
Η δισκογραφική δράση των neo progers Pallas (που εγκατέλειψαν το αρχικό τους όνομα “Rainbow”, όταν ο Ritchie Blackmore συνεργάστηκε με τον Ronnie James Dio) ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα, καθώς η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν το “Arrive Alive”, ένα ζωντανό άλμπουμ του 1981. Το άλμπουμ αυτό σε συνδυασμό με μερικές δυναμικές εμφανίσεις, κυρίως στο εμβληματικό Marquee Club του Λονδίνου, έφεραν το συγκρότημα στην προσοχή της EMI, η οποία είχε ήδη υπογράψει με τους Marillion.
H φιλική σχέση των Pallas με τους Marillion, η δημοτικότητα του heavy metal στην αγορά των εφήβων και η αναβίωση του ενδιαφέροντος για το progressive rock, έδωσαν την ευκαιρία στο συγκρότημα να υπογράψει στην ΕΜΙ για μια προκαταβολή 500.000 λιρών. Καθώς η εταιρεία έβλεπε σοβαρά την πιθανότητα μιας έντονης αναβίωσης του progressive rock, ο Eddy Offord, γνωστός για την εκτεταμένη δουλειά του με τους Yes και τους Emerson, Lake & Palmer, ήταν ο βασικός υποψήφιος για παραγωγός.

Άρχισαν να δουλεύουν στο επικείμενο άλμπουμ νοικιάζοντας μια αγροικία στη βορειοανατολική Σκωτία. Κλείστηκαν εκεί μέσα, και έγραψαν κάποιες ατμοσφαιρικές συνθέσεις, αργά το βράδυ καθώς και την εισαγωγή του “Rise And Fall” . Με το συγκρότημα να δημιουργεί την ηχητική εικόνα κάτι τεράστιου που υψώνεται στον ωκεανό, οι σπόροι για το concept του άλμπουμ υπήρχαν ήδη. Έτσι και έγινε, με στίχους βασισμένους σε θέματα του Ψυχρού Πολέμου, χρησιμοποιώντας μια φουτουριστική εκδοχή της ιστορίας της Ατλαντίδας σαν μεταφορά για μια τεχνολογικά προηγμένη κοινωνία που έφτασε στο χείλος της καταστροφής.
Το “Atlantis” ήταν το κομμάτι που έδωσε την αφορμή για ολόκληρο το άλμπουμ, σύμφωνα με τη μαρτυρία του τραγουδιστή Euan Lowson. Οι Pallas ήταν άλλωστε ένα συγκρότημα που έγραφε πάντα μουσικές εικόνες και στο “Sentinel” δημιούργησαν μια αναπλαστική εικόνα προσθέτοντας μια μοντέρνα στιλπνότητα στην ιστορία της Ατλαντίδας. Το συγκρότημα πέρασε αρκετό χρόνο κάνοντας τζαμαρίσματα για να δημιουργήσει μερικά από τα κομμάτια του άλμπουμ και να εμπλουτίσει μουσικά θέματα τα οποία θα έπλεκαν σε διαφορετικά κομμάτια. Ήθελαν να δώσουν συνοχή σε ένα τέτοιου είδους άλμπουμ έχοντας κάποιες αναγνωρίσιμες μελωδίες που θα εμφανίζονταν σε διαφορετικά κομμάτια.
Δουλεύοντας σκληρά στην ενοικιαζόμενη αγροικία τους, οι Pallas έγραψαν τελικά πολύ περισσότερο υλικό από όσο ήταν απαραίτητο ή δυνατό για ένα μόνο άλμπουμ. Και αυτό ήταν ένα θέμα που θα εμπόδιζε το “The Sentinel”, καθώς ήταν περιοριστική η κυκλοφορία σε βινύλιο: ενώ έφταναν 40 λεπτά, θα μπορούσαν εύκολα να είχαν ένα διπλό άλμπουμ. Έγιναν μακροσκελείς συζητήσεις με την EMI σχετικά με το θέμα αλλά η εταιρεία ήταν εντελώς αντίθετη με την ιδέα. Σχεδόν έπαθαν καρδιακό επεισόδιο με την προοπτική να υπογράψουν και να ξεκινήσουν ένα νέο συγκρότημα με ένα διπλό concept άλμπουμ ενώ μεσουρανούσε το new wave.
Βέβαια, εκ των υστέρων, και με το πέρασμα των χρόνων οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές παραδέχτηκαν πως το πρώτο τους άλμπουμ με την EMI δεν θα έπρεπε να ήταν το “The Sentinel”. Μάλλον θα έπρεπε να είχαν ηχογραφήσει το υλικό που υπήρχε στο άλμπουμ “Arrive Alive”, και μετά θα μπορούσαν να είχαν κάνει ένα διπλό άλμπουμ στη συνέχεια.

