RAGE: “Black In Mind”

GEMS

Μία από τις πιο αγαπημένες μπάντες του ελληνικού κοινού και μία από τις τέσσερις “υπερδυνάμεις” του power metal μαζί με τους Grave Digger, τους Helloween και τους Running Wild και συνάμα μία από τις πιο υποτιμημένες μπάντες στον χώρο, είναι οι Γερμανοί Rage. Ένα group, που δεν κατόρθωσε ποτέ να πάρει την θέση που της αρμόζει στην σκηνή, ενώ η αλήθεια είναι ότι έχει προσφέρει αρκετά στο power metal με την παρουσία της. Η μόνη στιγμή που φάνηκε να “κερδίζει” την αναγνώριση που της άξιζε, ήταν με την κυκλοφορία του εμβληματικού 10ου album της “Black In Mind”, το οποίο θύμισε γιατί οι Γερμανοί υπήρξαν μία από τις big four του power metal. Όσο για την αγάπη του ελληνικού κοινού, αυτή πάντα θα θεωρείται δεδομένη, μιας και οι συνδετικοί “κρίκοι” υπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν, με συνεχή παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην σύνθεση της μπάντας. Αλλά, ας δούμε τι ήταν αυτό που έκανε “ξεχωριστό” το “Black In Mind”…

Το μουσικό “ταξίδι” των Rage στο power metal, ξεκινά πριν 40 χρόνια από το Herne της Βεστφαλίας, όπου οι Peavy Wagner, Jörg Michael και Jochen Schroeder μοιραζόμενοι την ίδια “καψούρα” για το heavy/power/speed metal, δημιούργησαν το δικό τους group υπό το όνομα Avenger. Χωρίς να χάσουν χρόνο, οι Γερμανοί μπήκαν στα Wahn Studio στο Bochum με παραγωγό τον Ferdinand Kother τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, για να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους με τίτλο “Prayers Of Steel”, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1985 από την Wishbone Records. Πολύ γρήγορα, οι Avenger ακολούθησαν το “δρομολόγιο” για τα Wahn Studio με τον ίδιο παραγωγό και την ίδια εταιρία, για να ηχογραφήσουν και κυκλοφορήσουν τον Αύγουστο του 1985 το Ep “Depraved To Black”. Και κάπου εκεί, οι Avenger αποφασίζουν να αλλάξουν το όνομά τους σε Rage, μαθαίνοντας ότι υπάρχει ακόμη μία μπάντα με το όνομα Avenger στο Νησί. Αυτή η αλλαγή έδειχνε να τους φέρνει τύχη, υπογράφοντας νέο συμβόλαιο με την Noise Records και κυκλοφορώντας το “Reign Of Fear” τον Μάιο του 1986, το ντεμπούτο τους ως Rage, με παραγωγό τον Ralph Hubert. Την αμέσως επόμενη χρονιά, οι Rage μπαίνουν στα Hartmann Digital Studio, για να ηχογραφήσουν το “Execution Guaranteed” album με τους ίδιους στην παραγωγή, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1987. Παράλληλα, οι Rage δημοσιεύουν και το πρώτο videoclip τους για το κομμάτι “Down By Law”, συστήνοντας στο κοινό τους το νέο line up, με τους Manni Schmidt και Chris Efthimiadis να αντικαθιστούν τους Jochen Schroeder και Jörg Michael αντίστοιχα. Το 1988 κυκλοφορούν το “Perfect Man” και ξεκινούν τις περιοδείες με τους Running Wild, U.D.O., Motörhead και Saxon, ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφορούν το “Secrets In A Weird World”, με το “Invisible Horizons” να μπαίνει για πρώτη φορά στα charts. Το 1990 κυκλοφορεί το “Reflections Of A Shadow” και φτάνουμε στο 1992, όταν το “Trapped!” μπαίνει στα παγκόσμια charts, “οδηγώντας” την μπάντα στην πρώτη περιοδεία της στην Ιαπωνία, ενώ το 1993 κυκλοφορούν το “The Missing Link”, ένα από τα πιο επιτυχημένα και επιδραστικά album εκείνης της εποχής. Στις αρχές του 1994, ο Manni Schmidt αποχωρεί από τους Rage και οι Sven Fischer και Spiros Efthimiadis προσχωρούν στο σχήμα, με το “10 Years In Rage” να αποτελεί το “κύκνειο άσμα” των Γερμανών με την Noise Records. Και φτάνουμε αισίως στα τέλη του 1994, με τους Rage να υπογράφουν στην Gun Records και να μπαίνουν στα R.A.S.H. Studio στο Gelsenkirchen τον Οκτώβριο, για να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του “10 Years In Rage” και την κορυφαία τους μουσική στιγμή μέχρι σήμερα, “Black In Mind”. Το δέκατο album των Rage, κυκλοφόρησε στις 22 Μαΐου του 1995, με συμπαραγωγή των Ulli Possell και Peavy Wagner, γνωρίζοντας την “αποθέωση” από τον μουσικό τύπο, με την επιτυχία “The Crawling Chaos” να είναι εμπνευσμένη από το έργο του H.P. Lovecraft.


