Η Στουτγκάρδη παρέμεινε ένας τυπικός τόπος καταχώρησης της γέννησης του Jeffrey Wayne Tate, καθώς η γρήγορη μετακόμιση στην Tacoma της Washington άφησε την εμβρυακή και φρέσκια συνείδηση και μνήμη του μικρού χωρίς ιδιαίτερη σύνδεση με τον τόπο που είδε για πρώτη φορά το φως. Το αδύναμο όμως αυτό ευρωπαϊκό στίγμα της εμφάνισης του γνωστού σε όλους μας Geoff Tate, θα μεταμορφωθεί αργότερα σε ένα ισχυρό αποτύπωμα πολιτιστικών και πιο συγκεκριμένα μουσικών επιδράσεων.
Φτιαγμένος από αυτό το αχαρτογράφητο υλικό που σπρώχνει τα μικρά παιδιά να κυνηγούν τους ήχους, τα άγνωστα τραγούδια και να αποκτούν εμμονές με μουσικά όργανα, έμαθε να ψάχνει επίμονα στο ραδιόφωνο για νέες εντυπώσεις. Ένα εκλεπτυσμένο παιδί που μαγεύτηκε από τις ικανότητες του “Prince of cool” Chet Baker και από την αριστοκρατική μελαγχολία του, ήθελε πραγματικά να μάθει τρομπέτα, αλλά κατέληξε στο πιάνο.
Πέρασε όλα τα κύματα των σχολικών χρόνων με τα περιστασιακά γκρουπ μόνιμα στημένος στα keyboards. Το σπίτι της γιαγιάς του, όταν αυτή έλειπε τα καλοκαίρια σε διακοπές, έγινε ουσιαστικά ο πρώτος χώρος για πρόβες και από εκεί ξεκίνησαν όλα, με τον νεαρό Geoff να παρακολουθεί στο περιθώριο τους φίλους του να παίζουν. Εκείνο το καλοκαίρι ο τραγουδιστής της μπάντας αρρώστησε και μεγάλη κατήφεια έπεσε στην παρέα που έχασε και τη διέξοδο των μικρών εμφανίσεων με διασκευές για χαρτζιλίκι. Ήταν οι μέρες που αποθέωναν ακούγοντας παρέα το “2112” των Rush, και κάποιοι άρχισαν δειλά να μαθαίνουν μέρη των τραγουδιών. Ο Geoff τραγούδησε για πλάκα, συνοδεύοντας την παρέα, και η έκπληξη όλων για τη φωνή του τον έφερε επιτέλους στο μικρόφωνο.
Κατά τις πρώτες εμφανίσεις, παρατήρησε πως μετά από μια ώρα περίπου η άγουρη και αγύμναστη φωνή του κουραζόταν και χανόταν. Ήταν βέβαιο πως χρειαζόταν τη βοήθεια ενός ειδικού, να μάθει να κοντρολάρει τις αναπνοές του και να καλλιεργήσει την τεχνική του συνολικά.
“Οι καλοί τραγουδιστές τραγουδούν και ακούνε, οι μεγάλοι τραγουδιστές ακούνε και μετά τραγουδούν”.
“Ο καλός λόγος είναι μισό τραγούδι, αλλά το καλό τραγούδι δεν είναι μισός λόγος”.
“Φορέστε τον κόσμο σαν ένα φαρδύ ρούχο. Μην το αφήσετε να σας σφίξει”.
“Το τραγούδι είναι και επιστήμη και τέχνη. Όλη η τέχνη είναι φαντασία και δεν μπορείς να το αλλάξεις αυτό”.
Ο “Μαέστρο” ήταν πασίγνωστος στην ευρύτερη περιοχή του Seattle. Όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές μαθήτευσαν δίπλα του και αυτά που κέρδισαν ήταν σίγουρα περισσότερα από τις ιστορικές ατάκες του. Ο David Kyle ήταν πράγματι ένας γκουρού των αιώνιων μυστικών της φωνητικής τέχνης, αλλά μάλλον ένας ακριβός γκουρού. Μόλις έξι μαθήματα σε έξι μήνες μπόρεσε να πληρώσει τότε ο Tate, αφού πρώτα πέρασε την ακρόαση και τον δέχτηκε ο Μαέστρο, όμως όσα έμαθε τα εξάσκησε σκληρά μόνος του με τα γνωστά εντυπωσιακά αποτελέσματα. Για την ιστορία, θα επιστρέψει στη μαθητεία του Kyle, πριν πάρει με τους Queensryche τους δρόμους για την προώθηση του “The Warning”, μάλιστα μαζί με τους Chris DeGarmo και Michael Wilton που είχαν αναλάβει τα δεύτερα φωνητικά.
