GLENN HUGHES, ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΚΗΣ (25/5/24) Principal, Θεσσαλονίκη

LIVE REPORT

Ο Glenn Hughes είναι ένας από τους ελάχιστους μουσικούς που μπορείς να περιγράψεις με βαρύγδουπες εκφράσεις όπως “ζωντανός θρύλος της Rock”, “η φωνή του Rock”, κλπ, χωρίς τον φόβο της υπερβολής. Στη μουσική του διαδρομή που μετρά πάνω από μισό αιώνα υπήρξε μέλος συγκροτημάτων όπως Trapeze, Deep Purple, Black Sabbath,  Black Country Communion και Dead Daisies, κυκλοφόρησε δεκάδες προσωπικές δουλείες, συνεργάστηκε σχεδόν με κάθε μουσικό στον πλανήτη από τους KLF μέχρι τον Gary Moore, πούλησε δεκάδες εκατομμύρια άλμπουμ ενώ εσχάτως εισάχθηκε και στο Rock n’Roll Hall of Fame.

Κομβικός σταθμός στην πολυτάραχη καριέρα του είναι η συνεισφορά του στο Burn των Deep Purple. Ένα από τα σημαντικότερα και επιδραστικότερα rock άλμπουμ της δεκαετίας του 70’. Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την κυκλοφορία του (15 Φεβρουαρίου του 1974) αποτέλεσε την αφορμή για την φετινή παγκόσμια περιοδεία του Glenn Hughes με στάσεις σε Αθήνα (24/05) και Θεσσαλονίκη (25/05). 

Η εμφάνισή του το βράδυ του Σαββάτου στη Θεσσαλονίκη δυστυχώς συνέπεσε με τον τελικό κυπέλλου, ο οποίος μονοπωλώντας το ενδιαφέρον της συμπρωτεύουσας παρέσυρε τη πλειοψηφία του κόσμου μπροστά στις τηλεοράσεις. Το αποτέλεσμα ήταν το τεράστιο μέγεθος του Glenn Hughes να μην σταθεί ικανό να γεμίσει το Principal. Για να γκρινιάξω και λίγο, σε αυτό ίσως συνετέλεσε και η τσουχτερή τιμή του εισιτηρίου. Τριάντα εννέα ευρώ προπώληση μάλλον είναι πολλά για την Ελληνική τσέπη στη παρούσα συγκυρία. Ειδικά όταν αυτό είναι το αντίτιμο για μια μινιμαλιστική παραγωγή που εξαντλείται σε ένα backdrop με τη φωτογραφία του Hughes.

Την βραδιά ξεκίνησε ο “δικός μας” Γιώργος Γάκης ο οποίος ανέβηκε στη σκηνή λίγα λεπτά μετά τις εννέα και για σαράντα λεπτά ζέστανε το κοινό με υλικό κυρίως από την τελευταία του κυκλοφορία “Parallel Dimensions”. Τους Troublemakers του Γάκη συμπλήρωσε επί σκηνής ο εξαιρετικός (επίσης “δικός μας”) Anthimos Manti στην κιθάρα.

Καθώς τα φώτα έσβησαν και ανέβηκε στη σκηνή ο Hughes, αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πλατύ του χαμόγελο και ο ειλικρινής ενθουσιασμός του. Στα εβδομήντα δύο του χρόνια, μετρώντας χιλιάδες εμφανίσεις σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, έχοντας παίξει μπροστά σε λαοθάλασσες που αγγίζουν τη γραμμή του ορίζοντα, το να μπορεί να ανεβαίνει στο stage ενός μισογεμάτου (η μήπως μισοάδειου) club με αυτή την πηγαία χαρά, είναι κάτι που κέρδισε από το πρώτο λεπτό τον αμέριστο σεβασμό μου. Η θετική του διάθεση, η προσπάθειά του να επικοινωνήσει με τον κόσμο, η ανάγκη του να κοιτάξει ξεχωριστά έναν-έναν στα μάτια και να πει ευχαριστώ είναι μία ένδειξη του μεγέθους του ανθρώπου πίσω από την αναμφισβήτητα μεγαλειώδη μουσική παρακαταθήκη μισού και πλέον αιώνα.

