Μια ιστορία προσωπικής δικαίωσης και ικανοποίησης συνήθως είναι πιο εύστοχο να ξεκινά από το τέλος. Κάπου στις αρχές του 1986, ο τραγουδιστής των Judas Priest Rob Halford οδηγεί στη Sunset Strip του Los Angeles μια κάμπριο Mustang, και το “Turbo Lover” αρχίζει να παίζει στο ραδιόφωνο. Συνεχίζει να οδηγεί χτυπώντας έντονα το κεφάλι του στον ρυθμό, ενώ οι περαστικοί στο πεζοδρόμιο τον κοιτάζουν περίεργα. Όμως γι’ αυτόν εκείνη τη στιγμή, ήταν το καλύτερο συναίσθημα στον κόσμο.
Μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας “Metal Conqueror World Tour” στα τέλη του 1984, το συγκρότημα έκανε την πρώτη του παρατεταμένη παύση για διακοπές, και δεν έκανε καμιά εμφάνιση μέσα στο 1985, εκτός αυτής στο Live Aid Concert, όπου έπαιξε μόνο τρία τραγούδια. Το τελευταίο πράγμα που ήθελαν να κάνουν ήταν να επαναλάβουν με ασφάλεια τις δόξες του παρελθόντος. Είναι βέβαιο πως ένα μεγάλο μέρος του κοινού τους θα βρισκόταν στο φεγγάρι αν αποφάσιζαν να κάνουν άλλο ένα “Defenders of the Faith”, όμως οι Priest ένιωθαν πως είχαν φτάσει πια στο τέλος της διαδρομής. Το ζητούμενο ήταν ο νέος δρόμος που θα καθόριζε τον νέο δίσκο τους. Ήθελαν, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, να προχωρήσουν μπροστά.
Όσο λοιπόν απολάμβαναν τον ήλιο της Μαρμπέγια στη Νότια Ισπανία, άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν αισθητά. Το MTV, που άρχισε να εκπέμπει στις αρχές της δεκαετίας, εξελίχτηκε πολύ γρήγορα σε μια πρωταγωνιστική δύναμη της μουσικής βιομηχανίας, ικανή να αναδεικνύει ή να καταποντίζει συγκροτήματα. Πολλοί από τους συνομήλικους με τους Priest καλλιτέχνες προσάρμοσαν τις κατευθύνσεις και τον ήχο τους με την πρόθεση να έχουν πρόσβαση και προβολή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν οι ZZ Top και ο Billy Idol, που χρησιμοποίησαν τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας για τον ήχο και τα νέα εντυπωσιακά μουσικά βίντεο. Η αλλαγή στο πρόσωπο της μουσικής που έφερε το MTV ήταν συντριπτική και σχεδόν καθολική, και οι Priest εκ των υστέρων, δεν αρνήθηκαν την πιθανότητα της επιρροής αυτής της κατάστασης στο συνολικό αποτέλεσμα του “Turbo”.
Άλλη μια σημαντική συγκυρία της εποχής ήταν η προσέγγιση από την εταιρεία ηλεκτρονικών οργάνων Roland, που τους ρώτησε αν ενδιαφέρονταν να είναι οι πρώτοι που θα δοκιμάσουν ένα ολοκαίνουριο guitar-synthesizer που είχαν δημιουργήσει, με το συγκρότημα να μην αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ουσιαστικά, έπαιρνε τον κλασικό ήχο που είχε η κιθάρα συνδεμένη σε έναν ενισχυτή Marshall και τον άλλαζε αισθητά, δημιουργώντας μια δυνατή εντύπωση πως δεν πρόκειται για κιθάρα. Αυτό ήταν που τελικά καθόρισε κατά πολύ και την ηχητική καρδιά του “Turbo”, αλλά ταυτόχρονα και το πρώτο και κυρίαρχο απωθητικό στοιχείο για τον τυπικό metal ακροατή, που ένιωθε πως έχανε τους γνώριμους και αναμενόμενους Priest που αγαπούσε.
Φυσικά το συγκρότημα δεν αγνοούσε τις συνέπειες αυτού που σχεδίαζε να κάνει ηχητικά, όταν πέταξε στις Μπαχάμες για να ξεκινήσει τη δουλειά του άλμπουμ στα στούντιο Compass Point του Nassau με τον σταθερό παραγωγό “Colonel” Tom Allom, όμως ήταν ακόμα αποφασισμένοι να προχωρήσουν. Και δεν ήταν η μόνη ριζοσπαστική απόφαση που είχαν πάρει. Το αρχικό σχέδιο ήταν ότι το νέο άλμπουμ θα ήταν διπλό, και θα είχε τον ανάλογο τίτλο “Twin Turbos”. Ήθελαν πράγματι να κυκλοφορήσουν ένα διπλό άλμπουμ στην τιμή του απλού δίσκου, αλλά η εταιρεία δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με αυτό. Στα μισά της διαδικασίας της δημιουργίας του, και μετά από πολλές συγκρούσεις και διαφωνίες, το γκρουπ αποφάσισε να συμβιβαστεί στη μορφή του απλού άλμπουμ. Έτσι, κάποια από τα τραγούδια που προορίζονταν για το “Twin Turbos” εμφανίστηκαν στο επόμενο άλμπουμ τους “Ram It Down” του 1988, και άλλα σαν bonus κομμάτια σε διάφορες επανεκδόσεις.