Μαζί με τη ζύμωση της τεχνικής του στα φωνητικά, ο Geoff είχε εμπλουτίσει ένα σεβαστό υπόβαθρο επιδράσεων: από την αφηγηματική γοητεία της Kate Bush στις περιπετειώδεις αναζητήσεις του Peter Gabriel, από τις κολλητικές αρμονίες των Beatles στις σύνθετες εμπνεύσεις των Yes, και πάνω από όλους και όλα η εμμονική αγάπη του στους Pink Floyd.
Ίσως λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει πως στην πραγματικότητα ο Tate γλίστρησε σχεδόν σαν κλέφτης στο τσίρκο του heavy metal. Μάλιστα, δεν είναι πια μυστικό μετά από τόσα χρόνια πως ο ίδιος προσπάθησε πολύ για να αποφύγει το γκρουπ την ταύτιση με τα τυπικά ρεύματα του ήχου εκείνης της εποχής. Η φιλοδοξία του να δώσει χώρο στις ξένες βασικές του επιρροές όντας σε μια metal μπάντα, υπήρξε μια από τις βασικές παραμέτρους της διαφορετικότητας των Queensryche. Ο Tate ουσιαστικά υπήρξε ένας μουσικός κατάσκοπος σε μια σκηνή με την οποία λίγα κοινά είχε, και φρόντιζε να υποδηλώνει τη διαφορετικότητα αυτή με την παράταιρη εμφάνισή του: αν εξαιρέσει κανείς τα μάλλον γραφικά βίντεο της εποχής του EP, φρόντισε να τραβηχτεί άμεσα μακριά από το τυπικό image του metal frontman. Και πίσω από αυτή την οπτική δήλωση, ήρθε η μετάλλαξη ενός ολόκληρου χώρου, μια μετάλλαξη με πολλές παραμέτρους.
Μουσικά, οι καταβολές του είχαν την τύχη να συναντηθούν με τον χαρισματικό Chris DeGarmo, έναν εκπληκτικό συνθέτη που γρήγορα μάθαινε να ανοίγει το πλάνο του, και άμεσα συγκινούνταν από τις προκλήσεις. Ο DeGarmo με έναν ανεξήγητο και παραγωγικό τρόπο, έγινε ο τέλειος καταλύτης για να έχει ο Tate το ιδανικό περιβάλλον έκφρασης και εξέλιξης. Μαζί έσπρωξαν τα όρια, δημιουργώντας έναν μουσικό πυρήνα που μπορούσε να ταξιδεύει σε νέους τόπους δημιουργίας, γυρίζοντας νέες σελίδες αλλά διατηρώντας τα χαρακτηριστικά του. Οι Queensryche άπλωσαν έναν γενναίο, αστείρευτο προοδευτισμό που δεν χρειάστηκε στιγμή στριμωγμένες νότες και εκτελεστικές υστερίες. Και φυσικά ο Tate φρόντισε από την αρχή να μην αφήσει σπιθαμή για δράκους και κάστρα.
