Το καλοκαίρι έρχεται στα αλήθεια όταν μαζί με την υπολογίσιμη ζέστη κατηφορίσεις και στο γνώριμο χώρο της Μαλακάσας, να αφήσεις τις μυρωδιές του φαγητού, τις χάρτινες συσκευασίες των τεσσάρων μπυρών, τα φθαρμένα ξύλινα τραπέζια και τις παράξενες επιλογές στα T-shirts των θεατών, να σε σπρώξουν σταθερά και σίγουρα στη φεστιβαλική διάθεση.
Το εργάσιμο της ημέρας αλλά και το μακρύ, θερμό ταξίδι δεν μου άφησαν δυστυχώς χρονικά περιθώρια να προλάβω τους εγχώριους hard rockers Lazy man’s Load, ενώ και το μικρό απόσπασμα των Rock ‘N’ Roll Children στα πρώτα αναγνωριστικά βήματα του χώρου, δεν μου αρκεί για να περιγράψω την εμφάνιση των ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς κάνουν κάτι τόσο σημαντικό, διατηρώντας και μεταφέροντας τη μουσική του μεγάλου Ronnie James Dio σε συνεχώς νέους χώρους και χρόνους.
Ένα ελεήμον αεράκι που διέτρεχε τον χώρο λυπήθηκε σημαντικά τις αντοχές μας κάτω από τον ήλιο και με λίγη ευελιξία μπορούσες να κάνεις οικονομία δυνάμεων απέναντι στη δίψα και τη ζέστη. Μια βόλτα στο μάλλον αδιάφορο υλικό του Official Merch, που όπως άλλωστε συνηθίζεται, ήταν αισθητά ακριβό για τις δυνατότητες του ντόπιου αγοραστή, έφερε το χρόνο κοντά στην ένδειξη που θα ανέβαζε τους Νορβηγούς Bokassa στη σκηνή. Οι rockers από το Trondheim είναι ένα φρέσκο όνομα που πολεμά ενεργά να σπρώξει τη δημοφιλία του ψηλότερα με αρκετές συμμετοχές σε καλοκαιρινά φεστιβάλ.
Έχοντας τη σύνθεση αλλά και την προφανή επιδίωξη ενός power trio, οι Νορβηγοί στάθηκαν απέναντι στο ακόμα λιγοστό κοινό αλλά και τον αδιάκριτο ήλιο αποφασισμένοι να δώσουν τη δική τους μάχη και να κερδίσουν ότι περισσότερο μπορούσαν από την περίσταση. Έχοντας μια εμφανή rock & roll βάση, αφήνουν διάφορες εντυπώσεις άλλων χώρων να εμπλουτίσουν τη συνθετική τους κατεύθυνση. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ήταν στιγμές με ένα έντονο punk attitude, αλλά και διαστήματα με στοιχεία groove metal. Έρχονταν φάσεις που ακουμπούσαν σε μια stoner, hard rock αίσθηση αλλά πολύ έντονα ένιωθες συχνά στη μουσική τους ένα flirt με την καρδιά των αιώνιων Motorhead και μια ανάλογη αίσθηση ευπρόσδεκτης αλητείας. Το βέβαιο ήταν πως ήταν απίστευτα προβαρισμένοι, έπαιζαν δεμένα και με κλειστά μάτια, υποστήριξαν και στη σκηνή αυτό που έπαιζαν και άντεξαν απέναντι στη δύσκολη ώρα που εμφανίστηκαν. Πιθανά τους βοήθησε και το χιούμορ που έδειξαν να διαθέτουν, ενώ οι δωδεκαθεϊστές ίσως επικαλεστούν και το T-shirt Planet of Zeus που φορούσαν. Δεν ξέρω τις προθέσεις τους, αλλά αν νερώσουν ελάχιστα με κάποιους κράχτες το υλικό τους, δεν θα είναι παράξενο να ακούσουμε αρκετά για αυτούς τα επόμενα χρόνια. Περίπου για μια ώρα ήταν περισσότερο διψασμένοι για νέους φίλους παρά για νερό και νομίζω πως κέρδισαν κάποιους.
Bokassa setlist:
Freelude
Last Night (Was a Real Massacre)
Captain Cold One
Mouthbreathers Inc.
Crocsodile Dundee
No Control
Burn it All (P.T.S.D.E.A.D)
Walker Texas Danger
Retaliation
Charmed & Extremely Treacherous
Hereticules
Molotov Rocktail
Vultures
Immortal Space Pirate (The Stoner Anthem)
So Long, Idiots!