Η διαμάχη με την δισκογραφική τους ήταν μάλλον μια αστεία υπόθεση σε σύγκριση με τα προβλήματα του Halford εκείνη την εποχή. Ο ίδιος θυμάται τον εαυτό βουτηγμένο στο αλκοόλ και την κοκαΐνη, εντελώς έξω από τα νερά του στις πρόβες στο στούντιο. Είχε φτάσει στο σημείο που χρειαζόταν βοήθεια και οι υπόλοιποι έκαναν τεράστια υπομονή. Βέβαια, οι Μπαχάμες δεν ήταν και το ιδανικό μέρος να αποκλειστεί κανείς από πειρασμούς και περισπασμούς και συνήθως οι απόπειρες για δουλειά κατέληγαν στην πιο κοντινή παμπ. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να μεταφέρουν τη βάση τους στο Los Angeles. Εκεί ο Rob πήρε τη σωτήρια απόφαση και κλείστηκε σε κέντρο αποκατάστασης. Επέστρεψε μετά από 30 μέρες εγκλεισμού και ένιωθε πως η ζωή του είχε αλλάξει με ένα εκατομμύριο τρόπους. Είχε ανακτήσει την ικανότητα να θεωρεί τη μουσική το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του, και να μην χρειάζεται τη συνοδεία χημικών ενισχύσεων για να ξέρει τι πρέπει να κάνει.
Η τελευταία πράξη στις τραγωδίες του καθαρού και νηφάλιου πια Halford παίχτηκε, όταν ο σύντροφός του εκείνη την εποχή, ακόμα μια καταραμένη φιγούρα που πάλευε με τις δικές του αυτοκαταστροφικές εμμονές, αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια του τραγουδιστή. Ποτέ δεν πέρασε σε περισσότερες λεπτομέρειες, αφήνοντας τον σοβαρό αντίκτυπο της προσωπικής του ιστορίας για πάντα στο σκοτάδι.
Με έναν απρόσμενα εκπληκτικό τρόπο, η προδιαγεγραμμένη διάθεση του άλμπουμ επικράτησε της σκοτεινής περιόδου του σπουδαίου τραγουδιστή, και έτσι το “Turbo” μπήκε στις ζωές μας τον Απρίλιο του 1986 αισθητά φρέσκο και αναζωογονητικό, ευχάριστα προκλητικό, και με πλήθος σεξουαλικών υπαινιγμών. Μέχρι τους στίχους αλλά και τους τίτλους των τραγουδιών, υπήρχε πρώτα η άμεση προειδοποίηση στο εξώφυλλο, με ένα γυναικείο χέρι να κρατά έναν μοχλό ταχυτήτων, ένα υπονοούμενο με την ελάχιστη συγκάλυψη. Στο άλμπουμ όμως υπήρχε και η ευθεία αναφορά κόντρα στην PMRC, την ομάδα λογοκρισίας που είχε συμπεριλάβει το τραγούδι τους “Eat Me Alive” στην περιβόητη λίστα “Filthy Fifteen”, με τραγούδια που η PMRC ισχυριζόταν πως απειλούσαν τον ηθικό ιστό της Αμερικής. Όταν το είχαν μάθει οι Priest δεν πίστευαν στα αυτιά τους και αποφάσισαν να γράψουν ένα άλλο τραγούδι για να απαντήσουν κατάλληλα στην συντηρητική αυτή ομάδα.
Η αρχική υποδοχή στο άλμπουμ ήταν μπερδεμένη στις πιο ήπιες περιπτώσεις, και εχθρική ως αφοριστική στην πλειοψηφία. Ο νέος συνθετικός ήχος του γκρουπ ήταν η βασική αιτία που τοποθέτησε τον δίσκο κάπου ανάμεσα σε ένα κυνικό ξεπούλημα και μια απόλυτη απόπειρα καταστροφής καριέρας. Το συγκρότημα έχασε κάποιους παραδοσιακούς φίλους (τουλάχιστον πρόσκαιρα), αλλά σύμφωνα με τους ίδιους κέρδισε καινούριους, τουλάχιστον τόσους όσους έχασε. Το γκρουπ ξεπέρασε ή φρόντισε να αγνοήσει το αρχικό σοκ των ακραίων χαρακτηρισμών. Ο χρόνος τελικά στάθηκε πολύ ευγενικός με το διχαστικό “Turbo”. Η αντισυμβατική του προσέγγιση τρόμαξε πολλούς τότε αλλά έφτασε πια σήμερα να θεωρείται δίκαια, ένα γενναίο και συγκλονιστικά μοντέρνο άλμπουμ.
Επτά από τα εννέα τραγούδια του εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της περιοδείας “Fuel for Life”. Το “Turbo Lover” καθιερώθηκε στην playlist του συγκροτήματος από τότε και το “Out in the Cold” επέστρεψε ξανά το 2019. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας, το συγκρότημα εγκατέλειψε τη μαύρη δερμάτινη εμφάνιση και τα καρφιά που είχαν από το 1978, και υιοθέτησε μια περισσότερο glam αισθητική.
Το γνωστό σαν “love/hate” άλμπουμ των Priest, που ακόμα αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων, ήταν ένα μεγάλο, θαρραλέο πείραμα χωρίς τη σιγουριά των αντιδράσεων. Όμως ήταν μια ειλικρινής έκφραση και δημιουργία, ένα έργο από την καρδιά της μπάντας, και πίσω από τις ηχητικές διαφοροποιήσεις και δοκιμές, υπάρχουν κάποια κλασικά Priest τραγούδια.
Ίσως όλα αυτά μαζί να συνθέτουν αυτή την αμφίσημη, για πολλούς απροσδιόριστη γοητεία του “Turbo”.