Οι Nevermore είναι από τις λίγες μπάντες στο χώρο όπου όλες οι κυκλοφορίες τους θα μπορούσαν να θεωρηθούν «μνημεία» της μουσικής μας, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο «διατηρημένα» στο χρόνο, έχοντας όμως πάντα την ίδια ομορφιά αναλόγως της περιόδου που κυκλοφόρησαν. Αποφάσισα να ασχοληθώ με τον «Παρθενώνα» της δισκογραφίας τους, το ανεπανάληπτο “Dreaming Neon Black”.
Πριν όμως «βουτήξουμε» στα «σκοτεινά ύδατα» του συγκεκριμένου άλμπουμ, θα μου επιτρέψετε μία γρήγορη αναδρομή στην πορεία του Warrel Dane (R.I.P.), της «κινητήριας δύναμης» πίσω από την “Godmachine” των Nevermore. Παίρνω μία βαθιά ανάσα σαν άλλος Jim Carrey από το Ace Ventura και ξεκινώ.
Ο Warrel Dane υπήρξε τραγουδιστής, συνθέτης και βασικός στιχουργός των, εκ Seattle, Αμερικανών Sanctuary (προσκυνήστε!). Με αυτούς κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ ατόφιου Αμερικάνικου heavy metal, τα “Refuge Denied” (1988) και “Into the Mirror Black” (1990) (προσκυνήστε μέχρι συντέλειας του κόσμου!). Το 1990 ο Sean Blosl (guitars) εγκαταλείπει τη μπάντα και αντικαθίσταται από έναν πιτσιρικά ονόματι Jeff Loomis. Η μπάντα είναι έτοιμη για «εκτόξευση», και ενώ το grunge κίνημα γιγαντώνεται, η εταιρία πιέζει να αλλάξουν μουσικό ύφος και να ακολουθήσουν το «ρεύμα της εποχής». Ο W. Dane και ο Jim Sheppard (bass) φυσικά και δε συμφωνούν, σχηματίζουν το δικό τους project με το όνομα Nevermore και τελικά οι Sanctuary, λόγω ασυμφωνίας απόψεων, διαλύονται και επίσημα το 1992.
Με την άποψη του Dane για το grunge να είναι γνωστή και τη θέλησή του για «εκδίκηση» με heavy metal μουσική δεδομένη, η τετράδα των Warrel Dane, Jim Sheppard, Jeff Loomis και Van Williams κυκλοφορεί το 1995 το ομώνυμο ντεμπούτο της “Nevermore”. Οι όποιες US power καταβολές εποχής Sanctuary έχουν πάει περίπατο, τα υψίφωνα φωνητικά του Dane έχουν μειωθεί στο ελάχιστο, οι κιθάρες έχουν «βαρύνει» αισθητά και οι συνθέσεις ακολουθούν μια πιο groovy προσέγγιση. Είναι βλέπεις η εποχή (mid ’90s) όπου μεσουρανούν οι Pantera, οι οποίοι έχουν μεταφέρει τον ακραίο ήχο στα «μεγάλα σαλόνια» και έχουν παρασύρει όλο το heavy metal στη δίνη τους. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα (Νοέμβριος ’96) μας παραδίδουν το «διαστημικό» “The Politics of Ecstasy” και στέλνουν τους ακροατές στο γέρο διάολο. Με δεύτερο κιθαρίστα το θηριώδη Pat O’ Brian, οι Nevermore κυκλοφορούν ένα έπος Groove/Progressive/Thrash, πες το όπως θες, metal και μας «σερβίρουν τα μυαλά μας στο πιάτο». Το φιλοθεάμον κοινό, ανάμεσά τους και ο γράφων, αδυνατεί να πιστέψει ή ακόμα και να κατανοήσει αυτό που άκουγε και θεωρεί πως με το δεύτερο μόλις άλμπουμ τους οι Nevermore είχαν αγγίξει την κορυφή. Οι ίδιοι πάντως είχαν μάλλον διαφορετική άποψη. Σταματάω την ιστορική αναδρομή γιατί μου τελείωσε η ανάσα και σας μεταφέρω στο 1999 όταν η μαυρίλα του 3ου άλμπουμ των Αμερικανών «απλώθηκε» φαρδιά πλατιά πάνω απ’ τις ψυχές μας.
Το γνωρίζεις ίσως φίλε αναγνώστη, πως τα άλμπουμ που σε έχουν «στιγματίσει» τα αντιλαμβάνεσαι κάπως διαφορετικά. Θυμάσαι που και πως ήσουν όταν κυκλοφόρησαν, πως ένιωθες πριν και πως μετά την ακρόασή τους, και γενικά αρκετές λεπτομέρειες που ίσως θα σου διέφευγαν σε άλλη περίπτωση. Υπάρχουν πάρα πολλά μεγαλειώδη άλμπουμ εκεί έξω. Λιγοστεύει όμως ο αριθμός αυτών που «παίρνουν την ψυχή σου», την «ξεσκίζουν», ταυτίζεσαι μαζί τους και παρουσιάζεσαι με ένα περίεργο χαμόγελο «κάθαρσης», μετά την εμπειρία της ακρόασής τους. Ένα τέτοιο άλμπουμ είναι και το “Dreaming Neon Black”.
