Η συνθηκολόγηση δεν είναι μια λέξη που εφαρμόζει στις τακτικές των Νορβηγών. Μάλλον, έχουν ήδη συνηθίσει, αρχικά από το “Malina” και περισσότερο από το “Pitfalls” να παρακολουθούν κομμάτια απορημένων και δυσαρεστημένων ακολούθων να αποκολλώνται από τον όγκο τους. Από την άλλη, θα ήταν σοβαρή μεροληψία να μην επισημάνει κανείς πως ταυτόχρονα κέρδισαν σημαντικές δόσεις ετερόκλητου κοινού.
Οι Leprous επιμένουν να επεμβαίνουν σαν μια μουσική συμμορία που ακούγεται αδιαπραγμάτευτα ελεύθερη, μοιάζουν από την απόσταση του ακροατή σαν τους ήρωες μιας road movie που έχουν αποφασίσει να μην κοιτάξουν ποτέ πίσω. Η κυρίαρχη απελευθέρωση βρίσκεται στον απεγκλωβισμό από τη χρήση συγκεκριμένων και παγιωμένων κοστουμιών ύφους. Έχοντας μια τακτική που βασίζεται εγκεφαλικά τόσο στη λεπτομέρεια όσο και στον ρεαλιστικό τρόπο προσέγγισης του θέματος κάθε τραγουδιού, δεν υπάρχουν “πρέπει” και “μη” στα κατάλληλα υλικά για να αποδοθεί η ιστορία του.
Μια φαινομενικά ανίερη σύμπραξη σημαδεύει τις μελωδίες της εξιλέωσης. Με τις πλούσιες ενορχηστρώσεις του πρόσφατου παρελθόντος να έχουν υποχωρήσει αισθητά, μια συμμαχία από σημαντικά ενισχυμένα κιθαριστικά μέρη και έξυπνα ηλεκτρονικά στοιχεία αναλαμβάνει να επικαλύψει ηχητικά τις αβίαστες δομές τους. Ο συνδυασμός μοιάζει να γεφυρώνει ένα βάραθρο που μπορεί να εμπόδισε παλιότερους ακροατές να συνεχίσουν, αλλά ταυτόχρονα προωθεί τον ήχο τους σε μια άλλη σελίδα. Έχουν άλλωστε την ευφυΐα να συναρμολογήσουν κάθε νέα τους περιπέτεια με την πολυτέλεια απίθανων, συγκεκριμένων, εύστοχων ρυθμών. Με τον βαρύ όπλο του Baard Kolstad να αποδεικνύεται ευέλικτο, οικονομικό και ευρηματικό, και την ιδανική σύμπραξη με τον Simen Borven, τα κεφάλαια των τραγουδιών αυτονομούνται αλλά και ρέουν ταυτόχρονα.
Κάπως έτσι δεν αποτελεί και μεγάλη έκπληξη η σχεδόν βίαιη επικύρωση της γνώσης του να είναι κανείς καλά με τον εαυτό του, στο εναρκτήριο “Silently Walking Alone”. Ο αργός του ρυθμός με τις υψωμένες κεφαλές των ρεφρέν προσδίνει το αναγκαίο δράμα στην αφήγηση. Ο Solberg συνεχίζει να επικοινωνεί σοφά και εμπνευσμένα με τα μυστικά κλειδιά των διαθέσεων και να τα μεταφράζει σε φωνητικές μελωδίες. Πάντοτε στους Leprous μοιάζει να προηγείται η αυτόνομη αξία του ερεθίσματος, να εκτιμάται κατάλληλα, και να σμιλεύεται η ηχητική του μεταφορά με μια λεπτομερή, ομαδική σύμπραξη. Και αυτό γίνεται μέσα από μια πανοραμική επιλογή μουσικών ερεθισμάτων που με μια περίτεχνη συνταγή οδηγεί τα τραγούδια τόσο σε μια άμεση γοητεία, όσο και σε μια βαθιά περιεκτικότητα.
