Όλοι όσοι ασχολήθηκαν εκτεταμένα με τη μουσική του Paddy McAloon, ή των Prefab Sprout αν προτιμά κανείς, συνήθως ανήκαν αρχικά σε εκείνη την κατηγορία των ακροατών που δήλωναν, “λατρεύω τη μουσική σου, ακόμα και αν δεν έχω ιδέα σε τι ακριβώς αναφέρεται”. Όσο περισσότερο έσκαψαν τις λεπτομέρειες, τόσο περισσότερο αντιλήφθηκαν πως ο σπουδαίος μουσικός από το Durham δίνει ελάχιστη αξία στον αυθορμητισμό. Στην πραγματικότητα θεωρεί πως καλύπτει την προχειρότητα της σκέψης, ακόμα και του συναισθήματος, αφού αν αναρωτηθείς τί πραγματικά νιώθεις, είναι τελικά κάτι πιο περίπλοκο από αυτό που σου έρχεται πρώτα στο μυαλό.
Κάπου στο 1988, ο Paddy βρήκε την αφετηρία του επόμενου άλμπουμ στην κοινή σκέψη πολλών ανθρώπων, πως η ζωή δεν λειτούργησε όπως ήθελαν, και θα εύχονταν να είχε πάει αλλιώς. Τόσοι πολλοί άνθρωποι θα έδιναν τα πάντα για μια “ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ”, μια επανόρθωση. Πάνω στην εμφανή του προτίμηση να γράψει τραγούδια χαρακτήρων, να δημιουργήσει μια μικρή δραματική ένταση με μια σειρά από φασματικές φιγούρες, καταλήγει στον κεντρικό ήρωα: τον μυθικό Elvis.
Ο βασιλιάς του rock & roll, σύμφωνα με την αφήγησή του, είναι ζωντανός και μένει κρυμμένος κάπου στην έρημο της Nevada, στο Las Vegas. Νιώθει πως έκανε κάποια πράγματα λάθος και για πρώτη φορά θέλει να γυρίσει και να τα διορθώσει όλα. Το μόνο που του λείπει, είναι το κατάλληλο τραγούδι. Πάνω σε αυτή την παράδοξη σύλληψη, γράφει το ομότιτλο τραγούδι, αυτό που θα τον έκανε να γυρίσει. Όντας μεγάλος θαυμαστής του Elvis, αλλά σε αντίθεση με τους περισσότερους , προτιμώντας τις παλιότερες δουλειές του, και τα gospel, προσπάθησε παράλληλα να απαντήσει και στο βιβλίο του Albert Goldman, “Elvis”, το οποίο θεώρησε προσβλητικό (“And all those books about me, Well there wasn’t much love in ’em boys”). Ήταν η επίθεση ενός διανοούμενου Νεοϋορκέζου σε ένα αγόρι του Νότου. Διάλεξε τον τίτλο “Jordan”, από τους Jordanaires, που ήταν η μπάντα του βασιλιά, αλλά και από τον ποταμό Ιορδάνη, ένα ισχυρό σύμβολο αναγέννησης για τον χριστιανισμό, αλλά και μεγάλη πηγή έμπνευσης για πολλά gospel τραγούδια.
