Την περίεργη και ταραγμένη άνοιξη του 1977, κάπου σε μια παμπ στο κεντρικό Λονδίνο, πέντε τύποι από το Birmingham εξετάζουν με προσοχή τον άνθρωπο που κάθεται απέναντί τους. Αυτός προσπαθεί να λυγίσει οποιαδήποτε δυσπιστία τους, εξηγώντας πως ξεκίνησε σαν μηχανικός ήχου στα περίφημα Trident Studios, δίπλα στον θρυλικό παραγωγό Ken Scott, δουλεύοντας σε άλμπουμ των Queen και του Bowie. Ο τύπος είναι ο Dennis Mackay και έχει απέναντι στο ίδιο τραπέζι τους Judas Priest.
Ουσιαστικά ο Mackay, που προέκυψε από πρόταση της δισκογραφικής CBS, είχε ένα πλούσιο παρελθόν με πολλές jazz fusion μπάντες, όπως οι Mahavishnu Orchestra, Return to Forever και Brand X. Όταν προσπάθησε να βγάλει όμως το βιογραφικό του, ο Halford του το άρπαξε από το χέρι και το έσκισε σε μικρά κομμάτια. “Γάμησε το αυτό, τι μπορείς να κάνεις για εμάς;” Ο πιωμένος τραγουδιστής συνέχισε: “Ας δούμε πόσες μπύρες μπορείς να πιείς”. Η επίδοση του Mackay ήταν πράγματι πολύ καλή, και τους εντυπωσίασε περισσότερο από το βιογραφικό του.
Σήμερα, ο Rob Halford θυμάται πια με ντροπή τη σκηνή: “ήταν πολύ προσβλητικό, ποιος νόμιζα πως ήμουν, ο Johnny Rotten;” Ο συνειρμός δεν είναι καθόλου παράξενος, καθώς βρισκόμαστε ακριβώς στην περίοδο που η άνθιση του punk σαρώνει τα πάντα, και με το new wave να ακολουθεί, ο μουσικός τύπος έτρεχε πίσω από τις εξελίξεις. Το heavy metal και το hard rock αντιμετώπιζαν την απόλυτη απαξίωση, θεωρήθηκαν παρωχημένα και στα όρια του απόλυτου αφανισμού, και ονόματα όπως αυτά των Sex Pistols, The Clash και The Damned μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον του μουσικού τύπου και των δισκογραφικών. Οι Priest είχαν όμως την ωριμότητα και την ψυχραιμία να αφουγκραστούν όλα όσα συνέβαιναν γύρω τους, να αντλήσουν επιλεκτικά ερεθίσματα και να αφήσουν το δικό τους επίκαιρο σημάδι. Άλλωστε, η συγκυρία ήταν οριακή και το επικείμενο τέταρτο άλμπουμ τους θα ήταν κομβικό για την εξέλιξη του heavy metal.
Τον Οκτώβριο του 1977 ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις του “Stained Class”. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα στούντιο Chipping Norton, μια μονάδα ηχογραφήσεων στο Oxfordshire που είχε δημιουργηθεί από τον Mike Vernon (παραγωγό του θρυλικού άλμπουμ του John Mayall “Beano”) και τον αδελφό του Richard. Ο MacKay ήταν σχολαστικός και μεθοδικός στην προσέγγισή του στην παραγωγή και ξεκίνησε με τον ήχο των ντραμς.
Ο νέος ντράμερ Les Binks ήταν ο πρώτος που έφτασε στο Chipping Norton και ήταν αναμενόμενα κάπως νευρικός. Ο Simon Phillips είχε παίξει στο τρίτο άλμπουμ τους, “Sin After Sin” αλλά δεν μπορούσε να ακολουθήσει στην περιοδεία, και μετά ήρθε και ο Les. Αποδείχθηκε ένας από τους πιο μακροβιότερους ντράμερ καθώς έκανε τρία άλμπουμ μαζί τους και τρεις περιοδείες, μαζί με αυτή του “Sin After Sin”.
Δούλεψε σκληρά με τον παραγωγό για να πετύχει τον τέλειο ήχο, και χρειάστηκαν δύο ολόκληρες μέρες για να ρυθμιστεί σωστά ο ήχος των ντραμς. Σε όλη την ηχογράφηση, ο Les συντόνιζε ξανά τα ντραμς του κάθε 20 λεπτά για διατηρήσει αυστηρά τον ήχο. Οι δυο κιθαρίστες Glenn Tipton και KK Downing έφτασαν την τρίτη μέρα για να ακούσουν τους καρπούς των κόπων τους. Άκουσαν προσεκτικά με ένα πέτρινο και σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο , κάτι που ανησύχησε αρχικά έντονα τον Mackay. Στην πραγματικότητα, αποδείχθηκε πως ήταν τόσο ενθουσιασμένοι που αποφάσισαν να ανοίξουν το άλμπουμ με εισαγωγή των ντραμς. Δεν είναι παράξενο καθώς ο Les ήταν καταπληκτικός ντράμερ, τόσο στο στούντιο όσο και στο live. Αν τα ντραμς είναι συναρπαστικά, τότε τα κομμάτια είναι συναρπαστικά, και η παρουσία του στο δίσκο ήταν καταλυτική. Χρησιμοποίησαν τη διπλή μπότα με συναρπαστικό τρόπο, και η καθαρή τεχνική του ικανότητα έκανε πραγματικά τη διαφορά. Το μοναδικό αστείο σχετικά με τον Les ήταν πως επειδή δήλωνε χορτοφάγος, συνήθιζαν να βάζουν λίγο ζαμπόν στη σούπα του για να διασκεδάσουν.
