Ένα μαύρο εξώφυλλο που γράφει απλά “Whip” και σαν τίτλο “Vol. 1” είναι η διστακτική προειδοποίηση για το προσωπικό άλμπουμ του ιδρυτικού κιθαρίστα των Queensrÿche, με το παρατσούκλι “Whip” να μας οδηγεί απρόσμενα στην ανακάλυψή του. Η αλήθεια είναι πως, με το άλμπουμ να έχει βγει από τις αρχές Δεκεμβρίου, η προώθηση είναι μηδαμινή ως ανύπαρκτη.
Μια σειρά από ιδέες του “Whip” που δεν ταίριαζαν με τη μουσική ρότα των ‘Ryche, παρέμεινε υπομονετικά στα συρτάρια του για τρία χρόνια, και ο δημιουργός επικαλέστηκε τη βοήθεια μιας διαφορετικής μουσικής ομάδας για να αποδώσει δικαιοσύνη στο ύφος τους. Με τον Mark Winterman στα φωνητικά, τον Ezoic Hodgy στο μπάσο, και τον Sonny Sudra στα τύμπανα, ο Wilton κατέληξε στις εννέα συνθέσεις που συμπληρώνουν το πρώτο αυτό εγχείρημα.
Αν μου ζητούσε κανείς να το περιγράψω πανοραμικά και επιγραμματικά σαν ύφος και μουσική απόπειρα, θα έγραφα πως αποτελεί μια δοκιμή να αποκαταστήσει ο ίδιος τις παράταιρες και ουσιαστικά αποτυχημένες απόπειρες των ‘Ryche να ελιχθούν στον “early 90’s” ήχο του Seattle, δηλαδή έξω από τα νερά τους και το δημιουργικό δρόμο τους. Επιχειρώντας λοιπόν να επουλώσει την αδεξιότητα και μιμητική αστοχία δίσκων σαν τους “HITNF” και “Q2K”, ο έμπειρος κιθαρίστας γράφει τραγούδια που παραπέμπουν αισθητά στους Soundgarden και τους Alice In Chains. Ίσως κιθαριστικά, να μην ακολουθεί το μονοπάτι αυτό τόσο μονολιθικά, καθώς το δικό του “trademark” που ξεχωρίζει από μακριά, αναπτύσσεται συχνά μεταξύ πιο ωμών και φτωχών ριφ. Κάποιες στιγμές, περιστασιακά, αυτή η εξάχορδη διαφοροποίηση εμπλουτίζει και το ύφος κάποιων τραγουδιών, όπως για παράδειγμα τα “Toxic Girl” και “On Your Way”.
Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου είναι φυσικά “πόσο θα αγγίξει η δουλειά αυτή τους φίλους των Queensrÿche;”. Η απάντηση είναι εύκολη και άμεση: σχεδόν καθόλου. Υπάρχουν στιγμιότυπα σε κάθε σχεδόν τραγούδι από τη δουλειά του Wilton, που αναδύουν ένα στιγμιαίο ενδιαφέρον, αλλά η συνολική επίδραση σε έναν ακροατή που έχει γαλουχηθεί στην αισθητική των ‘Ryche αγγίζει μάλλον τα όρια της αδιαφορίας. Ο Wilton περιγράφει τη μουσική αυτή σαν hard rock, αλλά πέρα από το γεγονός πως έχουμε να κάνουμε μάλλον με alt grunge αμφιβόλου ποιότητας, το βασικότερο πρόβλημα είναι τα φωνητικά και οι αντίστοιχες μελωδίες. Όλες αυτές οι ανέμπνευστες, πανομοιότυπες ερμηνείες “καταστολής” του Winterman, στεγνώνουν σημαντικά το συνολικό αποτέλεσμα, και κουράζουν αφόρητα τον ακροατή. Ίσως κάποια αυτιά περισσότερο γυμνασμένα στην αντίστοιχη αισθητική ανακαλύψουν περισσότερα χαρίσματα στην απόπειρα αυτή. Για τους τυπικούς φίλους των progsters από το Seattle, δεν υπάρχουν τέτοια περιθώρια.
Ίσως η απουσία μιας πιο επίμονης καμπάνιας έχει να κάνει με το γεγονός πως και ο ίδιος ο Whip θεωρεί το άλμπουμ αυτό ένα αναγκαίο “ξεμπούκωμα”, χωρίς πολλές απαιτήσεις. Η προχειρότητα σε όλα τα επίπεδα, καθώς και η αθόρυβη κυκλοφορία του συμβαδίζουν με το άδειο αγκίστρι αυτού που έχει συνηθίσει να περιμένει διαφορετικά δώρα από τον ιδρυτικό κιθαρίστα των μύθων του Seattle.
Είδος: Grunge/Alternative Metal
Εταιρεία: Rat Pak Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 7 Δεκεμβρίου 2024