Five Finger Fuckhead
Λίγο πριν τις επτάμισι ο κόσμος είχε αρχίσει αισθητά να πυκνώνει. Άλλωστε άρχιζε πια ο χορός πολύ πιο γνωστών σχημάτων, με τους As I Lay Dying από το San Diego, να σηκώνουν ολομόναχοι τη σημαία του ακραίου ήχου για τη μέρα αυτή, υπηρετώντας τη λογική της πολυμορφίας του φεστιβάλ, που φυσικά στοχεύει και σε περισσότερα εισιτήρια. Και αν κάποιος αναρωτιέται πόσοι από τους παραδοσιακούς ακροατές του heavy και hard rock ήχου θα μπορούσαν να πειραματιστούν και να συγκινηθούν από κάτι μάλλον μακρινό ηχητικά, σίγουρα λογάριαζε χωρίς τους οπαδούς της μπάντας που βρέθηκαν εκεί, τους στήριξαν από το πρώτο λεπτό με θέρμη, έπαιξαν και το αναμενόμενο “ξύλο” τους, δυστυχώς όμως όχι χωρίς εμπόδια. Οι As I Lay Dying ήταν εκτός συναγωνισμού το θύμα του ήχου της Παρασκευής. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο συνολικός ήχος είχε μια περίεργη ισορροπία, ενώ συχνά υπήρχαν ηχητικές παρεμβολές από κιθάρες και φωνητικά εντελώς εκτός ελέγχου από τη συνολική ηχητική λογική του γκρουπ.
Δεν μπορώ να ξέρω τον υπεύθυνο, μπορώ να γράψω με σιγουριά όμως πως ήταν πολύ άδικο για τη μπάντα που βγήκε έτοιμη να πάρει κεφάλια. Δυστυχώς γρήγορα τα εμφανή προβλήματα οδήγησαν σε μια προσωρινή διακοπή και μια απόπειρα να ξεπεραστεί το θέμα. Η συνέχεια ήταν σταδιακά καλύτερη. Το γκρουπ έπιασε εύκολα το ρυθμό του και επιδόθηκε σε μια δυναμική εμφάνιση, με αιχμή του δόρατος τον επιβλητικό frontman Tim Lambesis που παρέσυρε το κοινό σε μια ενεργή συμμετοχή. Όσοι έχουν μακροχρόνια επαφή με το γκρουπ γνωρίζουν φυσικά και τις περιπέτειες με τη φυλάκιση του frontman τους, και ερμηνεύουν ανάλογα τις ευχαριστίες του επί σκηνής στα υπόλοιπα μέλη. Σήμερα πια, η μπάντα είναι μια μηχανή επιθετικότητας και ρυθμού, που φυσικά πέρα από την metalcore οικειότητά του, γνωρίζει ιδανικά να στρέφεται και στις πιο μελωδικές πτυχές της, από αυτές που περιστασιακά ανάγκασαν και τα αυτιά και των συντηρητικών θεατών να δώσουν λίγη παραπάνω προσοχή. Η συνολική εντύπωση είναι μια δύσκολη αλλά εμφατική νίκη απέναντι στα προβλήματα που σίγουρα στο σύνολό τους αδίκησαν την ξεκάθαρη ετοιμότητα της μπάντας.
Είναι Άγγλοι, είναι από το Barnsley και είναι ακριβείς στο ραντεβού τους. Η ώρα είναι ακριβώς εννέα, το πλήθος μπροστά από τη σκηνή αλλά και στον ευρύτερο χώρο έχει γίνει πια ικανό σαν εικόνα υποδοχής των βετεράνων ηρώων, και οι Saxon ανεβαίνουν στη σκηνή, έναν από τους πιο φυσικούς χώρους των ζωών τους. Είναι γνωστό πως ο Paul Quinn έχει αποσυρθεί από τις περιοδείες, και η μορφή του επίσης μυθικού Brian Tatler στέκεται μαζί με τα υπόλοιπα γνώριμα πρόσωπα της αειθαλούς συμμορίας των Saxon.