Ο MacKay πέρασε στους κιθαρίστες, τον Glenn και τον KK, για να προσεγγίσει τον ήχο που τους άρεσε, και αποφάσισε να τον αποδώσει με την ίδια σχολαστικότητα στη λεπτομέρεια. Ο Glenn και ο KK είχαν περίπου δέκα καμπίνες Marshall και καθώς ο Glen έπαιζε μια σειρά από συγχορδίες, o Mackay έβαζε το κεφάλι του και άκουγε τον ήχο. Αν υπήρχε παραμόρφωση, τότε τα συγκεκριμένα ηχεία σημαδεύονταν με ένα κομμάτι ταινίας. Τα καλύτερα ηχεία διατηρήθηκαν και τα υπόλοιπα αντικαταστάθηκαν.
Χρειάστηκαν έξι ημέρες επίπονων δοκιμών και λαθών με την τοποθέτηση των μικροφώνων. Στο τέλος, ο Dennis κράτησε σημειώσεις για την ακριβή θέση των πάντων, ώστε να μπορούν να επαναπροσδιοριστούν στην τελευταία λεπτομέρεια.. Έμοιαζαν με τρελούς επιστήμονες που πειραματίζονταν. Βέβαια, όλος αυτός ο πειραματισμός πήρε χρόνο, και ο χρόνος ήταν χρήμα. Στα προηγούμενα άλμπουμ τα χρήματα ήταν ένα πρόβλημα, όμως καθώς ήταν λίγο πιο επιτυχημένοι, είχαν τη δυνατότητα να επιμείνουν περισσότερο.
Η συμβολή του Dennis σε αυτό τον καθαρό metal ήχο, ήταν μεγάλη και η επαγγελματική του περηφάνια να γίνει σωστά, απέδωσε καρπούς. Εκείνη την εποχή, χωρίς τα Pro Tools, ήταν δύσκολο να μπεις και έπρεπε να ξέρεις τα σόλο σου, να τα εξασκήσεις πολύ περισσότερο από όσο σήμερα. Ο Κ.Κ. Downing ακολούθησε μια ασυνήθιστα αυθόρμητη προσέγγιση στο σόλο στο άλμπουμ. Ενώ ο Glenn Tipton είχε πάντα τη φήμη ότι ήταν ο πιο ακριβής τεχνικά κιθαρίστας του ζευγαριού, το φλογερό παίξιμο του Downing ήταν επίσης πάντα ένα ζωτικής σημασίας μέρος του ήχου των Priest. Όμως, ενώ τα περισσότερα από τα μεταγενέστερα σόλο του Downing σχεδιάστηκαν με δουλειά και προσοχή πριν μπει στο στούντιο, στη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Stained Class”, άφησε τον εαυτό του χαλαρό και ελεύθερο να παίξει αυτό που του ερχόταν αυθόρμητα, σε κομμάτια όπως τα “Exciter”, “Savage” και ” Beyond the Realms of Death”, καθώς έγραφε η κασέτα.
Όμως και ο μπασίστας Ian Hill έκανε μια μικρή αλλά αισθητή καινοτομία καθώς άρχισε να χρησιμοποιεί πένα στο παίξιμό του στην ηχογράφηση, κυρίως για λόγους σαφήνειας σύμφωνα με τον ίδιο. Ήταν όμως μια σημαντική στιγμή για τους Priest και μια δυνατή αλλαγή εμπειρίας ήχου. Στο μεταξύ, την όγδοη μέρα των ηχογραφήσεων, έφτασε στο στούντιο ο Halford. Συγκριτικά με την επιθετική ανάμνηση της πρώτης συνάντησης στην παμπ, ο Mackay τον βρήκε εξαιρετικό τύπο και πολύ ήσυχο. Ήταν σε καταπληκτική κατάσταση και το ενενήντα τοις εκατό των φωνητικών στο άλμπουμ γράφτηκαν με την πρώτη απόπειρα.
