
Το καινούριο όγδοο studio album αποτελεί την καλύτερη στιγμή της πορείας του Αμερικανού πολυοργανίστα, τραγουδιστή, συνθέτη και παραγωγού Noah Lennox (a.k.a Panda Bear). Κυκλοφόρησε φέτος τον Φεβρουάριο με τίτλο “Sinister Grift” και ηχογραφήθηκε στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας – πόλη στην οποία ζει από το 2004 – με τη συμμετοχή μελών των Animal Collective, συνιδρυτικό μέλος των οποίων αποτελεί και ο ίδιος.
Στα δέκα τραγούδια του δίσκου υπάρχει μια εκπληκτική ποικιλομορφία μουσικών ειδών (μια dream-pop, reggae-dub, indie-rock ψυχεδέλεια με μπόλικο άρωμα Beach Boys) που αναμειγνύονται μεταξύ τους συνθέτοντας ένα δεμένο και ομοιογενές αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει η διάθεση για πολλούς πειραματισμούς, με την φωνή του εδώ να ακούγεται πιο καθαρή, πιο άμεση και πολύ πιο συναισθηματικά φορτισμένη σε σχέση με παλιότερες δουλειές του.

Η ψυχεδελική vintage προσέγγιση που κατακλύζει ολόκληρο το άλμπουμ δημιουργείται μέσα από χαρακτηριστικές, πολυεπίπεδες φωνητικές αρμονίες, με chorus παραμορφώσεις και reverb εφέ χωρίς όμως να μπουκώνουν τον ήχο,να κουράζουν ή να μονοπωλούν το ενδιαφέρον. Έχουν μέτρο και χρησιμοποιούνται λελογισμένα στις ενορχηστρώσεις μεταμορφώνοντας έτσι την απλότητά τους καταφέρνοντας να παρασύρουν και να κερδίσουν τον ακροατή.
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του εναρκτήριου “Praise” μπαίνεις αμέσως στο πνεύμα του άλμπουμ όπου η αναβίωση μιας vintage αισθητικής είναι κυρίαρχη. Μια ξεκάθαρη ρετρό ταυτότητα αναδύεται μέσα από τη μελωδία, τις κάθετες κιθαριστικές γραμμές και τα “χορωδιακά” πολυεπίπεδα φωνητικά – σήμα κατατεθέν άλλωστε ολόκληρου του άλμπουμ.
Η έμπνευση για το δεύτερο κομμάτι “Anywhere But Here” που ακολουθεί προήλθε – σύμφωνα με όσα δηλώνει ο ίδιος – από ένα τραγούδι των Louvin Brothers το 1959 με τίτλο “Satan Is Real”. Στο ξεκίνημά του υπάρχει ένα φωνητικό ρεφρέν και μετά ακολουθεί μια ιστορία αφήγησης με το μοτίβο αυτό να επαναλαμβάνεται. Ο Lennox θέλησε να έχει το ίδιο δομικό στήσιμο στο τραγούδι του με τις 3 στροφές της απαγγελίας να αναλαμβάνει η κόρη του Nadja σε ένα ποίημα στα πορτογαλικά που έγραψε η ίδια. Μια “θεατρική”psych-pop μπαλάντα που συγκαταλέγεται στα highlights του δίσκου.
Με τα “50mg”, “Ends Meet”, “Just As Well”, ταξιδεύουμε σε reggae-dub ρυθμούς με τον ήλιο και την αρμύρα της θάλασσας να μετουσιώνονται σε ήχους. To “Ferry Lady” συνεχίζει στο ίδιο ύφος – με πιο έντονες ψυχεδελικές φόρμες και την μελωδία να φέρνει κάτι από Beatles – ενώ στους στίχους του είναι διάχυτη μια αίσθηση προσπάθειας για την υπέρβαση εμποδίων, δύσκολων στιγμών όπως ένας χωρισμός.
