Είναι πρωί της 11ης Απριλίου 1983. Το λεωφορείο αναχωρεί από τον κεντρικό σταθμό του Μανχάταν της Νέας Υόρκης με προορισμό το Los Angeles. Μέσα σ ‘αυτό βρίσκεται ένας 22χρονος ονόματι Dave Mustaine. Νωρίτερα την ίδια μέρα οι πρώην συμπαίκτες του στους Metallica, Hetfield και Ulrich, τον είχαν ξυπνήσει δίνοντάς του ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την “πόλη των αγγέλων” απολύοντάς τον από τη μπάντα.
“Δεν έχει δεύτερη ευκαιρία;” διερωτάται ο Mustaine, για να λάβει την αρνητική απάντηση που θα τον έκανε να καταλάβει πως η απόφαση ήταν οριστική. Σε αυτό το πολυήμερο ταξίδι από τη μία ακτή των ΗΠΑ στην άλλη, ο Mustaine είχε άπλετο χρόνο να σκεφτεί και να οργανώσει τα επόμενα βήματά του. Σύμφωνα με όσα είπε ο ίδιος στο βιβλίο του 2011 “Mustaine: A Heavy Metal Memoir”: “Είχα βγει εκεί έξω ψάχνοντας για αίμα. Το δικό τους (των Metallica). Ήθελα να τους κλωτσήσω στον κώλο”. Φυσικά και δε θα έπραττε κάτι τέτοιο, όμως ένας άνθρωπος σαν τον Mustaine με τέτοιο εγωισμό και με συγκεκριμένο mindset ήδη από νεαρή ηλικία, δε θα δεχόταν αυτή την αντιμετώπιση.
Έτσι λίγους μήνες μετά την αποπομπή του από τους Metallica, έχει ξεκινήσει τη διαδικασία σχηματισμού της δικής του μπάντας. Βασικός του σκοπός ήταν να φτιάξει ένα συγκρότημα πιο θορυβώδες, πιο σκληρό, πιο γρήγορο και πιο βάναυσο από την πρώην μπάντα του. Οι Megadeth παίρνουν σάρκα και οστά το καλοκαίρι του ’83 όταν και η γνωριμία του Mustaine με τον μπασίστα David Ellefson (που έμενε στο κάτω διαμέρισμα κάπου στο Hollywood) καταλήγει εις “γάμον κοινωνία”.
Μαζί τους σε αυτή την πρώιμη μορφή είναι ο κιθαρίστας Greg Handevidt και ο ντράμερ Dijon Carruthers. Τα πρώτα μέλη αρχίζουν να έρχονται και να παρέρχονται, μεταξύ αυτών και ο κιθαρίστας των Slayer, Kerry King ο οποίος βοήθησε τη μπάντα για κάποιο διάστημα. Η πρώτη ζωντανή εμφάνιση της νέας μπάντας του Mustaine γίνεται στις 17 Φεβρουαρίου 1984 στο Ruthies Inn, στο Berkeley της Καλιφόρνια. Το line -up, εκτός των δύο Dave, συμπληρώνουν οι Kerry King στην κιθάρα και Lee Rausch στα ντραμς.
Μια αναζήτηση για το setlist εκείνης εμφάνισης πιστοποιεί πως ο Mustaine είχε αρκετό υλικό έτοιμο το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερους δίσκους των Megadeth. Για το ντεμπούτο album ο Mustaine αρχικά σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει δικά του μέρη από εκείνα που εμφανίστηκαν στο “Kill ‘Em All”, όμως τελικά από το “No Life ‘Til Leather” demo των Metallica μόνο το “Mechanix” κατέληξε στο album των Megadeth. Η ιστορία πλέον γνωστή, με το “The Four Horsemen” να αποτελεί την εκδοχή των ‘tallica αλλά το original να στέκεται ως μια οργισμένη δήλωση του Mustaine πως είναι εδώ και κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο.
Είμαστε πλέον στα μισά του 1984 και οι δυο τους ψάχνουν για ένα σταθερό line-up για να προχωρήσουν στην ηχογράφηση του πρώτου τους album. Ο τότε manager τους, Jay Jones φροντίζει για τη σίτισή τους τόσο με φαγητό όσο και με ναρκωτικά αλλά ταυτόχρονα φέρνει στη μπάντα τους Chris Poland (κιθάρα) και Gar Samuelson (ντραμς) οι οποίοι είχαν συνεργαστεί προηγουμένως στους The New Yorkers, μια jazz fusion μπάντα της Καλιφόρνια. Πριν μπουν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν, οι Megadeth δοκίμαζαν έναν τραγουδιστή με το όνομα Billy Bonds.