Έχουν μια ώρα στη διάθεσή τους να μας κάνουν να θυμόμαστε ακόμα περισσότερο αυτή τη νύχτα, και η επιλογή είναι μάλλον αυτονόητη: επιστροφή στις ρίζες και το πρώιμο, κλασικό υλικό του γκρουπ καλύπτει το συντριπτικό μέρος του προγράμματος. “Strong Arm of the Law”, “Wheels of Steel” και “Denim and Leather” έχουν τα εχέγγυα να ξεσηκώσουν τον κόσμο με αυτή την παρέλαση άμεσων ύμνων. Ο Biff, μόλις ζεσταίνεται ολοκληρωτικά στο πρόσφατο “Carpe Diem (Seize the Day)” είναι απολαυστικός, κινητικός, ευδιάθετος. Η μπάντα είχε πάντα αυτά τα γονίδια που απελευθερώνουν όλα τα χαρίσματα του κλασικού metal αβίαστα, ισορροπημένα, αυθεντικά πάνω στο σανίδι και οι αποψινοί ύμνοι αποτελούν κομμάτια της ευρωπαϊκής ιστορίας του ήχου. Απελευθερώνονται άμεσα και κάνουν το κοινό να ζει μέρες μιας εποχής που πολλοί από τους παρόντες έχουν μόνο φανταστεί. “Motorcycle Man”, “Wheels of Steel”, “Heavy Metal Thunder” στήνουν γρήγορα το πάρτι, ενώ το κοινό στο παιχνίδι των διλημμάτων από τον Biff, δίνει το πράσινο φως για την πιο πετυχημένη και δημοφιλή διασκευή της καριέρας τους, το “Ride like The Wind” απέναντι στην επιλογή του “Never Surrender”.
Όσο και αν αγαπώ το “Crusader”, μου έμεινε η εντύπωση πως μάλλον έκοψε το ρυθμό τους εκείνη τη στιγμή, αλλά η έξοδος ήταν πραγματικά ηρωική. Το “747 (Strangers in the Night)” εξακολουθεί να φέρνει ρίγη και ανατριχίλες σαν την πρώτη φορά, είναι ένα τραγούδι-πέναλτι και δύσκολα χάνει, ενώ η έκσταση στο “Princess of the Night” σφράγισε δίκαια την αξία του ζωντανού πνεύματος αυτής της μπάντας. Ήταν ξανά όλοι τους πολεμιστές, και θα δίναμε εύκολα ένα παραπάνω παράσημο στον Tatler που δεν επέτρεψε να λείψει το παραμικρό.
Saxon setlist:
Motorcycle Man
Carpe Diem (Seize the Day)
Thunderbolt
Wheels of Steel
Heavy Metal Thunder
Strong Arm of the Law
Ride Like the Wind (Christopher Cross cover)
Dallas 1 PM
Denim and Leather
20,000 Ft
Crusader
747 (Strangers in the Night)
Princess of the Night
Η διάρκεια της δράσης των Deep Purple στη μουσική είναι πιθανά μεγαλύτερη από τις ηλικίες πολλών από αυτούς που βρέθηκαν στη Μαλακάσα να τους τιμήσουν αυτό το βράδυ, ίσως και να δικαιολογείται έτσι και το ηλικιακά ετερόκλητο κοινό. Η νύχτα ήταν σίγουρα περισσότερο φορτισμένη για όσους μπορούσαν να δώσουν χώρο στη σκέψη πως πιθανά αυτό ήταν και το αντίο του ελληνικού κοινού στους Deep Purple.
Μετά το εντυπωσιακό εισαγωγικό intro, οι τέσσερις πυλώνες του ονόματος αυτού τα τελευταία 20 χρόνια, οι Ian Gillan, Roger Glover, Ian Paice, Don Airey, με την προσθήκη του βορειο-ιρλανδού εκπληκτικού κιθαρίστα Simon McBride, που αντικατέστησε το 2022 τον σπουδαίο Steve Morse, βρέθηκαν απέναντι στο κοινό της Μαλακάσας. Η δύσκολη έναρξη του “Highway Star” μας έφερε απέναντι σε έναν εκπληκτικό ήχο για σεμινάριο, ένα υποδειγματικό δέσιμο της μπάντας και μια παραπάνω από αξιοπρεπή απόδοση του Gillan. Ας μη γελιόμαστε, σε όλα αυτά τα μεγάλα γκρουπ των 70’s και των 80’s , οι τραγουδιστές είναι τα πρόσωπα κλειδιά, είναι αυτοί που πολεμούν ασταμάτητα με το φάντασμα του εαυτού τους που τους κατατρέχει. Ναι, ο Gillan είχε τη δυσκολότερη αποστολή και αυτό ρύθμισε και τη ροή του set της μπάντας, που αναγκαστικά προσαρμόστηκε στις δικές του ανάγκες και ανάσες.