Πέρα από την εκπληκτική παράσταση φωνητικών, ο Halford καθόρισε και το περιεχόμενο του δίσκου με τους στίχους του. Λαμβάνοντας ερεθίσματα από όλα όσα συνέβαιναν στον κόσμο, θέλησε να δώσει το στίγμα του metal για σκεπτόμενους ανθρώπους, όσο και αν ήταν κατά βάση μουσική για απόδραση και ψυχαγωγία. Αυτό υποδηλώνεται ξεκάθαρα στο ομότιτλο τραγούδι, όπου ο τίτλος (και του δίσκου φυσικά) πιστώνεται στον Ian Hill. O Halford ηχογραφεί τις πρώτες γαλλικές φράσεις της καριέρας του στο “Saints in Hell”, και στο “Savage” συντάσσεται με τους αυτόχθονες ιθαγενείς της Αμερικής, αποδίδοντας τον τίτλο του άγριου στον σύγχρονο άνθρωπο που καταπάτησε τους πολιτισμούς τους χωρίς τον παραμικρό σεβασμό.
Η μεγαλύτερη έκπληξη στο ημερολόγιο του “Stained Class” είναι η καταλυτική συνθετική συνεισφορά του Les Binks στο μυθικό “Beyond the Realms of Death”, αυτό το διαχρονικό επίτευγμα που χαρακτηρίστηκε σαν το “Stairway to Heaven” των Priest. Συνέβη όταν μια μέρα στο στούντιο, ο Les πήρε μια κιθάρα του ΚΚ, την γύρισε ανάποδα (όντας αριστερόχειρας) και έπαιξε το αρχικό θέμα, δίνοντας το έναυσμα για το χτίσιμο του τραγουδιού. Το περίεργο είναι πως δεν τον άκουσαν ποτέ άλλοτε να παίζει κάτι άλλο στην κιθάρα.
Πέρα από τη διασκευή στο “Better by You, Better Than Me” των Spooky Tooth, οι Priest ηχογράφησαν ακόμα μια διασκευή στην επιτυχία του βρετανικού power trio The Gun, με τον τίτλο “Race with the Devil’, η οποία τελικά δεν συμπεριλήφθηκε στην τελική λίστα των τραγουδιών του άλμπουμ. Το “Stained Class” κυκλοφόρησε τελικά στις 10 Φεβρουαρίου 1978, με το κλασικό λογότυπο του γκρουπ να κάνει το ντεμπούτο του στο εξώφυλλο. Οι Priest είχαν ήδη πειραματιστεί με πολλά διαφορετικά λογότυπα όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής της CBS Records, Roslaw Szaybo άρχισε να σχεδιάζει το εξώφυλλο του “Stained Class”. Θεωρώντας πως το γοτθικό λογότυπο που χρησιμοποιούσε το συγκρότημα στα εξώφυλλα των “Sad Wings of Destiny” και “Sin After Sin” δεν θα ταίριαζε καλά με τη φουτουριστική αισθητική του νέου άλμπουμ, ο Szaybo κατέληξε σε ένα λογότυπο που απηχούσε οπτικά την πριονωτή, έντονα ηλεκτρική μουσική του συγκροτήματος. Ο Szaybo θα έκανε τα εξώφυλλα του “Killing Machine”, και του “British Steel”, ενώ το συγκεκριμένο λογότυπο με μικρές μόνο τροποποιήσεις, θα εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται από το συγκρότημα.
Το “Stained Class” ήταν το πρώτο LP των Judas Priest που κατάφερε να βρεθεί στο chart album του Billboard. Η περιοδεία πέντε εβδομάδων στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν support στους Angel, Forghat και Frank Marino & Mahogany Rush άνοιξε το δρόμο για τη μεγάλη τους επιτυχία εκεί στη δεκαετία του ’80. Το 1990 αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου όταν το γκρουπ βρέθηκε στο δικαστήριο και οι γονείς δύο εφήβων που είχαν αυτοκτονήσει αφού άκουσαν το “Stained Class” ισχυρίστηκαν ότι υποσυνείδητα μηνύματα που ενθάρρυναν την αυτοκτονία ήταν κρυμμένα στο τραγούδι “Better by You, Better Than Me”. Η λογική πρυτάνευσε, ο λόγος του Halford ενώπιον δικαστών και ακροατηρίου ανέδειξε με σαφήνεια τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης, και οι Priest δικαιώθηκαν.
Ο δίσκος είχε καταφέρει να αφουγκραστεί το πνεύμα της εποχής, να απαντήσει με έναν φρέσκο, εμπνευσμένο και μοντέρνο τρόπο στις προκλήσεις των καιρών, και να γυρίσει τις επόμενες σελίδες στην ιστορία του ιδιώματος, θέτοντας τη βάση ακόμα και για το πρωτόγονο thrash metal. Με μια εμφανή εξελικτική διάθεση που σταδιακά διαμόρφωσε και τη νέα εξωτερική εμφάνιση του γκρουπ, ήταν χωρίς αμφιβολία από τα κύρια έργα που καθόρισαν τη μορφή του heavy metal στην επόμενη δεκαετία, και οι δονήσεις του παραμένουν αισθητές ως σήμερα.