Οι Γερμανοί καταφέρνουν ήδη από το μυστηριώδες εξώφυλλο να “ερεθίσουν” την φαντασία και την αγωνία των οπαδών για το περιεχόμενο του δίσκου, ενώ η παραγωγή μοιάζει να είναι η πιο προσεγμένη, αποτυπώνοντας ιδανικά το πιο μεστό heavy/power “όραμα” των Rage. Με το “Black In Mind”, οι Γερμανοί αποδεικνύουν ότι τα καλύτερα έρχονται, μπαίνοντας δυναμικά σε μία νέα ηχητική και συνθετική περίοδο για την μπάντα, εγκαινιάζοντας με τον καλύτερο τρόπο την δεύτερη δεκαετία της “ζωής” τους. Εκεί που οι Rage δείχνουν πιο ώριμοι ηχητικά, ακολουθώντας ένα πιο “ξεκάθαρο” heavy/power “πλάνο”, με λίγες speed/thrash “εξάρσεις”, ενώ είναι προφανές ότι “κρύβει” κάτι μυστηριώδες, κάτι “σκοτεινό”. Σίγουρα ξεχωρίζεις την ηχητική “ταυτότητα” των Γερμανών, όμως ο ήχος τους πλέον μοιάζει πιο στακάτος, πιο στιβαρός. Άλλωστε, οι Rage δεν ήταν ποτέ λάτρεις της μελωδικότητας, αλλά περισσότερο πιο άμεσοι ηχητικά. Η αλήθεια είναι ότι είχε αρχίσει να φαίνεται η αλλαγή της ηχητικής “στάσης” τους από το “The Missing Link”, όμως εδώ είναι που οι Rage ξεπερνούν τους εαυτούς τους, διορθώνοντας και την παραμικρή “λεπτομέρεια” και ετοιμάζοντας πλέον την “μηχανή” τους για νέες ηχητικές “περιπέτειες”. Είναι δεδομένο ότι “έψαχναν” ένα album με μία διαφορετική, “εκρηκτική” ηχητική προσέγγιση, που θα “απογείωνε” την μπάντα, και το “Black In Mind” μπορεί να άργησε, έχει όμως αυτήν την “στόφα” του “πρωταγωνιστή”. Η δέκατη δισκογραφική προσπάθεια των Rage, τους βρίσκει σε εξαιρετική φόρμα, πάνω στα “ντουζένια” τους, αποδεικνύοντας ότι οι Γερμανοί δικαίως λογίζονται ως μία από τις big four “δυνάμεις” του power metal.