Η EMI μπορεί να απέρριψε την ιδέα να σηματοδοτήσει το ντεμπούτο των Pallas στη με ένα διπλό στούντιο άλμπουμ, αλλά έχοντας ρωτήσει το συγκρότημα με ποιους παραγωγούς θα ήθελαν να συνεργαστούν, εξασφάλισαν τον παραγωγό των Yes, Eddy Offord. Άλλα ονόματα που συζητήθηκαν ήταν ο Steve Lillywhite και περιέργως, ο Nile Rodgers των Chic.
Η συνεργασία με το Offord είχε τεράστια απήχηση. Όχι μόνο ήταν διαθέσιμος, αλλά του άρεσαν επίσης τα demo που είχε ακούσει. Όντας τεράστιοι θαυμαστές των Yes, η προοπτική να βγουν να ηχογραφήσουν το πρώτο άλμπουμ στην Αμερική μαζί του ήταν σαν όνειρο. Τους είχε επηρεάσει όχι μόνο το ταξίδι στην Georgia, αλλά και η ευκαιρία να δουλέψουν με κάποιον που ήταν ένας ζωντανός θρύλος γι’ αυτούς. Αμέσως πριν αναχωρήσουν από το Ηνωμένο Βασίλειο για την αμερικανική τους περιπέτεια, έπαιξαν στο Reading Festival, αποδίδοντας ζωντανά για πρώτη φορά μεγάλο μέρος του υλικού που θα περιλάμβανε το άλμπουμ. Την επόμενη μέρα πέταξαν στην Atlanta.

Το να βρίσκονται στο ίδιο στούντιο με τον Offord ήταν πέρα από κάθε φαντασία για τους ίδιους, σε επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο, καθώς πέρασαν τους επόμενους δύο μήνες κλεισμένοι στο στούντιό του στην Ατλάντα. Επιβεβαιώθηκαν τόσες πολλές ιστορίες για τον Eddy καθώς ήταν ένας πραγματικά ξεχωριστός χαρακτήρας για να δουλέψεις μαζί του. Ήταν μια πολυάσχολη περίοδος και φυσικά έμαθαν πολλά. Σίγουρα τους προέτρεψε να δουλέψουν σκληρότερα και με περισσότερες λεπτομέρειες στο θέμα των φωνητικών με τις μεγάλες αρμονίες, κάτι που άλλωστε χαρακτήριζε και τη δουλειά που είχε κάνει με τους Yes.
Δούλευαν καθημερινά μέχρι τα περασμένα μεσάνυχτα, και μετά ο Eddy είχε την αγαπημένη του παμπ που ήταν μια καλύβα με καβούρια στη Florida, και τους πήγαινε εκεί κάθε βράδυ. Ήταν και ο ίδιος ευχαριστημένος που δούλευε ξανά με ένα βρετανικό συγκρότημα, επειδή είχε βγει να ζήσει στην Αμερική και δούλευε με πολλά rock συγκροτήματα του νότου. Του άρεσε πολύ ο ενθουσιασμός τους.
Το στούντιο του ήταν αντισυμβατικό. Έστησαν στη σκηνή του κινηματογράφου και το γραφείο του ήταν κάτω στους πάγκους. Δεν υπήρχε χώρος ελέγχου και σαλόνι. Βασικά ήταν σαν να ετοιμαζόταν για μια ζωντανή συναυλία και ήταν κάτω στους μπροστινούς πάγκους και έκανε τη μίξη.. Ουσιαστικά η αίθουσα ελέγχου ήταν στημένη στους μπροστινούς πάγκους, αλλά δεν υπήρχε κανένα φυσικό εμπόδιο μεταξύ του Eddy και της μπάντας. Ο Eddy μερικές φορές έκανε τρία πράγματα ταυτόχρονα, ενώ παρακολουθούσε την αγαπημένη του ομάδα μπέιζμπολ σε μια οθόνη πάνω από το δεύτερο γραφείο.
Με πολλές χρήσιμες επαφές που είχε, βοήθησε αρκετά το συγκρότημα. Ο Steve Morse (τότε των Dixie Dregs, στη συνέχεια των Kansas, Deep Purple και Flying Colors) δάνεισε τις κιθάρες του συγκροτήματος. Ενώ το στούντιο και οι τεχνικές ηχογράφησης του Offord ίσως ήταν ασυνήθιστες, η ηχογράφηση του άλμπουμ πήγε ομαλά. Ωστόσο, το “The Sentinel” αντιμετώπισε γρήγορα προβλήματα στη συνέχεια. Έχοντας εξαντληθεί ο χρόνος στην Ατλάντα και με τη λήξη της βίζας τους, οι Pallas επέστρεψαν στο Ηνωμένο Βασίλειο με μερικές πρόχειρες μίξεις, αφήνοντας τον Offord μόνο του να ολοκληρώσει το άλμπουμ. Ήταν ακριβώς τη στιγμή που ο Offord κλήθηκε να ηχογραφήσει ζωντανά τους The Police σε περιοδεία.