Σχεδόν άμεσα προέκυψε ο παραλληλισμός με τον Jesse James: έψαξε μια αντίστοιχη διαδρομή, ένα κακό παιδί, έναν παράνομο που τελικά διένυσε τόσο μεγάλη διαδρομή από την πατρίδα του, το λίκνο του, και κατέληξε πολύ μακριά από εκεί που ανήκε, κάποιον που συχνά αναρωτήθηκε “πώς στο διάολο έφτασα εδώ;”. Ήταν μια περίπτωση με την οποία μπορούσε να ταυτιστεί ο Elvis. Έζησαν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και ίσως οραματίστηκαν ένα καλύτερο τέλος από αυτό που τους συνέβη. Ο Jesse James πυροβολήθηκε στην πλάτη, ενώ κρεμούσε μια φωτογραφία στον τοίχο, ένας πολύ άδοξος τρόπος να τερματιστεί η ζωή ενός τέτοιου παρανόμου. Κάπως έτσι γεννήθηκε η γραμμή “Jesse James was never part of life’s great symphony, all he heard were penny whistles out of key”. Εκεί ακριβώς προέκυψε η ιδέα πως περίμενε να αρχίσει αυτή η μεγαλοπρεπής μουσική, καθώς σίγουρα φανταζόταν τον εαυτό του να πεθαίνει με πιο ένδοξο τρόπο. Η ιδέα είναι ένα Μπολερό, (“Jesse James Bolero”), έναν επιβλητικό χορό που όμως δεν οδηγεί πουθενά, και μαζί με τη “Συμφωνία” που προηγείται, τραβούν μια παράλληλη γραμμή στις ζωές των δυο άντρων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως Jesse ήταν το όνομα του δίδυμου αδερφού του Elvis, που γεννήθηκε νεκρός. Το Μπολερό του Jesse James καταλήγει ένας μεγαλοπρεπής χορός στον οποίο “every step proclaims that he’s a wayward son”. Το κεφάλαιο των τραγουδιών για τον Elvis κλείνει με το “Moondog”, μια εντυπωσιακή αφήγηση της κηδείας του, και μια πνευματώδης προφητεία για την επιστροφή του βασιλιά. Αν επέστρεφε πού θα τον έβαζαν; Υπάρχει μόνο ένα μέρος αρκετά μεγάλο, το φεγγάρι και μια δορυφορική σύνδεση. Η φωνή του σφραγίζει το φινάλε μαζί με τα χειροκροτήματα του πλήθους: “Phew! There’s a lot of folks out there, boy…”
Όταν άρχισαν οι ηχογραφήσεις, ο παραγωγός και στενός συνεργάτης του Paddy, Thomas Dolby, είχε προτείνει να ονομάσουν το άλμπουμ “Death and Elvis”, ορμώμενος από ένα μάτσο τραγουδιών (τα πέντε τελευταία του δίσκου), τα οποία ο ίδιος ο Paddy χαρακτήριζε σαν τον “θάνατο και τη μοίρα”, ένα μέρος του άλμπουμ για τον μοντέρνο τρόπο θανάτου που ασχολείται με θεμελιώδη ερωτήματα. Πολλοί γραφιάδες του Νησιού τα χαιρέτησαν τότε σαν περίεργα αναζωογονητικές σκέψεις για το θάνατο και ίσως την πιο έξυπνη αντίληψη για πνευματικά θέματα που έχει δημιουργήσει η σύγχρονη pop.
Στο συγκινητικό “One of the Broken”, ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του McAloon, μιλά ο Θεός, με αυτό το υπέροχο φλεγματικό, καρτουνίστικο χιούμορ του (“Moses only had to see a burning bush and he’d pull up a chair”), και ζητά από τους πιστούς να μεταφέρουν την προσοχή τους από αυτόν στους συνανθρώπους τους. Χρησιμοποιώντας σύμβολα από το καθολικό παιδικό του υπόβαθρο, δημιούργησε μια ζεστή ιδέα για τον τρόπο που πρέπει να φερόμαστε ο ένας στον άλλον. Έτσι, στο αμέσως επόμενο “Michael” δίνει το λόγο στο διάβολο, που μαραζώνει στην κόλαση και στέλνει αυτό το μήνυμα στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, ζητώντας του να πει έναν καλό λόγο για αυτόν στον Κύριο. Είχε τη φιλοδοξία να το ηχογραφήσει σαν ντουέτο με τον Michael Jackson σαν Αρχάγγελο Μιχαήλ. Του άρεσε η ιδέα του Εωσφόρου που επιχειρηματολογεί για τη συγχώρεση λέγοντας πως είναι εκεί μόνο για να αποδείξει πως υπάρχει ελεύθερη βούληση, πως είναι μόνο η νύχτα της μέρας του. Ουσιαστικά, και αυτός είναι μια από τις φιγούρες του δίσκου που διεκδικούν την επιστροφή τους, σαν να έχασε κάποτε μια ευκαιρία καριέρας στον παράδεισο. Το “Mercy” ακουμπά αισθητά στο “Michael”, σαν ένας ταπεινός, γαλήνιος απόηχος της επίκλησης αλλά μπορεί να είναι και ένα απλό, ταπεινό, ρομαντικό τραγούδι αγάπης. Η θλιμμένη εισαγωγή ενός εκκλησιαστικού οργάνου μας σπρώχνει στο σχεδόν rocker “Scarlet Nights”, μια μεγαλοπρεπής περιγραφή της αναμονής του θανάτου και της επιθυμίας να μπορούσε κανείς να ζήσει ξανά, με τις εικόνες της Γαλιλαίας, της Ρώμης, του Ιορδάνη να διατηρούν μια βιβλική εντύπωση. Ο επίλογος του “Doo Wop in Harlem” απευθύνεται σε έναν φίλο που έφυγε, και με τις βαθιές soul αρμονίες του, ο Paddy το θεώρησε τέλειο για τον Ray Charles. Η μελωδία μοιάζει να είναι μια ψεύτικη υπόσχεση του ουρανού, καθώς η ομορφιά της μουσικής υποδηλώνει παραπλανητικά την αρμονία του σύμπαντος.
Ανάμεσα στον Elvis και τον θάνατο, μπήκαν τα τραγούδια της αγάπης. Ξεκινώντας με το αισιόδοξο “All the World Loves Lovers”, ο Paddy μοιάζει να επικρίνει εκείνα τα μοντέρνα ζευγάρια που θεωρούν πως καταφέρνουν να έχουν μια πολύ ρεαλιστική ιδέα για τις σχέσεις, που στοχεύουν να μη δίνουν τις ίδιες ανόητες, υπερβολικές υποσχέσεις που δίνουν οι άλλοι εραστές. Η εισαγωγή του “All Boys Believe Anything” με τον μοναδικό στίχο να σχηματίζει το όνομα των ABBA, μας σπρώχνει στο υπέροχο “The Ice Maiden”, ένα τραγούδι για την Agnetha Faltskog των ABBA. Οι εφηβικές μνήμες του δημιουργού αναβιώνουν τον θαυμασμό για την παγωμένη αίγλη του σουηδικού γκρουπ. Μια διχασμένη έλξη έκανε το τραγούδι, σύμφωνα με τον ίδιο, σαν ένα πορτρέτο των ABBA φτιαγμένο από τον Πικάσο. Η γοητεία αυτή ανακάτευε τη λάμψη τους με την “οικοδομική” χρήση των αγγλικών τους, κάτι που πέρασε στο τραγούδι με στίχους όπως το “welcome to the glow of high octane affairs”. Το “Paris Smith” προέκυψε από την επιθυμία της Wendy Smith (η οποία φυσικά λάμπει για άλλη μια φορά τόσο τρυφερά και διακριτικά σε ολόκληρο το άλμπουμ) να δώσει στο παιδί που θα έκανε κάποτε ένα εντελώς ασυνήθιστο όνομα απέναντι στο τόσο συνηθισμένο της επίθετο. Ταυτόχρονα είναι μια προτροπή στο παιδί με το φανταστικό όνομα να αποφύγει τα ίδια λάθη. Το σύντομο “The Wedding March” κλείνει την ενότητα αυτή, με τον χαρακτηριστικό στίχο “one dance whose steps I never could learn”, να μην αφήνει πολλά περιθώρια.