Πέρα από την ηχητική heavy/power “πανδαισία” που σου προσφέρει το “Black In Mind”, οι Rage είχαν προνοήσει να το «γεμίσουν» με ότι πιο “πολύτιμο” συνθετικά. Οι Γερμανοί δεν ήταν καθόλου “φειδωλοί” στις συνθέσεις τους, είτε σε διάρκεια είτε σε ποσότητα, είχαν φοβερή συνθετική “όρεξη”, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα έβγαζε μία ιδιαίτερη “φρεσκάδα”. Προφανώς και τα 14 κομμάτια του δίσκου είχαν αυτόν τον χαρακτηριστικό ξεσηκωτικό “χαρακτήρα” των Γερμανών, όμως παράλληλα δεν ήταν απλά διασκεδαστικές, αλλά σου “κέντριζαν” το ενδιαφέρον, να τις “γνωρίσεις” καλύτερα, να “ξετυλίξεις” το μυστήριο που τις “κάλυπτε”. Το “Black In Mind” είναι γεμάτο με καλοστημένα heavy/power riff, πότε speed-άτα και πότε στα όρια του thrash, με καλοπαιγμένα solo, με κάποια από τα πιο πιασάρικα ρεφρέν, με μία ατμόσφαιρα μυστηρίου να περιβάλλει το album από την αρχή μέχρι το τέλος του και κάποιες από τις πιο ουσιαστικές και συνάμα εκφραστικές ερμηνείες του Peavy Wagner. Υπάρχουν στιγμές, που ο heavy/power ρυθμός είναι καθηλωτικός, όπως στα “Black In Mind”, “The Crawling Chaos”, “A Spider’s Web” και “The Price Of War”, που διακρίνεις μία πιο speed-άτη και thrash προσέγγιση, όπως στα “Forever”, “Until I Die”, “My Rage” και “Start!”, που φανερώνει ένα πιο “σκοτεινό” προσωπείο, όπως στο “Alive But Dead”, που δείχνει μια πιο επική διάθεση, όπως στο “In A Nameless Time”, που μοιάζει “στυφά” μελωδικό, όπως στο “All This Time”. Οι Rage φαντάζουν πιο “πλούσιοι” συνθετικά, “αγγίζοντας” ένα πιο ευρύ φάσμα κοινού του heavy metal, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αμεσότητα και την συμπαθητική “τραχύτητα” του ήχου τους. Το “Black In Mind” μοιάζει με το πιο μεστό συνθετικά album, που έχουν κυκλοφορήσει οι Γερμανοί.

Με το “Black In Mind”, οι Rage κερδίζουν την καθολική αναγνώριση από το απανταχού heavy metal κοινό, που μέχρι τώρα για διάφορους λόγους δεν κατάφερναν να πετύχουν. Ένας δίσκος μεστού ηχητικού και συνθετικού “κάλλους”, ένα album απαράμιλλης heavy/power “σκληράδας”, με την “σφραγίδα” των Γερμανών. Ένας δίσκος, που ξεχωρίζει ο “άμεσος” heavy/power “χαρακτήρας” των Rage, ένα album διαχρονικό, που αναδεικνύει την αυθεντική ‘90s “γοητεία” της σκηνής. Ένας δίσκος, που δεν πρέπει να λείπει από καμία δισκοθήκη μεταλλά. Στις 3 Οκτωβρίου, οι συμπαθείς Γερμανοί θα επισκεφθούν για ακόμη μια φορά την χώρα μας και την Αθήνα, για ένα απολαυστικό heavy/power show στο Κύτταρο, μαζί με τους Angelo Perlepes’ Mystery και τους Achelous. Εκεί, που ελπίζουμε να ακούσουμε κάποιους από τους ύμνους του “Black In Mind”. Τα λέμε εκεί, παίδες!

Είδος: Heavy/Power/Speed Metal
Δισκογραφική: Gun Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 22 Μαΐου 1995

Facebook
Website

Avatar photo
About Άγγελος Χόντζιας 751 Articles
Γεννημένος τη χρυσή δεκαετία του heavy metal, δεν θα μπορούσε να μην τον συγκινήσει ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας. Ξεκινώντας από το ελληνικό ροκ σε μικρή ηλικία, έφτασε να ακολουθήσει οτιδήποτε κλασικό από το rock, hard rock, το heavy metal, το power metal, το epic, το progressive και το doom metal. Τα χόμπι του είναι η μουσική και το ποδόσφαιρο, ενώ τα τελευταία χρόνια υπηρετεί τη μουσική και από τη θέση του αρθρογράφου.