O John Douglas Lord γεννήθηκε στο Lester στις 9 Ιουνίου 1941 και διατήρησε έναν ισχυρό δεσμό με την πόλη σε όλη του τη ζωή. Ο πατέρας του ήταν ερασιτέχνης σαξοφωνίστας και ενθάρρυνε τον Lord στη μουσική από μικρή ηλικία. Σπούδασε κλασικό πιάνο από την ηλικία των πέντε ετών, με έναν ντόπιο δάσκαλο, τον Frederick Allt, και αυτή η επαφή με την κλασική μουσική ήταν ένα διαρκές σήμα κατατεθέν στη δουλειά του, τόσο στη σύνθεση, τη διασκευή όσο και τα σόλο του στο πιάνο, το όργανο και τα keyboards. Ειδικότερα, οι επιρροές του κυμαίνονταν από τον Johann Sebastian Bach (μια συνεχής αναφορά στη μουσική του και στον αυτοσχεδιασμό του στα πλήκτρα) μέχρι τη μεσαιωνική λαϊκή μουσική και την αγγλική παράδοση του Edward Elgar.
Στις αρχές του 1967, μέσω του συγκάτοικού του Chris Curtis των Searchers, ο Lord συνάντησε τον επιχειρηματία Tony Edwards που ήθελε να επενδύσει στη μουσική βιομηχανία μαζί με τους συνεργάτες Ron Hire και John Coletta (HEC Enterprises). Ο κιθαρίστας Ritchie Blackmore, κλήθηκε και συνάντησε τον Lord για πρώτη φορά, αλλά η ασταθής συμπεριφορά του Chris Curtis δεν οδήγησε το τρίο πουθενά. Ο Edwards εντυπωσιάστηκε αρκετά από τον John Lord και να του ζήτησε να κάνει ένα συγκρότημα χωρίς τον Curtis. Kατά τη διάρκεια των ακροάσεων για τραγουδιστή, ο Rod Evans των “The Maze” ήρθε με τον δικό του ντράμερ, τον Ian Paice. Ο Blackmore, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από τα τύμπανα του Paice όταν τον γνώρισε το 1967, κανόνισε μια ακρόαση και για τον Paice. Το συγκρότημα ονομάστηκε “Roundabout” στην αρχή και ξεκίνησε τις πρόβες στο Deeves Hall στο Hertfordshire. Μέχρι τον Μάρτιο του 1968, αυτό έγινε η “Mark 1” σύνθεση των Deep Purple: Lord, Simper, Blackmore, Paice και Evans.
Εκτός από τη μακροχρόνια διαδρομή του με τους Deep Purple, ο Lord είχε σημαντικά δημιουργικά διαστήματα και με τους Whitesnake, Paice Ashton Lord, The Flower Pot Men και Santa Barbara Machine Head.
Τον Ιούλιο του 2011, διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας. Μετά από θεραπεία τόσο στην Αγγλία όσο και στο Ισραήλ, πέθανε στις 16 Ιουλίου 2012 σε κλινική του Λονδίνου μετά από πνευμονική εμβολή. Άφησε ένα τεράστιο σε σημασία και όγκο έργο.
1947– Γεννιέται ο Michael Frederick Box στο Walthamstow, στο Ανατολικό Λονδίνο, ο βασικός κιθαρίστας του βρετανικού hard rock μύθου Uriah Heep, πρώην μέλος των The Stalkers και Spice, και στους δύο μαζί με τον αρχικό τραγουδιστή των Uriah Heep, David Byron. Είναι το μόνο μέλος από την ίδρυση του συγκροτήματος το 1969 που εξακολουθεί να είναι ενεργό με το συγκρότημα και – μετά τους θανάτους του Lee Kerslake και του Ken Hensley το 2020 – είναι επίσης το τελευταίο επιζών μέλος της κλασικής σύνθεσής τους.
1978– Το “Octave” είναι το ένατο άλμπουμ των The Moody Blues, που κυκλοφόρησε το 1978, και η πρώτη τους κυκλοφορία μετά από ένα σημαντικό διάλειμμα μετά την επιτυχία του Seventh Sojourn το 1972 με τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Είναι και το τελευταίο άλμπουμ για τον κημπορντίστα Mike Pinder που έφυγε κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων και αρνήθηκε πρόταση για περιοδεία με το γκρουπ. Ο Pinder θα αντικατασταθεί από τον πρώην κημπορντίστα των Yes, Patrick Moraz, εγκαίρως για την περιοδεία του 1978-1979, ξεκινώντας μια νέα εποχή στην ιστορία του συγκροτήματος. Το “Octave” θα ήταν επίσης το τελευταίο στούντιο άλμπουμ με τον παραγωγό Tony Clarke.
1986– Το “Invisible Touch” είναι το δέκατο τρίτο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού rock συγκροτήματος Genesis, που κυκλοφόρησε από την Atlantic Records στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις 9 Ιουνίου 1986 από την Charisma/Virgin Records στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αφού υπήρξε ένα διάλειμμα το 1984 για κάθε μέλος να συνεχίσει τη σόλο καριέρα του, το συγκρότημα επανήλθε τον Οκτώβριο του 1985 για να γράψει και να ηχογραφήσει το “Invisible Touch” με τον μηχανικό ήχου και παραγωγό Hugh Padgham. Όπως και το προηγούμενο άλμπουμ τους, γράφτηκε εξ ολοκλήρου μέσα από ομαδικούς αυτοσχεδιασμούς.
Το άλμπουμ γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και έφτασε στο Νο. 1 στο UK Albums Chart και στο Νο. 3 στο US Billboard 200. Παραμένει ο δίσκος με τις υψηλότερες πωλήσεις του συγκροτήματος αφού έγινε πολυπλατινένιο για πάνω από 1,2 εκατομμύρια αντίτυπα που πωλήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και 6 εκατομμύρια στις ΗΠΑ. Οι Genesis έγιναν το πρώτο συγκρότημα με πέντε singles από το ίδιο άλμπουμ να φτάνουν στην πρώτη πεντάδα του αμερικανικού Billboard Hot 100, με το “Invisible Touch” να είναι το πρώτο και μοναδικό τραγούδι τους που έφτασε στο Νο. 1 στα charts.
1992– Το “Stone Cold Sober” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του γερμανικού thrash metal συγκροτήματος Tankard. Κυκλοφόρησε από τη Noise Records με παραγωγό τον Harris Johns και επανεκδόθηκε το 2005 από την Nuclear Blast.
1998– Το “Diabolus in Musica” είναι το όγδοο στούντιο άλμπουμ των Αμερικανών thrash metal θρύλων Slayer, που κυκλοφόρησε από την American Recordings. Ο κιθαρίστας Jeff Hanneman έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του υλικού του άλμπουμ, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως το πιο πειραματικό των Slayer. Τα στιχουργικά θέματα που αναφέρονται στο άλμπουμ περιλαμβάνουν τη θρησκεία, το σεξ, την πολιτισμική παρέκκλιση, τον θάνατο, την παραφροσύνη, τον πόλεμο και την ανθρωποκτονία.
Όντας ένα άλμπουμ που προκάλεσε και αντιδράσεις στις τάξεις των οπαδών του γκρουπ, έχει μείνει παροιμιώδης η τοποθέτηση του Kerry King: “αυτός είναι ίσως ο λιγότερο αγαπημένος μου δίσκος της ιστορίας μας, αυτό είναι το Turbo μας”…