Ήταν Χειμώνας του 1999 όταν κυκλοφόρησε και το προμηθεύτηκα Σάββατο, σε μία έξοδο από τη σχολή στην οποία φοιτούσα. Είχα μπροστά μου μόλις μιάμιση μέρα για να το ακούσω, πριν ξαναμπώ στο εκπαιδευτικό ίδρυμα, και τα κλασικά ερωτήματα ενός νέου άλμπουμ είχαν ήδη κατακλύσει το μυαλό μου. Πώς να ακούγονται άραγε μετά από 3 χρόνια; Θα ξεπεράσουν το “The Politics…”; Ποιος είναι αυτός που αντικατέστησε τον O’ Brian; Τί θα πραγματεύονται αυτήν τη φορά οι στίχοι του Warrel;
Φαινόταν απ’ το καταπληκτικό εξώφυλλο πως κάτι δυσοίωνο και γκρίζο βρίσκεται εδώ μέσα, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από τα πρώτα μόλις δευτερόλεπτα της εισαγωγής του “Ophidian”, με τα voice samples από το “Lord of Illusions” του Clive Barker να προκαλούν ανατριχίλα και το συνεχή ήχο του καρδιογράφου να υποδηλώνει μια ζωή που τελειώνει και την εξιστόρηση μιας θλιβερής ιστορίας που αρχίζει.
“Welcome millennium, the fall of planet hate…” με αυτά τα λόγια μας καλωσορίζει ο Warrel στο εναρκτήριο “Beyond Within”, και όποια αχτίδα φωτός υπάρχει για την έλευση της νέας χιλιετίας, χάνεται μονομιάς. Το “Dreaming Neon Black” είναι ένα concept άλμπουμ και πραγματεύεται την ιστορία ενός άνδρα ο οποίος σταδιακά τρελαίνεται έχοντας χάσει τη σύντροφό του. Απλό και συνηθισμένο concept θα πει κάποιος, αλλά όταν το «αφηγείται» ο κατάλληλος άνθρωπος, τότε το επίπεδο των συναισθημάτων ανεβαίνει δραματικά. Και όταν αυτός ο κάποιος είναι ο Dane, που τυχαίνει να έχει επηρεαστεί από προσωπικό βίωμα για τη συγγραφή των στίχων, τότε προσπάθησε να καταλάβεις… “Welcome to the fall of one man’s sanity”.
Βασικά μία πρώην σύντροφος του Dane, πολύ προ Nevermore, έπαψε την επικοινωνία μαζί του και ο ίδιος ξεκίνησε να έχει εφιάλτες με αυτή να τον καλεί ενώ πνιγόταν (!!!). Η αλήθεια είναι ότι η Patricia (έτσι λεγόταν) την έκανε και μπήκε σε μια θρησκευτική αίρεση, κόβοντας κάθε επαφή με το παρελθόν. Αργότερα βρέθηκε μαζί με το σύζυγό της δολοφονημένη. Βάλε λοιπόν με το μυαλό σου, πώς μπορεί να έδρασε όλο αυτό στην ψυχοσύνθεση του Dane και θα κατανοήσεις πλήρως γιατί αυτό το άλμπουμ είναι τόσο κλιμακωτά καταθλιπτικό όσο και οργισμένο. Μη νομίσει κανείς πως το “DNB” βρίσκεται σε «μουσική καταστολή», το κάθε άλλο. Ο ορισμός του μεταλλικού ήχου των ’90s βρίσκεται εδώ, με τον Loomis να παραδίδει για άλλη μια φορά μαθήματα riffing, shredding, “fisting” και δεν ξέρω κι εγώ τί άλλο. Αυτήν τη φορά, στο πλευρό του βρίσκεται ο, εγκληματικά υποτιμημένος, Tim Calvert (R.I.P.) ο οποίος «έπαιξε τις κάλτσες του» στο έπος των Forbidden “Twisted Into Form”. Η κιθάρα του «γεμίζει» ιδανικά τον ήχο με βάρος «ταφόπλακας», που έχει δημιουργηθεί από το κλασικό Nevermore rhythm section των Sheppard – Williams και όλους αυτούς μαζί κατάφερε να τους «δέσει» ο παραγωγός Neil Kernon, κάνοντας τα 13 τραγούδια και την μία ώρα μουσικής μια «εξωσωματική εμπειρία».
