
Μια από εκείνες τις μπάντες που αρκετά χρόνια τώρα επωμίζονται εθελούσια το “βάρος” να διευρύνουν τα όρια της rock και metal μουσικής, μάλιστα με τόσο ξεχωριστό τρόπο ώστε ακόμη και η ταμπέλα progressive να είναι πολύ λίγη για να τους “περιγράψει”, είναι οι Grayceon. Προερχόμενοι από το Σαν Φραντσίσκο, οι τρεις συνοδοιπόροι συμπληρώνουν σχεδόν 20 χρόνια ζωής και σταθερής παρουσίας στο “σχήμα” και το “Then the Darkness” αποτελεί την 6η τους δημιουργία.
Ίσως κάποιοι να βρέθηκαν έστω και συμπτωματικά στο δρόμο τους και η μνήμη τους να διατήρησε τον ήχο του τσέλου, που τόσο περίτεχνα “χειρίζεται” η τραγουδίστρια Jackie Perez Gratz τοποθετώντας το στο επίκεντρο, γύρω από το οποίο φαίνεται να περιστρέφονται όλες οι υπόλοιπες παράμετροι της μπάντας. Λόγω της ιδιαιτερότητάς του πιθανότατα να θαμπώνει, αλλά η μπάντα είναι αρκετά υποψιασμένη ώστε να κρατά σε απόλυτη ισορροπία το τελικό αποτέλεσμα, με τις καινοτόμες διαδρομές του Max Doyle στην κιθάρα και το βάθος των κρουστών του Zack Farwell.
Το εξώφυλλο με τη γυναικεία μορφή να φαίνεται να ασφυκτιά από το λευκό πέπλο που τη σκεπάζει, προϊδεάζει για το φορτισμένο συναισθηματικά περιεχόμενο του album. H Jackie το περιγράφει εύστοχα μιλώντας για την “επιβίωση” ως μείζον διακύβευμα, προσθέτοντας ότι “πρόκειται για την αντιμετώπιση της θλίψης που έρχεται μετά την κατάρρευση του κόσμου σου. Αυτά τα τραγούδια δεν προσπαθούν να διορθώσουν τίποτα, απλώς κάθονται στον απόηχο ενός γεγονότος που αλλάζει τη ζωή, προσπαθώντας να καταλάβουν τι σημαίνει να συνεχίζεις”. Δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί ιδανικότερα όλο αυτό, από τον τρόπο που δομείται μουσικά το “Then the Darkness” σε όλες του τις πτυχές, καθώς ρέει απρόσκοπτα στα 78 περίπου λεπτά που διαρκούν συνολικά τα 11 κομμάτια του. Ότι θαυμαστό ξετυλίγεται σε αυτήν τη διάρκεια έχει έντονο άρωμα avant garde, με την απαράμιλλη doom αισθητική να σκεπάζει τα πάντα γύρω της και πλείστα progressive και post metal στοιχεία να καραδοκούν σε κάθε γωνιά να αναδείξουν τον χαρακτήρα τους.
Οι εκπλήξεις πάντως ξεκινάνε με το “καλημέρα” (“Thousand Year Storm”), όταν το δίπολο τσέλου-κιθάρας που κινεί τα μελωδικά νήματα του εναρκτήριου κομματιού, εμπλουτίζεται από τα εκφραστικά growls που εξωτερικεύουν οργή και μένος, δίνοντας μια πρώτη εικόνα με αναβαθμισμένες εντάσεις σε σχέση με το παρελθόν. Με τραχιά riff και πιο επιθετικά τύμπανα ξεκινά και το “One Third” και γρήγορα σε παγιδεύει σε μια υπνωτική δίνη, σε ένα doom αργόσυρτο tempo με τις εκρήξεις των ντραμς να δίνουν περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή το παρόν, ολοκληρώνοντας το άσμα “παρέα” με ήπιους βρυχηθμούς. Με πιο θλιβερή χροιά, έρχεται το “Velvet ‘79” κι ένα πιο όμορφο φωνητικό χρώμα απλώνεται για να δώσει το κυρίαρχο αίσθημα θλίψης, φωλιάζοντας ανεμπόδιστα στη μνήμη σου. Με το “3 Points of Light” συμπληρώνεται μια συμπαγής τετράδα που κινείται στο ίδιο δυναμικό κλίμα και αναδεικνύει ενδελεχώς το ταπεραμέντο των Grayceon.