Ο Paddy προτίμησε να κρατήσει τα ανεξάρτητα, αυτόνομα pop τραγούδια του για την είσοδο στο άλμπουμ. Το ρυθμικό “Looking for Atlantis” με τα δυο του ακόρντα, μεταφέρει το ξεκάθαρο μήνυμα στον άνθρωπο να πάψει να αναζητεί τα Ιερά Δισκοπότηρα αυτού του κόσμου, να συμβιβαστεί με τα πράγματα που αποτελούν το πραγματικό, καθημερινό του περιβάλλον, και να στραφεί στους ανθρώπους που τον αγαπούν πραγματικά. Το υπέροχο “Wild Horses”, ένα από τα κορυφαία τραγούδια του δίσκου, είναι μια τρυφερή και σέξι μαζί περιπλάνηση στο μυαλό ενός μεσήλικα που ερωτεύεται ένα νέο κορίτσι. Ένας απίθανος, υπνωτικός ρυθμικός βηματισμός σε έναν κόσμο με απογεύματα στο σανό, άγρια άλογα, κύβους ζάχαρης, ροντέο, λύκους και πόνι που στέκονται απέναντι στον χρόνο που έχει περάσει, και κάποιες αισθαντικές φράσεις από την ηθοποιό Jenny Agutter. O Paddy γυρίζει τον προβολέα στην αρσενική σεξουαλικότητα με απαράμιλλη τρυφερότητα και χιούμορ (“Like the chemicals at war in me, ’til I’m a wolf with an eye for the ponies”), κάτι που είχε κάνει με εξίσου καταπληκτικό τρόπο και στο “Talking Scarlet”, στο “Protest Songs”.
Μια σύγχυση σε μια συζήτηση σε θορυβώδη παμπ και η κοντινή χρονικά αναφορά ενός φίλου του στο τραγούδι “Machine Gun” του Jimi Hendrix και στην Ibiza όπου είχε πάει διακοπές, αρκούσε για να σκαρώσει ο Paddy ένα τραγούδι με αλλόκοτο τίτλο. Το “Machine Gun Ibiza”, με τους funky ρυθμούς και wah wah στις κιθάρες, είχε να κάνει με έναν φανταστικό ήρωα, τον πιο cool τύπο του πλανήτη, που εν μέρει βασίστηκε φυσικά και στον Hendrix. Ένα από τα πιο υπέροχα, νοσταλγικά τραγούδια της καριέρας του, το “We Let the Stars Go” γράφτηκε στις 29 Αυγούστου του 1988. Η ημερομηνία έχει μείνει γιατί εκείνο το βράδυ ο Paddy είχε πάρει εισιτήρια να δει τον Michael Jackson στο Leeds, αλλά τελικά αποφάσισε να μην πάει γιατί φοβόταν πως θα του γκρέμιζε το όνειρο. Έτσι, ολοκλήρωσε αυτή την “αγόρι-χάνει-κορίτσι” ιστορία με κάποιες αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες που υπερτονίστηκαν από το “Paddy Joe” του ρεφρέν, προερχόμενο από τα δυο ονόματά του, Patrick και Joseph. Ο ίδιος λάτρεψε τόσο αυτό τον “χολιγουντιανό” τίτλο, “αφήσαμε τα αστέρια να φύγουν”, λέγοντας χαρακτηριστικά πως είναι μια φράση που θα μπορούσε να υπάρχει σε οποιοδήποτε τραγούδια τα τελευταία 40 χρόνια. Άλλη μια επιθυμητή επιστροφή και δεύτερη ευκαιρία υποβόσκει και σε αυτό το γλυκόπικρο διαμάντι. Μια από τις περίεργες εμμονές του πως δεν θα προλάβει να κάνει έγκαιρα κάποια πράγματα, τον οδήγησε στο “Carnival 2000”, ένα τραγούδι για την αλλαγή της χιλιετίας. Αν και ξεκίνησε σαν ακουστικό, η επιμονή του Thomas Dolby το οδήγησε σε ένα μεγαλειώδες πάρτι, μεταφέροντας με τη βοήθεια της σάμπα τον αέρα του Ρίο, με την καρδιά του πάρτι να βρίσκεται στη διαπίστωση πως ζωές και αγάπες πάνε και έρχονται, αλλά η ζωή και η αγάπη μένει.
