναπόφευκτο.
Όταν αποκάλεσαν κάποτε τον Lou Reed «σταρ», αυτός αποκρίθηκε ότι δεν είναι σταρ, αλλά ένας μύθος. Το ίδιο ισχύει και για τον Rory Gallagher, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με τον απόλυτο αντι- σταρ, έναν αντι-ήρωα, ή μάλλον το ροκ ήρωα της διπλανής πόρτας. Ένα ασυμβίβαστο ταλέντο, ένα όμορφο παιδί από το Κορκ που γύρισε τον κόσμο από άκρη σ’ άκρη για να διαδώσει τη μουσική του, να διαδώσει τον πόνο της “σκλαβιάς” των blues, να επιδιώξει σ’ ένα ελάχιστο βαθμό την πνευματική απελευθέρωση από τα δεσμά της σύγχρονης υποδούλωσης και των κλισέ (όπως είχε δηλώσει εμφατικά ο McAvoy).
Έλαμπε επί σκηνής, ντυμένος λιτά, σαν Ιρλανδός εργάτης, χρησιμοποιώντας τα πιο απλά και συνάμα πολύτιμά υλικά, ώστε να μείνει στην αιωνιότητα: το αυθεντικό κι απαράμιλλο ταλέντο του, τη δυναμική των μουσικών – φίλων του και μια Stratocaster.
Ο Rory Gallagher εγκατέλειψε τα ρηχά κι επίγεια, στις 14 Ιουνίου του 1995, σε ηλικία 47 ετών.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο rockway.gr).