Στη συνέχεια οι τόνοι πέφτουν με τα “Venom’s In”, “Left In The Cold” και “Elegy For Noah Lou” ( για το οποίο θ αναφερθώ με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στη συνέχεια). Έχουμε μια μεταστροφή του κλίματος από νωχελικά χαρούμενο, ανέμελο και φωτεινό σε πιο ενδοσκοπικό και μελαγχολικό χωρίς όμως να γίνεται βαρύ ή καταθλιπτικό. Μια ελαφριά μυρωδιά θλίψης κυριαρχεί δίχως ωστόσο να σε πνίγει. Η εσωτερική αναζήτηση, ο πόνος, η προσδοκία, χαρακτηρίζουν την στιχουργική αφήγηση αναδεικνύοντας παράλληλα μια γνήσια ειλικρίνεια.
Το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι μέσα στον δίσκο“Elegy For Noah Lou”, και προσωπικά το πιο αγαπημένο μου, είναι μια ευαίσθητη, σκοτεινή μπαλάντα με τον Lennox να δημιουργεί με την σύνθεση και την ερμηνεία του μια συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ο τίτλος φέρει το όνομα Noah Lou, γιου ενός φιλικού ζευγαριού ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε πολύ μικρή ηλικία. Σύμφωνα με λεγόμενά του το τραγούδι δεν αφορά το ίδιο το αγόρι αλλά νοιώθοντας την παρουσία του όταν το έγραφε και αναλογιζόμενος την απώλεια ως βίωμα, θέλησε να τιμήσει έτσι την ανάμνησή του. Οι στίχοι αναφέρονται στην σχέση ενός παιδιού με την μητέρα του και πως η δυναμική της σχέσης αυτής μεταβάλλεται μέσα από την πάροδο του χρόνου. Ως κύριο νοηματικό πλαίσιο περιγράφεται η λαχτάρα για αποδοχή και η αναζήτηση της αγάπης μέσα από έναν εξομολογητικό, σχεδόν οδυνηρό τρόπο. Αυτή η εύθραυστη ομορφιά με το ειδικό συναισθηματικό βάρος που καταγράφεται στην έξι λεπτών διάρκεια του κομματιού αποτελεί κατά τη γνώμη μου και την κορυφαία στιγμή του άλμπουμ.
Παρά την εσωστρέφεια και τον σκοτεινό συναισθηματισμό των προηγούμενων κομματιών μια μετέωρη νότα αισιοδοξίας και ελπίδας πλανάται και κορυφώνεται στο τελευταίο κομμάτι με τίτλο “Defense”. Εδώ υπάρχει η συνεργασία της Καναδής underground καλλιτέχνιδας Cindy Lee – ένα χαρακτηριστικό κιθαριστικό σόλο της οποίας ακούμε στη μέση του κομματιού. Lennox και Lee μοιράζονται την αγάπη τους για τα 60s με το κομμάτι να βασίζεται σε μια στιβαρή mid-tempo δομή. Η χημεία του ντουέτου δημιουργεί ένα πανέμορφο indie-rock αποτέλεσμα με το οποίο πέφτουν και οι τίτλοι τέλους στην υπέροχη αυτή δουλειά του Panda Bear.
Η συνολική αίσθηση του ακροατή, ακούγοντας ολόκληρο το άλμπουμ, μοιάζει με ένα απαλό καλοκαιρινό αεράκι σε μια έρημη παραλία προτού ο ήλιος αρχίσει να δύει… ή με ένα δροσερό κοκτέιλ που ξεχωρίζει σε χρώμα και αρώματα, που σε χαλαρώνει δίχως να σε μεθάει, αφήνοντάς σου μια ελαφριά γλυκόπικρη επίγευση στο τέλος. Το Sinister Grift θα μπορούσε επίσης παρομοιαστεί και με μια παλιά ελληνική ταινία με την φινέτσα, το εκλεπτυσμένο παιχνιδιάρικο χιούμορ και την παιδική αφέλεια του Ντίνου Ηλιόπουλου σε ρόλο πρωταγωνιστή. Παρόλο το πηγαίο αίσθημα χαράς και ψυχαγωγίας που μετέδιδε στο κοινό ο ηθοποιός, πάντα υπήρχε μια αίσθηση του ανεκπλήρωτου και μια κρυμμένη εσωτερική μελαγχολία στο παίξιμό του.

Κείμενο: Δημήτρης Δαόπουλος