Το μικρό θαύμα του “Atonement” αποτελεί για μένα την πιο έκδηλη ένδειξη πως οι Νορβηγοί αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες οικουμενικές μουσικές περιπέτειες της εποχής μας. Ένα εν δυνάμει σαρωτικό single με εκκεντρικά, εκπληκτικά keyboards, φωνητικές, ελαστικές απόπειρες του Solberg και ένα δίπτυχο διαθέσεων που τελικά καρφώνει το κατηγορηματικό ρεφρέν με ζηλευτό ρεαλισμό. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλους πλην των σπουδαίων Elbow που θα μπορούσαν να σκαρώσουν ένα τέτοιο εγκεφαλικό αλλά και εθιστικό single, φυσικά με άλλη φωνητική προσέγγιση.
Όσο προχωρά κανείς στο βάθος αυτής της απόπειρας εξιλέωσης ή ακόμα συμβιβαστικά και της συμφιλίωσης, διατηρεί τη βεβαιότητα πως δεν έχει χαθεί ίχνος αυτής της μελωδικής αμεσότητας που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη μπάντα, με τη μεγάλη της δύναμη να συγκεντρώνεται στις φωνητικές γραμμές. Από τα αναδυόμενα μινιμαλιστικά μέρη τους που μοιάζουν να προειδοποιούν συχνά για τις επικείμενες συγκρούσεις, μέχρι τα φορτισμένα ρεφρέν, υπάρχει ταυτόχρονα μια έξυπνα εναρμονισμένη στήριξη από τις κιθάρες, οι οποίες έχουν εμφανώς επιστρέψει να συνοδεύσουν και να υπερτονίσουν όλες τις αποφάσεις της φωνής. Παραβλέποντας τον προφανή και στιγμιαίο έρωτα με το εθιστικό “Faceless”, που εμπλουτίζεται και από τη χορωδία φίλων της μπάντας, ο δίσκος κρύβει παράπλευρες γοητείες στη χειριστική εξυπνάδα των δημιουργών να απλώνουν τις ιδέες τους από ευφυείς, προωθητικούς, υπόγειους ρυθμούς σε κορυφώσεις επιβολής και κατάθεσης. Υπέροχη αντιπροσωπευτική ένδειξη η σχεδόν απόκοσμη έναρξη του “My Specter”, που διαλύει την αναμονή με μια αμιγώς “λεπρή” ανάφλεξη. Η κινητική εξέλιξη του έξυπνου “Limbo” ξεσκεπάζει ξανά την πανίσχυρη έλξη της μπάντας με τον ρυθμό, και την έξυπνη, οικονομική αντιμετώπιση του Baard, που αφουγκράζεται και σέβεται την ουσία της σύνθεσης.
Προσωπικά, περισσότερο από ένα σωρό σταθμούς στο δρόμο για το φινάλε, με συγκίνησε η υπαρξιακή αγωνία του “Starlight”, οι εναλλασσόμενες εσωτερικές φωνές του Einar που γίνονται ήχος, η αιώνια αμφιβολία, η βαθιά προσωπική αμφισβήτηση που εκφράζονται με πεισματικές μελωδίες που αντιμάχονται όλες αυτές τις αδυναμίες, και σβήνουν σε ένα λυρικό, σχεδόν μετέωρο φινάλε.
Οι Νορβηγοί εξακολουθούν να κρατούν έναν από τους προβολείς-οδηγούς του μοντέρνου προοδευτικού ευρύτερου rock ήχου. Παραμένουν απρόσμενοι με στιλιστικά ευρήματα που κοσμούν πάντα ειλικρινείς και φορτισμένες συνθέσεις, έχουν ένα κοντινό πρόσωπο για την ψυχαγωγία του μέσου ακροατή και πολλές δεύτερες σκέψεις για τη νέα περιπέτεια του γνώριμου σκαπανέα. Αν η ελαφριά μετάλλαξη του ήχου τους δελεάσει πικραμένα αυτιά του παρελθόντος, μάλλον είναι που δεν μπήκε ποτέ στον λογαριασμό.
Είδος: Progressive Rock/Metal
Εταιρεία: InsideOut Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 30 Αυγούστου 2024