Ο Randy Blythe γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1971 και είναι ο Αμερικανός τραγουδιστής και στιχουργός του heavy metal συγκροτήματος Lamb of God και Burn The Priest. Έχει επίσης ερμηνεύσει guest φωνητικά για τους Cannabis Corpse, Overkill, Gojira, Eyehategod, Eluveitie, Bad Brains, Soulfly, Clutch, Body Count, DevilDriver, Suicide Silence, Doyle και Voodoo Glow Skulls και είναι ο τραγουδιστής του project Halo of Locusts.
Ο Blythe προσχώρησε στους Lamb of God το 1995, όταν ήταν ακόμα γνωστοί σαν Burn the Priest. Προτού οι Lamb of God γνωρίσουν επιτυχία, είχε εργαστεί στο παρελθόν σαν μάγειρας και εργάτης στεγών. Διατηρεί επίσης ένα συγκρότημα σαν side project γνωστό με το όνομα Halo of Locusts, το οποίο δημιουργήθηκε γύρω στο 2004. Είχε προγραμματιστεί μια ολοκληρωμένη κυκλοφορία, αλλά δεν έχει γίνει ακόμα. Έχουν πάρει μέρος στο “For the Sick”, το άλμπουμ που είναι αφιερωμένο στους Eyehategod, διασκευάζοντας το “Dixie Whisky”.
Το 2005, ο Blythe συνεργάστηκε με το metalcore σχήμα A Life Once Lost στο άλμπουμ τους “Hunter”. Έκανε επιπλέον φωνητικά στο κομμάτι “Vulture” και βοήθησε στη φωνητική επεξεργασία του κομματιού. Αργότερα δούλεψε ξανά μαζί τους το 2007 στο “Iron Gag”. Εμφανίστηκε επίσης στο τραγούδι “Skull and Bones” του συγκροτήματος Overkill και στο”Adoration for None” στο άλμπουμ των Gojira, “The Way of All Flesh”. Συμμετείχε επίσης στο τραγούδι των Shadows Fall, “King of Nothing”, στην κυκλοφορία τους του 2009, με τίτλο “Retribution”. Ο Blythe εμφανίστηκε σε πολλά από τα DVD των συγχρόνων του, όπως το “(Set This) World Ablaze” των Killswitch Engage και το “Elegies” των Machine Head. Ο Blythe είχε επίσης παρουσία στα Metal: A Headbanger’s Journey, Working Class Rock Star, Melissa Cross’s The Zen of Screaming, και Suicide Silence’s Ending Is the Beginning: The Mitch Lucker Memorial Show (2014). Εμφανίζεται σαν Luke στην ταινία The Graves (2009), σε σενάριο και σκηνοθεσία Brian Pulido.
Στις 5 Ιανουαρίου 2012, ο Blythe ανακοίνωσε ότι θα ήταν υποψήφιος για Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω μιας καταχώρισης στο blog με τίτλο “I want to be The Big Cheese”. Το επίσημο σλόγκαν της προεκλογικής του εκστρατείας ήταν “Γάμησε όλα τα σκατά. Ας είμαστε αληθινοί εδώ”. Ο Blythe φυσικά δεν εμφανίστηκε στο ψηφοδέλτιο σε καμία από τις πενήντα πολιτείες ή την περιφέρεια της Κολούμπια.
Στις 20 Νοεμβρίου 2014, ανακοινώθηκε ότι ο Blythe θα πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία δράσης που φτιάχνεται από το ταϊβανέζικο metal συγκρότημα Chthonic. Στις 14 Ιουλίου 2015, κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του Blythe με τίτλο, “Dark Days: A Memoir από την Da Capo Press”. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας των πωλήσεών του, μπήκε στη λίστα των Best Sellers του Publishers Weekly.
Τον Φεβρουάριο του 2016, συμμετείχε με τους Deafheaven στη σκηνή του Hollywood Palladium στο Los Angeles στο τραγούδι τους “Dream House”. Επτά μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2016, προσλήφθηκε από τους Eyehategod σαν αντικαταστάτης του τραγουδιστή Mike Williams κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους στις ΗΠΑ.
Τον Ιούλιο του 2018 συνεργάστηκε με τους DevilDriver στις διασκευές του “Ghost Riders in the Sky” του Johnny Cash και του “Whisky River” του Willie Nelson, στο άλμπουμ country διασκευών των Devil Driver. Τον Οκτώβριο, η φωνή του εμφανίστηκε στο τραγούδι των Soulfly “Dead Behind the Eyes” από το “Ritual”. Στις 4 Απριλίου 2019, ο Blythe έκανε ένα μουσικό βίντεο για το τραγούδι των Black Queen “The End Where We Start”.