Η σχεδόν επιθετική ωριμότητα του γκρουπ από τη θεματολογία του “The Warning” τρύπησε τον τοίχο με τα στεγανά του χώρου και έκλεισε το μάτι σε μια νέα γενιά στιχουργών που θα γύριζαν τις σκέψεις τους και την πένα τους στο “εγώ” και το “εμείς” χωρίς μυθικούς συμβολισμούς. Τόσο ο υπαρξισμός όσο και οι κοινωνικές προκλήσεις αλλά ακόμα και οι ιστορίες αγάπης γνώρισαν μια φρέσκια προσέγγιση. Ο Tate, συνοδεύοντας την πρόκλησή του στον ακροατή με τα απίστευτα φωνητικά του, του έμαθε να ακολουθεί νέους δρόμους σκέψης, να ακούει νέα τραγούδια. Ο ίδιος δεν δίστασε να πει πως στο “Rage For Order” έγινε πια η πλήρης αποκάλυψη ενός οράματος, ενός στόχου, μιας γενναίας φιλοδοξίας. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν υπήρχε πισωγύρισμα, μόνο μια πελώρια συναρπαστική υπόσχεση για νέες υπερβάσεις. Ο άνθρωπος που αποκάλυψε τότε τον φόβο για μια πανίσχυρη παγκόσμια κυβέρνηση, και περιέγραψε την άβολη σχέση της ανθρωπότητας με την τεχνολογία, είχε ταυτόχρονα καταρρίψει τα ερμηνευτικά δεδομένα, οδηγώντας τον εαυτό του σε έναν φωνητικό ρεαλισμό που έξυπνα προσπαθούσε παράλληλα να δώσει χώρο και στο εύρος του να συνυπάρξει. Ήταν αυτός που τόλμησε να χρησιμοποιήσει το σφύριγμά του στα τραγούδια σαν ένα παραπάνω ηχόχρωμα.
Και αν ο συγχρωτισμός του με τους ακραίους αυτονομιστές του Quebec το 1987, του πρόσφερε την έμπνευση για το concept του “Operation: Mindcrime”, και στη μπάντα τον χαρακτηρισμό “κομμουνιστές του heavy metal”, τότε ο ίδιος υπήρξε σίγουρα ο Richard Sorge του είδους, ένας μυστικός πράκτορας μιας νέας προκλητικής προσέγγισης που άλλαξε πολλά πιο σημαντικά από το να σπείρει αμέτρητους κλώνους.
Δεν δίστασε στιγμή να μοιραστεί τις φουρτούνες και τις κρίσιμες αμφιβολίες του μυαλού του, ακόμα και σε οριακές συγκυρίες. Με μια αξέχαστη θεατρική σκηνή της περιοδείας του “Promised Land”, αναθεματίζει ζαλισμένος στο μπαρ τον αυτοσκοπό της καριέρας, γυρεύοντας την ουσία της ύπαρξης πίσω από προκατασκευασμένους στόχους. Τσαλακώνει τη ραδιοφωνική πρόκληση της επανάληψης του “Empire”, και οδηγεί με το σαξόφωνό του στο μακρύτερο και τελευταίο ακρωτήρι μιας ανεπανάληπτης διαδρομής.
Όπως όλοι οι δύσκολοι και πολύπλοκοι άνθρωποι που εκτρέπονται και χάνουν τις ισορροπίες τους, έτσι και αυτός πέταξε πολλά κομμάτια του μύθου του στα χρόνια που ακολούθησαν. Έχει όμως εξαρχής παρθεί η απόφαση πως αυτό δεν είναι ένα κείμενο που αποδίδει ευθύνες και καυτηριάζει τακτικές, είναι μια προσωπική αποκρυπτογράφηση για τον άνθρωπο που τραγούδησε το soundtrack της ζωής μου. Εκείνο το διστακτικό αγόρι από την Tacoma που άδραξε την ευκαιρία, και κουβαλώντας με συνέπεια τα δικά του εφόδια, κατάφερε με χειρουργική ακρίβεια να αλλάξει τόσα πολλά.
Έχω άλλωστε αποφασίσει να τον θυμάμαι πάντα σε μια αγαπημένη μου περιγραφή από συνέντευξη, όταν μαζί με τους υπόλοιπους Ryche, κάθεται σε κάποιο εστιατόριο και σχεδιάζουν όλοι μαζί τη χορογραφία του γκρουπ στη σκηνή πάνω στο κουτί της πίτσας…
Ο Geoff Tate θα εμφανιστεί ζωντανά στα πλαίσια της EMPIRE 30th ANNIVERSARY TOUR (Empire & Rage For Order Both performed in their entirety), στο Gagarin 205 Live Music Space, στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2022, και στο Principal Club Theater, στη Θεσσαλονίκη, στις 15 Οκτωβρίου 2022.