Ο Paddy πέρασε σχεδόν έναν χρόνο ηχογραφώντας demo για τα τραγούδια του άλμπουμ, με μια πιο περίτεχνη και λεπτομερή προσέγγιση συγκριτικά με τα προηγούμενα άλμπουμ: ήθελε το άλμπουμ να ακούγεται σαν soundtrack ταινίας της Disney σε παραγωγή Trevor Horn. Όταν ο Thomas Dolby παρέλαβε το υλικό με τα τραγούδια, θεώρησε πως τα περισσότερα από αυτά ήταν τόσο ολοκληρωμένα που δεν είχαν πραγματικά περιθώριο βελτίωσης. Ο Paddy ένιωσε όμως πως το άλμπουμ έπρεπε να ηχογραφηθεί σε ένα επαγγελματικό στούντιο, θεωρώντας πάντα απαραίτητη την παρουσία και συμβολή του Dolby. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1989 στο Ridge Farm Studio, του Surrey. Τα αρχικά σχέδια του McAloon ήταν ένα διπλό άλμπουμ με 24 τραγούδια, αλλά η CBS ανησύχησε σοβαρά για την εμπορική τύχη ενός διπλού δίσκου, και έτσι περιορίστηκαν στα 19 τραγούδια. Ανάμεσα στις περικοπές των τραγουδιών, υπήρχε άλλη μια ένδοξη επιστροφή, ένα τραγούδι με τον τίτλο “Meet the New Mozart”. Αφορούσε στον Wolfgang Amadeus Mozart, που επέστρεφε στον κόσμο σαν Neil Tennant (Pet Shop Boys) και έβγαζε ένα σωρό χρήματα αυτή τη φορά. Από τον αρχικό προγραμματισμό των τριών μηνών, οι ηχογραφήσεις κράτησαν έναν χρόνο, καθώς συνεχίστηκαν στο Los Angeles, όπου οι Dolby και McAloon έκαναν και την τελική μίξη του.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τελικά στις 28 Αυγούστου του 1990. Με βασικό θέμα την αναγέννηση, την ανανέωση, την επιστροφή, ο Paddy κατάφερε να δημιουργήσει ένα πολύχρωμο άλμπουμ, με τον ακροατή να κατακλύζεται από όλα αυτά τα μουσικά στιλ που έρχονται το ένα μετά το άλλο, μαζί με τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών. Πάνω στον βασικό του pop rock πυρήνα του υπάρχουν προσθήκες funk, country, disco, bolero, soul ακόμα και gospel. Κάποιος έγραψε κάποτε πως είναι ένα άλμπουμ που προσεύχεται με τους αγγέλους, χορεύει με τον διάβολο, αλλά το καλύτερο από όλα, κάνει τζόκινγκ με τη Madonna. Η γενική αποθέωση ήρθε μαζί με συγκρίσεις με μυθικές δουλειές όπως τα “The White Album”, “Pet Sounds”, “Sign o’ the Times”, ενώ ακόμα και οι πιο δύστροπες πένες της πατρίδας του αναγνώρισαν την ικανότητά του να βυθίζεται σε οποιοδήποτε μουσικό είδος του αρέσει και να αναδύεται με εκπληκτικές μελωδίες, και το έργο του αποδείχθηκε τόσο πολυεπίπεδο που, δεκαετίες μετά, φαίνεται να κρατά ακόμα νέα μυστικά.
Είναι αληθινά παράξενο, λοιπόν, ότι ένα συγκρότημα που ξεκίνησε την καριέρα του τραγουδώντας πως “Ο διάβολος έχει όλα τα καλύτερα τραγούδια”, κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το ίχνος του τραγουδώντας με συγκινητικό και διασκεδαστικό τρόπο τόσο για το Θεό όσο και για τον θάνατο.
“But, death is a small price for heaven”.