Τον Νοέμβριο του 2019, ο Blythe υπήρξε και μέλος του supergroup, Pigface, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιοδείας του γκρουπ μετά από δεκατέσσερα χρόνια. Αρχικά, είχε συμφωνήσει να εμφανιστεί με το συγκρότημα για τις πρώτες πέντε ημερομηνίες της περιοδείας των δώδεκα εμφανίσεων, αλλά επειδή του άρεσε , συμφώνησε να παραμείνει για τις υπόλοιπες επτά.
Τον Απρίλιο του 2020, ο Blythe και η σκωτσέζικη ζυθοποιία BrewDog ανακοίνωσαν μια συνεργασία για μια μη αλκοολούχα μπύρα με το όνομα “Ghost Walker”. Το όνομα προέρχεται από το τραγούδι των Lamb of God “Ghost Walking” που βρίσκεται στο άλμπουμ τους του 2012 “Resolution”. Ο Blythe έγραψε τους στίχους του τραγουδιού ενώ έκανε ένα σημαντικό ξεκίνημα για να ακολουθήσει έναν τρόπο ζωής χωρίς αλκοόλ.
1948– Γεννιέται ο Paul Newton, στο Andover του Hampshire στην Αγγλία. Ήταν αρχικά μπασίστας με το progressive γκρουπ Shinn, στο οποίο συμμετείχαν ο οργανίστας Don Shinn και ο ντράμερ Brian “Blinky” Davison, και στη συνέχεια προσχώρησε σε μια ανανεωμένη σύνθεση των The Gods με τον Ken Hensley και τον Lee Kerslake. Ήταν ο αρχικός μπασίστας των Uriah Heep και έπαιξε στα τρία πρώτα άλμπουμ του συγκροτήματος. Στη συνέχεια έπαιξε για ένα συγκρότημα που ονομαζόταν Festival για αρκετά χρόνια στο Mecca Palais και επίσης εργάστηκε σαν μουσικός στούντιο και συμμετείχε σε διάφορες ηχογραφήσεις. Πιο πρόσφατα εμφανίστηκε με άλλα πρώην μέλη των Uriah Heep (Ken Hensley, John Lawton και Lee Kerslake) στο Uriah Heep Legends. Έχει παίξει επίσης με τους Behind Closed Doors, ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε από τον γιο του, Julian. Τώρα συνεργάζεται περιστασιακά με το συγκρότημα Bromyard The Business και Off the Cuff με τον επί χρόνια φίλο, κιθαρίστα Dave Beale. Μαζί με τον John Lawton, συμμετείχαν σε τρία τραγούδια με τους Uriah Heep στο Masters of Rock Festival στην Τσεχία στις 11 Ιουλίου 2019, κάνοντας την πρώτη του εμφάνιση με το συγκρότημα από το 1971.
1976– Κυκλοφορεί το “Run with the Pack”, που είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού supergroup Bad Company, από την Island Records. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στη Γαλλία χρησιμοποιώντας το Rolling Stones Mobile Truck τον Σεπτέμβριο του 1975 με τον μηχανικό Ron Nevison, και η μίξη έγινε στο Los Angeles από τον Eddie Kramer. Ήταν το μόνο αυθεντικό άλμπουμ των Bad Company χωρίς artwork από την Hipgnosis, αλλά αντίθετα με έργα τέχνης από τον Kosh. Το άλμπουμ έφτασε στο Νο. 4 στο βρετανικό chart album και στο Νο. 5 στο αμερικανικό Billboard 200. Έχει πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ.
Το “Silver, Blue & Gold” που δεν κυκλοφόρησε ποτέ σαν single, είναι μια από τις πιο δημοφιλείς συνθέσεις του συγκροτήματος.
1986– Κυκλοφορεί το “King of America”, που είναι το δέκατο στούντιο άλμπουμ του Βρετανού τραγουδιστή και συνθέτη Elvis Costello, και αναλυτικά καταλογίζεται στους “The Costello Show featuring the Attractions and Confederates” στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ευρώπη, και στους “The Costello Show featuring Elvis Costello” στη Βόρεια Αμερική. Έφτασε στο Νο. 11 στο βρετανικό chart album και στο Νο. 39 στο Billboard 200.
Ορισμένα τραγούδια έχουν μια αίσθηση country μουσικής, αντανακλώντας το ενδιαφέρον του Costello για την Americana, ενώ το “American Without Tears” ασχολείται με την εμπειρία των Ιρλανδών μεταναστών στις ΗΠΑ και το “Little Palaces” αναφέρεται στις εργατικές ρίζες του Costello.