Όταν όμως έφτασε σε μια πρόβα φορώντας make-up και eyeliner, ο Mustaine τον έδιωξε από τη μπάντα για να γράψει αργότερα: “Δε με νοιάζει αν μπορούσε να τραγουδήσει σαν τον Robert Plant. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος glam-wannabe τύπος να είναι το πρόσωπο των Megadeth”. Τελικά ο Mega-Dave θα παραμείνει ο frontman της μπάντας και οι τέσσερείς τους αφού εξασφαλίσουν συμβόλαιο ύψους 8000 δολαρίων με την Combat Records, θα μεταβούν στα Indigo Ranch studios στο Μαλιμπού για την ηχογράφηση του ντεμπούτου τους.
Τα πράγματα ξεκινούν με το αριστερό για τους Megadeth, αφού από το συνολικό budget των $8000, αμέσως κάνουν φτερά τα μισά. Υπεύθυνοι οι Jones, Poland και Samuelson οι οποίοι καταφθάνουν με άφθονη ποσότητα κοκαΐνης, ηρωίνης και κατεψυγμένων burgers!!! Ανίκανοι να ηχογραφήσουν από τις καταχρήσεις, απολύουν τον Jones και εξασφαλίζουν ακόμη $4000. Όμως η απουσία επαρκούς ρευστού, δεν επιτρέπει την πρόσληψη ενός σοβαρού παραγωγού κι έτσι το ρόλο αυτό αναλαμβάνει ο συγκάτοικος του Mustaine και μηχανικός ήχου Karat Fay, μαζί με τον ίδιο τον Dave. Το album τελικά βρίσκει το δρόμο του προς την κυκλοφορία στις 12 Ιουνίου 1985 με τίτλο “Killing Is My Business…And Business Is Good!”, μια φράση που είδαν έπειτα από μια επίσκεψή τους σε ένα κατάστημα με στρατιωτικά υλικά.
Η σύνταξη της πρότασης με τις τελείες να χωρίζουν τις προτάσεις ήταν κάτι άρεσε πολύ στον Mustaine, με αποτέλεσμα να το υιοθετήσει και μελλοντικά τόσο σε τίτλους τραγουδιών όσο και σε ολόκληρα album. Ο δίσκος ήταν να κυκλοφορήσει με διαφορετικό εξώφυλλο από αυτό που τελικά βγήκε στα ράφια των δισκοπωλείων. Η πρόθεση του Mustaine ήταν ένα σχέδιο του ίδιου, εμπνευσμένο από τους “3 σοφούς πιθήκους” των Ιαπώνων και το ρητό “See no evil, hear no evil, speak no evil”. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο όμως, η εταιρεία αδιαφορεί για το σχέδιο του Mustaine και στη θέση του τοποθετεί ένα κρανίο με διάφορα σύνεργα τριγύρω, το οποίο ο ίδιος ο Dave έχει χαρακτηρίσει επιεικώς ερασιτεχνικό και αστείο. Η τάξη αποκαταστάθηκε αργότερα στην επανακυκλοφορία του album, όταν και χρησιμοποιήθηκε η αρχική ιδέα του αρχηγού, επανασχεδιασμένη.
Ηχητικά το album παρουσιάζει ένα περισσότερο τραχύ και τεχνικό thrash metal, που όμως δε μπορεί να αποκαλυφθεί στην ολότητά του και αυτό λόγω της παραγωγής, η οποία “θάβει” το μεγαλείο των κομματιών. Ακόμα κι έτσι όμως τραγούδια σαν το εναρκτήριο “Last Rites / Loved to Deth” λάμπουν μέσω της πρωτοτυπίας τους και της παιχτικής τους αρτιότητας. Ποιος άλλος θα ξεκινούσε το ντεμπούτο του με instumental (Last Rites) βασισμένο στο έργο του Bach “Toccata and Fugue” σε Ρε ελάσσονα; Την απάντηση την ξέρεις. Είναι ο ίδιος που αργότερα έγραψε τραγούδι για απιστία σε thrash metal album.