Το πρώτο μέρος λοιπόν, με τις απανωτές εκτελέσεις των “Highway Star”, “Pictures of Home” (δικαιοσύνη για ένα από τα ομορφότερα τραγούδια τους), “No Need to Shout” (με την εμφανή ανακούφιση του Gillan, όπως και σε κάθε πρόσφατο τραγούδι) και “Into the Fire”, η εμπειρία ήταν συγκλονιστική και ουσιαστική, ένας αλάνθαστος κολοσσός του hard rock να παραδίδει πολύτιμα μαθήματα σκηνικής δράσης. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισαν οι τρύπες στη δράση, που φυσικά έδιναν χρόνο στο Gillan. Το πρώτο σόλο του McBride σε συνδυασμό με την απλωμένη απόδοση του “Uncommon Man” (στη μνήμη του τεράστιου John Lord), αλλά και το τζαμάρισμα του “Lazy” απευθυνόταν τόσο πολύ σε κοινό των 70’s με εκείνες τις μεγαλόσχημες συνήθειες των μουσικών να επιδεικνύονται για ώρα.
Η συγκινητική απόδοση του “When a Blind man Cries”, μαζί με εξαιρετικό “Anya” του “The Battle Rages On” που έχει κερδίσει την κλασική του επίστρωση με τα χρόνια, ήταν άλλη μια υπέροχη, απαστράπτουσα φέτα χρόνου. Το keyboard σόλο του Don Airey, που χώρεσε μέσα μέχρι και Ζορμπά αλλά και τα Παιδιά του Πειραιά, μάλλον κράτησε περισσότερο από όσο θα ήθελαν οι περισσότεροι. Η εκτέλεση του πανέμορφου “Perfect Strangers”, τόσο εύθραυστη και ριψοκίνδυνη, προσωπικά με συγκίνησε πολύ, και μετά το “Space Truckin’”, το απαραίτητο “Smoke on the Water” έβαλε όλη τη Μαλακάσα να τραγουδήσει και οδήγησε τη μπάντα για λίγες στιγμές στα παρασκήνια.
Μια ακόμα απλωμένη εκτέλεση του “Hush” αυτή τη φορά έκλεψε τη μερίδα του λέοντος από το encore, που ολοκληρώθηκε με το “Black Night” σε μια καθολική αποθέωση. Ήταν η στιγμή που αποχαιρετήσαμε αυτούς τους μύθους σε μια γλυκόπικρη νύχτα που προκάλεσε πολλές διαφορετικές σκέψεις. Κράτησα λίγο παραπάνω τη ματιά μου στον Roger Glover που έχει βρει ένα αδιευκρίνιστο κόλπο απέναντι στην λαίλαπα του χρόνου, θαύμασα αυτό τον καταπληκτικό Ian Paice που μπορεί να παίζει τα πιο απίθανα θέματα σα να πίνει το τσάι του. Υπήρχαν τόσα πολλά διαστήματα που άφησαν στους νεότερους να υποθέσουν τι μπορεί να ήταν αυτή η μπάντα πριν η πατούσα του χρόνου γίνει ασφυκτική πάνω της. Υποκλίθηκα στον μοναδικό Ian Gillan που διαχειρίζεται τα 77 του χρόνια με τον τρόπο αυτό και προσπαθώ να ξεχάσω το τρεμάμενο χέρι του.
Νομίζω τελικά πως οι Deep Purple μας άφησαν με τον πιο σοφό τρόπο, δείχνοντας ταυτόχρονα ποιοι μπορεί να είναι, κάτι ανυπολόγιστα σπουδαίο, αλλά και την ίδια στιγμή ποιοι είναι σήμερα, και ποιες ιδιαιτερότητες και ανάγκες φέρνουν κοντά το τέλος. Και το μυστικό κέρδος της βραδιάς βρίσκεται σε κάθε νεαρό πρόσωπο που είχε την τύχη και την ευκαιρία να αποκρυπτογραφήσει ένα τόσο σημαντικό μήνυμα για τη μουσική αυτή.
Deep Purple setlist:
Highway Star
Pictures of Home
No Need to Shout
Into the Fire
(Guitar Solo)
Uncommon Man
Lazy
When a Blind Man Cries
Anya
(Keyboard Solo)
Perfect Strangers
Space Truckin’
Smoke on the Water
(Encore):
Hush
(Bass Solo)
Black Night