Η συναυλία ξεκίνησε με το “Stormbringer”. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά έγινε σαφές πως η μπάντα που συνόδευε τον Hughes στη σκηνή ήταν εξαιρετικά δεμένη, ενδελεχώς προβαρισμένη και πλήρως εναρμονισμένη με το ύφος και την αισθητική της μουσικής της MK III περιόδου των Purple. Ακολούθησαν τα “Might Just Take your Life” και “Sail Away” από το “Burn” που είχε και την τιμητική του. Στο medley που ακολούθησε το “You Fool no One” και το “High Ball Shooter” έδωσαν χώρο και άπλετο χρόνο στους μουσικούς να αυτοσχεδιάσουν και να ξεδιπλώσουν με προσωπικά solo την εξαιρετική τους δεξιοτεχνία.

Το εγχείρημα του Soren Anderson στην κιθάρα, του Bob Fridzema στα πλήκτρα και του Ash Sheehan στα τύμπανα, να αναπαράξουν αντιστοίχως τα μέρη του Blackmore, του Lord και του Paice, προφανώς δεν είναι καθόλου απλό και κρύβει πολλούς κίνδυνους. Πέρα από την καθομολογούμενη επιτυχία αυτής τους της προσπάθειας, εκείνο που προσωπικά με εντυπωσίασε ήταν η ευελιξία τους, η ικανότητά τους να αυτοσχεδιάζουν ακολουθώντας τις στιγμιαίες εμπνεύσεις του Hughes, παραμένοντας παράλληλα συνεπείς με την αισθητική της εποχής και των τραγουδιών. Ζώντας στους δίσεκτους καιρούς των click tracks, των προηχογραφημένων μερών και των χορογραφημένων κινήσεων αυτό είναι κάτι που δυστυχώς σπανίζει.

Το “Mistreated” που ακολούθησε ήταν το αναμενόμενο highlight της βραδιάς με τον κόσμο να τραγουδάει με ενθουσιασμό κάθε στίχο. Τα  “Gettin’ Tighter” και τα “You Keep on Moving” από το “Come Taste the Band” έκλεισαν το κυρίως μέρος του live με το τελευταίο να κλέβει τις εντυπώσεις. Ακολούθησε το encore με το “Burn” και τον Gus G να ανεβαίνει στη σκηνή ανεβάζοντας την αδρεναλίνη και τα ντεσιμπέλ στο κλείσιμο της βραδιάς.

Φεύγοντας από τη συναυλία σκεφτόμουν πως με δεδομένο ότι οι Purple του Gillan δεν ακουμπάνε το υλικό της MK III & IV περιόδου, σε συνδυασμό με την υπολανθάνουσα κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια ο Coverdale, ίσως αυτή ήταν η τελευταία φορά που άκουγα αξιοπρεπώς ερμηνευμένα live αυτά τα τραγούδια. Τα εβδομήντα δύο χρόνια έχουν αρχίσει να βαραίνουν τον Hughes αλλά δεν τον έχουν λυγίσει. Μπορεί η φωνή του να μην με καθήλωσε και η ερμηνεία του στο “Mistreated” να μην με άφησε άναυδο όπως την πρώτη φορά που τον άκουσα το 2004 στη Πύλη Αξιού, όμως αναμφίβολα, ελάχιστοι rock τραγουδιστές (ειδικά  της γενιάς του) μπορούν να σταθούν σήμερα πλάι του. Και ενώ όλοι μας εκθειάζουμε το πόσο καλός τραγουδιστής είναι, παραβλέπουμε δυστυχώς πολύ συχνά το ότι ταυτόχρονα είναι και ένας πολύ καλός μπασίστας. Σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας δεν έχασε ούτε μία νότα!! Γκρούβαρε απίστευτα μαζί με τον Ash Sheehan οδηγώντας την μπάντα από αυτοσχεδιασμό σε αυτοσχεδιασμό. Και το πιο σπουδαίο; Όλα αυτά τα έκανε να φαίνονται τόσο εύκολα με τον ενθουσιασμό πάντα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, εκφράζοντας σε κάθε ευκαιρία την ευγνωμοσύνη του για το πολύτιμο δώρο της μουσικής που το βράδυ του Σαββάτου μοιράστηκε μαζί μας. Κλείνοντας με τα δικά του λόγια, “Music is the healer”…

Κείμενο και φωτογραφίες: Δημήτρης Κορομηλάς

Avatar photo
About Soundcheck Partner 326 Articles
Souncheck.network