Η υπόσχεση του Mustaine να δημιουργήσει μια μπάντα πιο γρήγορη και βάναυση από την προηγούμενη στην οποία έπαιζε, φαίνεται να τηρείται με το “καλημέρα”. Οι συνθέσεις του δίσκου είναι υπερ-τεχνικές και ιδίως για τα δεδομένα της εποχής. Εκεί όπου οι περισσότεροι έδιναν βάση πιο πολύ στην ταχύτητα, οι Megadeth μαζί με αυτή πρόσθεσαν τόνους πολυπλοκότητας κυρίως λόγω των “παρανοϊκών” κιθαριστικών εμπνεύσεων του Mustaine. Ακούς για παράδειγμα για πρώτη φορά το εξοντωτικό riff του “Skull Beneath the Skin” ή το “παιχνιδιάρικο” thrazz riff του ομώνυμου και καταλαβαίνεις πλήρως από που πηγάζει όλη η εκδικητική μανία του 23χρονου τότε Mustaine. Σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του album αλλά και ολόκληρης της δισκογραφίας του, ο Dave περιγράφει τους πειρασμούς του Ιησού μέσα από αλληγορίες και μεταφορές, σε μια σύνθεση με ανυπέρβλητη ανάπτυξη και μουσικές αλλαγές. Το κομμάτι δουλευόταν από το 1983 με τον τίτλο “Speak No Evil” για να καταλήξει στο album ως “Looking Down the Cross”.
Η αλλόφρονη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η μπάντα αποτυπώνεται σχεδόν σε κάθε σύνθεση του δίσκου. Από το “Rattlehead” που είναι μια αναφορά στη μασκότ της μπάντας αλλά και αφιερωμένο στους οπαδούς της, μέχρι το εμπνευσμένο από τους Monty Python (και προ Metallica εποχής) “Chosen Ones”, το “KIMB…” είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι που θα μπορούσε να χαίρει μεγαλύτερης εκτίμησης από το ευρύ κοινό αν είχε τον ήχο που έπρεπε. Ακόμα και η, ατυχής για πολλούς, διασκευή “These Boots” στο τραγούδι του 1965 “These Boots Are Made for Walkin'” από τη Nancy Sinatra έχει speed-αριστεί σε τέτοιο βαθμό και με διαφορετικούς στίχους από τον Mustaine που την κάνει αγνώριστη.
Κοινώς του άλλαξε τα φώτα, με αποτέλεσμα το 1995 ο στιχουργός του αρχικού τραγουδιού, Barton Lee Hazlewood να ζητήσει να αφαιρεθεί το τραγούδι από τις κόπιες του album, καθότι το θεωρούσε προσβλητικό αλλιώς θα προχωρούσε σε μηνύσεις. Όντως, το τραγούδι αφαιρέθηκε από τις επόμενες κόπιες, ώσπου το 2002 το album επανακυκλοφορεί με μια τροποποιημένη έκδοση του τραγουδιού όπου οι αλλοιωμένοι στίχοι λογοκρίνονται (πολλά τα μπιπ) επειδή ο Hazlewood δεν είχε δώσει άδεια στο συγκρότημα να κυκλοφορήσει η διασκευή στην αρχική της έκδοση.
Όταν η συζήτηση φτάνει για το ποια είναι τα καλύτερα album των Megadeth, συχνά το “Killing Is My Business…” προσπερνιέται ή δε λαμβάνει την αναγνώριση που του αρμόζει. Ίσως είναι η πολύ χαμηλή παραγωγή του αλλά θεωρώ πως με τις remastered εκδόσεις έχει καλυφθεί αρκετό από το χαμένο έδαφος σε αυτόν τον τομέα. Πέραν τούτου όμως, δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση πως το ντεμπούτο των Αμερικανών αποτελεί ένα από σημαντικότερα έργα στο χώρο του thrash metal και αποδείχθηκε τεράστια επιρροή για το μετέπειτα παρακλάδι του Αμερικάνικου speed metal. Πολλοί πιστεύουν πως ο Mustaine δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ τους πρώην συνοδοιπόρους του. Σε δημοφιλία ίσως όχι. Μουσικά ίσως και να το έπραξε από τον πρώτο κιόλας δίσκο. Στην τελική ποιος νοιάζεται για ιστορίες “εκδίκησης” και μάχες για τα πρωτεία, όταν το μόνο που έχει σημασία είναι αυτό…
“A dose of metal you need
To bang your head til you bleed
It’s time for snapping some neck
Slashing, thrashing to Megadeth”
-Rattlehead-