
“Min Tid Skal Komme” στα νορβηγικά ή αλλιώς στην γλώσσα μας “Η ώρα μου έφθασε”. Η δική μου ώρα έφθασε για να περιπλανηθώ στα μισογκρεμισμένα ερείπια του ντεμπούτου των Νορβηγών Fleurety που αυτό το μήνα συμπληρώνει τρεις ολόκληρες δεκαετίες από την κυκλοφορία του. Από την παγωμένη βόρεια πλευρά ο τίτλος αντηχείται ως μια προφητική αναγγελία: η ώρα και η στιγμή σύνθλιψης των ορίων είχε καταφθάσει μέσω των μουσικών ως μονάδες, ως συνθέτες και ως εκτελεστές στο μαυρομεταλλικό ιδίωμα, αφήνοντας πίσω τους την ψυχρή λάμψη της υπέρβασης.
Oi Fleurety του βασικού διδύμου των Svein Egil Hatlevik και Alexander Nordgarden, αν καταβάλλουμε μια προσπάθεια να τους εντάξουμε κάπου τότε αυτό θα είναι κάπου ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο, το πιο πειραματικό κύμα. Ας τολμήσουμε να το αποκαλέσουμε απλώς “black metal”, όπως θα αποκαλούσε κανείς τον Captain Beefheart απλώς “έναν περίεργο μπλουζίστα”, μια περιγραφή που φαντάζει απελπιστικά φτωχή μπροστά στην αλήθεια. Ωστόσο οι ίδιοι πιστεύουν πως οτιδήποτε avant garde σταμάτησε να αναπνέει στις νότες του black metal από το 1994. O Hatlevic θεωρεί με βάση λόγια του πρόσφατου παρελθόντος πως μέχρι το πρώτο μισό των 90’s οι περισσότερες black metal ηχογραφήσεις είχαν κρεμασμένη την ταμπέλα του ορόσημου αντικατοπτρίζοντας την ανταγωνιστική δίψα για μοναδικότητα της νορβηγικής σκηνής. Η επιτακτικότητα του να φέρεις κάτι πρωτόγνωρο μουσικά ήταν πρωτοφανής στους κύκλους. Ειδάλλως αν αποτύγχανες, σε έδιωχναν από τον κύκλο, σφραγίζοντάς σε με τη στάμπα της αναξιότητας. Σου συμπεριφέρονταν σαν ασήμαντο μέσω της αναξιότητάς που έφερες. Κι έτσι, έστησαν για τους εαυτούς τους έναν αόρατο “φρουρό” – ένα “μπαμπούλα” καλύτερα – για να μη ξεπέσουν από τα στάνταρντ τους. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Euronymous, να παραμονεύει στη φαντασία τους και να έρχεται τη νύχτα για να τους κατακρεουργήσει σαν ένα σύγχρονο Ντράουγκρ αν δεν κρατούσαν το πνεύμα της αυθεντικότητας ζωντανό.

“Το black metal έχει μεγαλύτερους αρτιστικούς στόχους σε σχέση φερ’ ειπείν με το death και το thrash γι’ αυτό και θελήσαμε να γράψουμε τη δική μας μουσική με μηδαμινό σεβασμό σε μπάντες που περιορίζονταν στο ρόλο του μιμητή” έχει πει χαρακτηριστικά ο Hatlevic και πώς να μην ακούσεις με σέβας έναν καλλιτέχνη που ήταν μάρτυρας και από τους άξιους συντελεστές μιας από τις πιο ευοδωτικές και γόνιμες περιόδους του ακραίου ήχου.
Ο ίδιος έχει κρατήσει μερικές αιχμηρές απόψεις για τα χρόνια εκείνα έχοντας πει κατά καιρούς σε συνεντεύξεις πως “κατά μία έννοια δεν υφίσταται Βlack Μetal μουσική από το 1994 και έπειτα. Ήταν η χρόνια που όλα τελείωσαν. Ύστερα τα κλισέ της μουσικής αυτής παρέμειναν ζωντανά και επιβίωσαν. Η θέληση και η αξιοπρέπεια του Black Metal συνέχισε να υπάρχει μέσα από το Avant Garde Metal.” Από τα συμφραζόμενα γίνεται φανερό πως η φωνή των Fleurety αποδέχεται τον όρο avant garde περιγραφικά από τα στόματα εκεί έξω.
Ήταν εκεί που οι ίδιες οι μπάντες κούνησαν το δάκτυλο σε οπαδούς και στον υπόλοιπο κόσμο, τονίζοντας πως το black metal μόνο συντηρητικό και μονότονο δεν ήταν. Προσωπικά το αποκαλώ δημιουργικό black metal, απαλλαγμένο από τα wristband και την κλισαδούρα, ένα ακραίο ηχητικό ρεύμα που περισσότερο αιφνιδίαζε παρά σόκαρε τον ακροατή, δοκιμάζοντας με πολλούς τρόπους τις αισθήσεις του με φρενήρεις όσο και υπνωτικούς ρυθμούς, με ακραία στο όριο της απόγνωσης ανδρικά φωνητικά πλεγμένα με αιθέρια γυναικεία και ατελείωτα blast-ιδια!