Κι εκεί κάπου στο μέσο συντελείται η πιο αντισυμβατική τομή, με δύο κομμάτια αρκετά μεγάλης διάρκειας, ξεκινώντας με το αριστουργηματικό εικοσάλεπτο Mahsa, εμπνευσμένο από τον τραγικό θάνατο της νεαρής Ιρανής Mahsa Amini (που συνελήφθη γιατί δεν φορούσε hijab) στο νοσοκομείο που νοσηλεύονταν. Αυτός ο Γολγοθάς της επιβίωσης μέσω της ελεύθερης βούλησης, βρίσκει πρόσφορο πεδίο έκφρασης με μια σύνθεση ανείπωτου πόνου, που κυλά αμετάβλητη στα 7 πρώτα λεπτά μέχρι να ξεκινήσει ένα progressive κρεσέντο που εναλλάσσει ανάλαφρα ρυθμούς, χωρίς να διασαλεύει την φορτισμένη ατμόσφαιρα. Το δεύτερο κομμάτι (αφού γεφυρωθεί με το ομώνυμο instrumental “Then the Darkness” που θυμίζει αρκετά My Dying Bride) έχει διάρκεια δωδεκάμιση λεπτά και τίτλο “Forever Teeth”. Σε μια παρατεταμένη διαδρομή πόνου και πλήρως ευθυγραμμισμένο με τη γλυκιά μελαγχολία που σέρνεται αμείωτα, κυλά με βασανιστικούς αργούς ρυθμούς ξύνοντας τον πάτο των πιο κρυφών συναισθημάτων βγάζοντάς τα στην επιφάνεια.
Και χωρίς στεγανά και περιορισμούς, το ταξίδι συνεχίζεται με 4 ακόμη κομμάτια που σε επαναφέρουν στην “κανονικότητα” που σκόπιμα κατάργησαν για να μεταδώσουν το μήνυμά τους. Στο “Song of the Snake” καταιγιστικά blastbeats σπάνε τη ροή του σαγηνευτικού τσέλου και των μαγευτικών ταξιδιωτικών φωνητικών, στο “Holding the Lines” πορεύονται με όλα τα “κομμάτια” τους πιο στερεοτυπικά συντονισμένα, ενώ στο “Untitled” ήπιες ανάλαφρες υφές απελευθερώνονται στο μεγαλύτερο μέρος του, μέχρι να καταλήξουν μοιραία στην συντριβή τους. Τίτλοι τέλους με το “Come to the End” και τις ποικίλες εναλλαγές χαρούμενων καθαρών κι επιθετικών αγριεμένων φωνητικών να συμπληρώνουν την τελευταία εικόνα, σε ένα album που ολοκληρώθηκε μετά από επτά μήνες, υπό την καθοδήγηση στην ηχοληψία την μίξη και το mastering από τον Jack Shirley.
Η επιθυμία των Grayceon να δώσουν φωνή στα ζοφερά συναισθήματα και τον αγώνα επιβίωσης που απορρέει από την δυσβάσταχτη κυριαρχία τους, δίνει ένα ξεκάθαρο doom χαρακτήρα, που προσαρμόζεται γόνιμα στον απεριόριστο progressive ορίζοντά τους. Μετά από πέντε χρόνια το ταλαντούχο τρίο επανέρχεται, με μια ακόμη συναρπαστική κυκλοφορία ευρηματικού συνθετικά πλούτου και συναισθηματικού βάθους, μετακινώντας τη ζώνη ενδιαφέροντος σε ευρύτερα ακροατήρια.
Είδος: Progressive Metal/Rock
Δισκογραφική Εταιρεία: Translation Loss Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 25 Ιουλίου 2025