Όταν έφτασαν οι τελικές μίξεις όλοι τους σοκαρίστηκαν από τα αδύναμα αποτελέσματα. Ήταν αποσβολωμένοι, και απολύτως πεπεισμένοι ότι κάποιος άλλος μπήκε και έκανε την μίξη για τον Eddy, γιατί απλά δεν ακουγόταν όπως όταν ήταν στο στούντιο και δούλευαν μαζί του. Οποιοσδήποτε τους είχε δει ζωντανά ήξερε ότι το συγκρότημα ήταν πραγματικά δυνατό και ένιωσαν ότι απλώς δεν μετέφερε αυτή τη δύναμη που είχαν ακούσει στις αρχικές μίξεις καθώς προχωρούσαν.
Αυτό δεν ήταν το μόνο μυστήριο την εποχή των Pallas στην EMI. Όταν υπέγραψαν μαζί τους, δημιουργήθηκε μια ομάδα για να κάνει την θυγατρική της Harvest ξανά ακμαία. Είχαν τους Deep Purple και τους Pink Floyd για ένα διάστημα. Τότε ήθελαν να ξανακάνουν την Harvest μια γνωστή πρώτης γραμμής rock δισκογραφική εταιρεία και πάλι. Οι Pallas αποτέλεσαν ουσιαστικά μέρος αυτού του πλάνου στην αρχή του. Αλλά κατά την επιστροφή τους από τις ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι ολόκληρη η ομάδα είχε απολυθεί. Επέστρεψαν στα κεντρικά γραφεία με το νέο τους άλμπουμ και όλοι τους έλεγαν “ποιοι είστε εσείς πάλι;”

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 13 Φεβρουαρίου 1984. Συνοδεύτηκε από το εκπληκτικό artwork του σπουδαίου Patrick Woodroffe. Η μηχανή δημοσίων σχέσεων της EMI βρέθηκε δίπλα από το δίσκο και το συγκρότημα θα περιόδευε για την προώθησή του, όμως ήταν δύσκολο να ενθουσιαστούν για κάτι που ήταν μια ωχρή σκιά αυτού που είχαν σχεδιάσει, ειδικά από τη στιγμή που είχαν ακούσει κάτι πολύ καλύτερο στη διάρκεια της διαδικασίας του. Παράλληλα, ο αρχικός στόχος ήταν ότι το “The Sentinel” θα ήταν μια ηχογραφημένη έκδοση του “The Atlantis Suite”, ένα επικό κεντρικό κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων του συγκροτήματος εκείνη την εποχή. Με τις πιέσεις της εταιρείας να προσθέσουν κάποια πιο συμβατικά τραγούδια, αφαιρέθηκε υλικό της σουίτας τους. Σε συνδυασμό με τον αναγκαστικό χρονικό περιορισμό του υλικού, το σχήμα βρέθηκε σε μεγάλη απόσταση από το αρχικό του όραμα. Παρ’ όλα αυτά, ο δίσκος σκαρφάλωσε στο Νο 45, καθόλου ευκαταφρόνητη απόπειρα για ένα ολόφρεσκο neo prog σχήμα που δεν είχε την τύχη των Marillion με τα singles.
Κάποιες περίτεχνες ζωντανές εμφανίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο (χρησιμοποιώντας το concept του “The Sentinel” σαν θέμα και με υποστήριξη από την ομάδα ειδικών εφέ της τηλεοπτικής σειράς “Doctor Who”) απέτυχαν να αυξήσουν αισθητά το ενδιαφέρον και όταν το συγκρότημα ήταν έτοιμο να ηχογραφήσει το δεύτερο άλμπουμ του για την EMI, ο τραγουδιστής Euan Lowson αποφάσισε να αποχωρήσει από το συγκρότημα.
Οι Pallas τελικά θα κυκλοφορήσουν το “The Sentinel” όπως σκόπευαν με το “The Atlantis Suite” άθικτο – τα κομμάτια “Eyes In The Night”, “Cut And Run” και “Shock Treatment” ήταν μέρη αυτού-, σε μια επανέκδοση του 1992 για την εταιρεία Centaur. Ακόμα και με όλα αυτά τα εμπόδια, το άλμπουμ αποτελεί ένα απαραίτητο κεφάλαιο με ιστορική και μεγάλη καλλιτεχνική σημασία, στην αναβίωση του prog rock στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Το συγκρότημα συνεχίζει να κυκλοφορεί δίσκους και να κάνει ζωντανές εμφανίσεις, έχοντας διατηρήσει τον αρχικό πυρήνα του μπασίστα Graeme Murray, του κιθαρίστα Niall Mathewson και του κημπορντίστα Ronnie Brown, μαζί με τον τραγουδιστή Alan Reed που είχε αντικαταστήσει τον Lowsdon, και τον ντράμερ Colin Fraser.
