Είναι πραγματικά τόσο συγκεχυμένη και μυστηριώδης η συγκυρία του θανάτου αυτού. Μοιάζει σαν την οριστική επικύρωση μιας ανακωχής που ουσιαστικά είχε έρθει εδώ και χρόνια. Σήμερα όμως είναι πια επίσημη με όλη τη μαύρη της μεγαλοπρέπεια: ο Γιάννης Μαλαθρώνας έφυγε πρόωρα στα 59 του χρόνια.
Μου είναι δύσκολο να φέρω στο μυαλό μου πολλούς ανθρώπους που τάραξαν την εφηβική μου αλαζονεία όσο αυτός, να θυμηθώ πολλούς που με εξόργισαν και με φανάτισαν απέναντι στα προσβλητικά χαστούκια που δέχονταν οι αγαπημένοι μου μουσικοί. Ταυτόχρονα, μου είναι ακόμα πιο δύσκολο να σκεφτώ πολλούς που με επηρέασαν τόσο άμεσα και βαθιά με τα κείμενά τους όσο ο Μαλαθρώνας.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν πίσω στο 1980, στη σκοταδιστική Ελλάδα χωρίς ραδιόφωνο και συναυλίες, χωρίς ενημέρωση και με μετρημένους ανθρώπους που έκαναν γενναίες προσπάθειες να δημιουργήσουν τις βάσεις του μουσικού τύπου στη χώρα. Είναι η στιγμή που ο Γιάννης Πετρίδης κάνει μεταγραφή αεροδρομίου και φέρνει τον Γιάννη από τον Ήχο στο ΠΟΠ & ΡΟΚ. Η συγκυρία είναι ιδανική, καθώς ο Γιάννης ζούσε στην Αγγλία για σπουδές και βίωνε από κοντά τη μουσική άνοιξη των αρχών των 80’s. Έτσι, έδωσε και αυτός τη δική του ώθηση στη νέα κατεύθυνση του περιοδικού , που δικαιολογημένα έτρεχε παράλληλα με τις μουσικές εξελίξεις απέναντι σε πολύ δύσκολες συγκυρίες.
Ο Γιάννης είχε ένα ολοφάνερο και ισχυρό ταλέντο να κάνει τα μουσικά του κείμενα συναρπαστικά, ακόμα και αν ο αναγνώστης ένιωθε να πνίγεται από οργή στις γραμμές του. Απολάμβανε να αποδομεί μυθικά ονόματα και έμεινε ιστορικό το θάψιμο στο “The Wall” των Pink Floyd, που προκάλεσε ανεξέλεγκτη οργή και μια καταιγίδα γραμμάτων διαμαρτυρίας στο περιοδικό. Ανάλογη στάση είχε και απέναντι στο heavy metal, σχεδόν συνολικά σαν μουσικό είδος. Στην πραγματικότητα (καθώς ομολογώ πως είχα σκεφτεί πολλές φορές μια πιθανή αποκρυπτογράφηση αυτής της τακτικής), ήταν το ξεσκέπασμα της μιας πλευράς, αυτής που θα αποφύγει να σκαλίσει ο στρατευμένος οπαδός. Σίγουρα, ήταν συχνά άδικος και κάποιες φορές έγραψε λανθασμένα ή σχεδόν μεροληπτικά στοιχεία. Ποτέ όμως άλλοτε στην πληκτική Ελλάδα εκείνης της στεγνής από ερεθίσματα δεκαετίας η μεροληψία δεν υπήρξε τόσο καλογραμμένη και γοητευτική.
Ο πόλεμος με τους φίλους του heavy metal κράτησε χρόνια στις στήλες της αλληλογραφίας, και δεν ήταν λίγες οι φορές στις οποίες απαντούσε ο ίδιος μετά από δημοσιευμένα γράμματα. Κάποιες στιγμές ένιωσα πως ο Μαλαθρώνας υπήρξε η βασική αιτία για εμάς τους Έλληνες μεταλλάδες να σταματήσουμε να παρεξηγούμε αυτή τη μουσική, να την μετατρέπουμε σε κάτι άλλο, αλλά αντίθετα να ψάξουμε την πραγματικότητα, να μάθουμε να βάζουμε τις σκέψεις μας σε τάξη, να αποκτούμε οργάνωση στο πνεύμα μας για να αντιμετωπίσουμε ικανά τον “αντίπαλο”. Ήταν η πρώτη φορά που επικοινώνησα , μέσω δημοσιευμένων γραμμάτων, με φίλους αυτής της μουσικής που είχαν μια θέση μακριά από το φτηνό, συνθηματικό χουλιγκανισμό, την πρωτόγονη κουβέντα του καφέ της κοπάνας. Κάπου βαθιά μέσα μου ένιωθα πως αυτός ο επιθετικός χαρισματικός αντίπαλος μας συμμόρφωσε και μας σουλούπωσε, έκανε ακούσια κάτι που δεν φανταζόταν ποτέ: μας έσπρωξε να κοιτάξουμε κάτω από την επιδερμίδα. Διαβάζοντας με τον τρόπο του τις διαστάσεις και τις προοπτικές των μουσικών που αγαπούσε και συνόδευε με τα γραπτά του, ανακαλύψαμε τους τρόπους να ξεντύσουμε και τη δική μας μουσική από τη φτώχεια μιας επιδερμικής προσέγγισης, μας έκανε να νιώσουμε πως άξιζε και αυτή μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση.
Το πραγματικό όμως δέλεαρ στα κείμενά του δεν ήταν στο συγκρουσιακό κεφάλαιο, αλλά στα δικά του χωράφια, εκεί που μέσα στο δικό του χώρο δεν χρειαζόταν αρνητικές παρορμήσεις. Διάβαζα όλα τα κείμενα του Μαλαθρώνα, ακόμα και αν ήξερα, βλέποντας το όνομα του καλλιτέχνη, πως δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να συγκινηθώ και να δοκιμάσω. Ήθελα στην πραγματικότητα να διαπιστώσω αν, όπως κάθε φορά, θα αναρωτιόμουν στο τέλος μήπως ένα άλμπουμ που ξεδιπλώνει την ευχέρεια ενός ανθρώπου να το χειριστεί έτσι, αξίζει τελικά μια απόπειρα.
Θυμάμαι πολύ καλά πως δεν χαρίστηκε και σε πολλούς αγαπημένους του καλλιτέχνες όταν θεώρησε πως κατέληξαν υπερφίαλοι ή ανούσιοι ή άλλες φορές όταν οι συνήθεις ουσίες αλλοίωναν την πραγματική τους έκφραση. Στο τέλος όμως, αυτό που με συγκινούσε περισσότερο ήταν οι παράπλευρες απόπειρες να καυτηριάσει με χιούμορ παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας σε μια εποχή τόσο θεατρικά “καθωσπρέπει”. Πιθανά ένα μέρος αυτής της συγγραφικής ποτάσας στέρησε από τη μουσική μας περισσότερες καρικατούρες του metal.
To 1986 ολοκλήρωσε τον κύκλο του μουσικού γραφιά. Εξελίχθηκε σε έναν πολύ πετυχημένο ταξιδιωτικό συντάκτη και συγγραφέα με δικά του βιβλία και συνεργασίες με τις σειρές οδηγών “Michelin” και “Rough Guide”.
Είμαι πεπεισμένος πως έχει φυτέψει από τότε πολλούς λόγους εκεί έξω, που θα φροντίσουν να μην ξεχαστεί.