Στέκομαι σε τόσο μεγάλο βαθμό στην ερμηνεία του Dane και εξηγούμαι. Από την εποχή των Sanctuary ο εκλιπών είχε ξεχωρίσει τόσο για τις δυναμικές και γεμάτες συναίσθημα ερμηνείες του, όσο και για τους εξαιρετικούς και γεμάτους μηνύματα στίχους του. Στο “DNB” καταφέρνει, σε συνδυασμό πάντα με τις συνθέσεις, κάτι που ελάχιστα άλμπουμ καταφέρνουν. Σε «παίρνει» μαζί του στον κόσμο του και σε «αναγκάζει» να τον ζήσεις ακόμη και αν δεν έχεις βιώσει αυτά που έχει βιώσει ο ίδιος. Νιώθεις ασήμαντος μπροστά στο κενό που δημιουργεί η κατάθλιψη όταν τον ακούς να τραγουδά “I feel so hollow” στο “The Death of Passion”. Οι εφιάλτες του γίνονται εφιάλτες σου στο “I Am the Dog”. Ταυτίζεσαι μαζί του για κάποιον δικό σου άνθρωπο που χάθηκε όταν «σπαράζει» για την απώλεια στο ομώνυμο κομμάτι. Έχω φέρει πολλές φορές φίλους κοντά μου σιγοψιθυρίζοντας “Meet me in the dreamtime water, drown”.
«Καταριέσαι» και εσύ το ανθρώπινο είδος και τις αδυναμίες του στο “The Fault of the Flesh” και απορείς αν ο Θεός μας περιπαίζει ή τον περιπαίζουμε μόνοι μας (“Are we your children? Are we lost?”) στο “The Lotus Eaters”. Στο αιώνια αγαπημένο μου “Poison Godmachine” θέλω κι εγώ να ουρλιάξω το ίδιο απεγνωσμένα “Soulless”, αναφερόμενος στο χαζοκούτι που καθοδηγεί τις ζωές μας. Προσπαθώ να καταλάβω εκείνον που έχει παραιτηθεί από τη θέληση να κάνει οτιδήποτε όταν προλογίζει “No more hope inside, my life means nothing anyway” στο “No More Will”.
Στις λίγες νότες του “Forever” που κλείνει το άλμπουμ, η φωνή του Warrel συσσωρεύει όλο τον πόνο που κρύβει η ψυχή του μέσα σε μόλις 2΄25΄΄. Ο συνολικός χρόνος του κομματιού στο cd player αναγράφεται στα 9΄20΄΄, οπότε μεσολαβούν περίπου 6μιση λεπτά «νεκρικής» σιγής, έως ότου για 10 δευτερόλεπτα ακουστούν και πάλι οι «απόκοσμες» φωνές της εισαγωγής να σε καλωσορίζουν στον άλλο κόσμο, με ένα ανατριχιαστικό “We’ ve been waiting for you”. Την πρώτη φορά που άκουσα το άλμπουμ, χωρίς να το γνωρίζω, πέρασα αυτά τα 6μιση λεπτά κοιτάζοντας με βλέμμα χαμένο και αναλογιζόμενος τί είχα μόλις ακούσει, μέχρι να με «ξυπνήσουν» οι φωνές απ’ το υπερπέραν.
Όπως κατάλαβες, στον κατάμαυρο κόσμο του “DNB” δεν υπάρχει αίσιο τέλος. Εξάλλου όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος ο Dane: «Το τέλος είναι λίγο τραγικό, λίγο καταθλιπτικό. Κάπως Σαιξπηρικό θα έλεγα. Όλοι πεθαίνουν, οπότε είναι όλοι ευχαριστημένοι». Αυτό όμως δεν πρέπει να σε τρομάζει φίλε αναγνώστη (γεννημένε στα ’90s κι έπειτα), το αντίθετο μάλιστα. Δες το ως μία ανάγνωση του ημερολογίου κάποιου πονεμένου ανθρώπου, με την κατάλληλη όμως μουσική υπόκρουση. Τη μουσική heavy metal όπως θα έπρεπε να είναι. Οργισμένη, δυνατή, γρήγορη, ρυθμική, συναισθηματική, ολοκληρωμένη. Και το “DNB” είναι ακριβώς όλα αυτά μαζί.
Αν αναρωτιέσαι για τα ερωτήματα που είχα θέσει πριν την ακρόαση του άλμπουμ, απαντήθηκαν όλα και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο. Αυτό που δεν περίμενα όμως ήταν πως μου δόθηκαν απαντήσεις και σε ερωτήματα που δεν είχα θέσει ποτέ μέχρι τότε, ίσως όχι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Από το στίχο “Welcome millennium…” μέχρι το “…neon black”, ένα τσιγάρο μάθημα ζωής δρόμος.
Λίγο πριν το millennium οι Nevermore φρόντισαν να μας παρουσιάσουν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ εκείνης της 10ετίας, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών και το καλύτερο άλμπουμ της καριέρας τους. Όσον αφορά στο τελευταίο, ο ίδιος ο Dane είχε δηλώσει πως αυτό είναι το αγαπημένο του Nevermore άλμπουμ. Ποιος είμαι εγώ που θα διαφωνήσω με το «Θεό»;
Το άρθρο αυτό είχε δημοσιευτεί αρχικά στο Rockway.gr.