“Ταιριάζουμε στο στυλ του “δε μοιάζουμε με κανέναν άλλο” από το νορβηγικό black metal στα 90’s. Αυτό που μάθαμε σαν black metal παιδιά είναι πως χρειάζεται να έχεις μια μουσική ταυτότητα για να δικαιολογείς την ύπαρξή σου σα μπάντα” προσπαθεί επίσης να περιγράψει την τότε επικρατούσα κατάσταση ο Hatlevic, το πολυεργαλείο από το Ytre Enebakk – τόπος πνιγμένος σε πυκνά δάση και ήρεμες, ασημένιες λίμνες – κάνοντάς μας αυτόματα να αναρωτιόμαστε τι στο διάτονα έχει το νερό σε εκείνα τα μέρη και ωθεί τον κόσμο να δημιουργεί τέτοιου είδους αλλόκοτα ηχοτοπία. Ο ίδιος έρχεται να συμφωνήσει εμμέσως πλην σαφώς μη διστάζοντας να παραδεχθεί πως στο παρελθόν τα labels στα οποία ανήκαν οι Fleurety θεωρούσαν τη μουσική τους…άβολη.
Αν ψάχνεις για παραδοσιακές metal φόρμες — τρέχα. Αν αναζητάς ένα στοιχειώδες κουπλέ, μια φιλειρηνική αρμονία, έστω ένα ταπεινό ρεφρενάκι — τρέχα ακόμα πιο γρήγορα. Όταν ανεβοκατεβαίνεις σαν τρενάκι του λούνα παρκ τις μινόρε και τις ματζόρε κλίμακες τότε η κατάσταση γίνεται αναπόφευκτα άβολη. Έτσι την έκανες το 1995. Απεναντίας ευχάριστη για τον κόσμο που έψαχνε κάτι να τους προκαλέσει σαν ακροατές, κάτι να τους τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια στο black metal τους και το ανακάλυπταν στους Ulver, τους Ved Buens Ende και τους πιο προσιτούς αλλά εξίσου ρηξικέλευθους In the Woods που ήδη κυκλοφορούσαν την “πραμάτεια” τους στην υπόγεια πιάτσα. Όπως είναι φυσικό και στους Fleurety.

Οι Fleurety σε σχέση με τα υπόλοιπα ριζοσπαστικά σχήματα ενσωμάτωσαν post στοιχεία στον ήχο τους πριν καν γεννηθεί ως έννοια το post-metal. Εμφυτεύουν λοιπόν στο χωνευτήρι τους ακουστικές κιθάρες, πιάνο, κλίμακες από τα βάθη της Ανατολής (βλέπε “En skikkelse i horisonten”), jazzy ψευδαισθήσεις και όλα αυτά μαεστρικά συνδεδεμένα σε μακρόσυρτες συνθέσεις που παρολ’ αυτά στο τέλος σε κάνουν να αναρωτιέσαι πως στο καλό βρέθηκες να έχεις ακούσεις αν όχι όλο αλλά το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου. Εξάλλου το έχει πει στεγνά από την πρώτη στιγμή ο πάντα εξτρεμιστικός Hatlevik: “Αν δεν κάνεις black metal με φρέσκιες ιδέες τότε καλύτερα να αποκαλείσαι… προβατο-metal!!”.
Οι Fleurety για τις ανάγκες του “Min Tid Skal Komme” επιστρατεύουν την pop (!!) τραγουδίστρια Marian Aas Hansen — μια επιλογή που μοιάζει σχεδόν βλάσφημη μέσα στο context του νορβηγικού black metal – η οποία ωστόσο κάνει αισθητή την παρουσία της. Σαμ άλλη Margo Timmins ερμηνεύει συχνά side by side, σμίγοντας απόκοσμα στις black metal κραυγές του Hatlevik που είναι κάτι ανάμεσα σε “θα ουρλιάξω αλλά πρώτα θα σας διαβάσω λίγο Becket, ή έστω Kafka” (όπως έχει ο ίδιος παραδεχθεί ότι μελετούσε τότε). Για βασικός φρόντμαν προορίζονταν ο Nordgaren χωρίς να υπολογίζει πως οι φωνητικές του χορδές θα καταστραφούν στις πρώτες ηχογραφήσεις των Fleurety. Έτσι το ’94 παραλαμβάνει τη σκυτάλη με επιτυχία ο έτερος συνοδοιπόρος,
Φυσικά και στο “Min Tid Skal Komme” θα ακούσεις τα κλασσικά ουρλιαχτά φωνητικά Burzum-ικού τύπου που θα συνοδευτούν από τα προαναφερθέντα γυναικεία αλλά και ψιθυριστά αφηγηματικά που θα δώσουν έξτρα ποντάκια στην ήδη έντονη ατμόσφαιρα. Σα να κρατάς μια φωτογραφία με πολλά κοντράστ, είναι όλα παρόντα αλλά τίποτα δεν είναι ομοιόμορφο.
Επιπλέον η ατμόσφαιρα δεν είναι evil και σατανική όπως θα περίμενες. Μολονότι σκοτεινή, περιβάλλεται από ένα ήσυχο πέπλο, θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω και ύπουλο. Βρίσκεσαι στην ασφάλεια μιας παραλίας και στο βάθος παρατηρείς τους κεραυνούς μιας όλο και πιο απειλητικής κατευθυνόμενης προς τα εσένα καταιγίδας. Δεν σε τρομάζει που έρχεται — σε τρομάζει που δεν μπορείς να φύγεις.

Δίχως ίχνος υπαινιγμού και με ξεκάθαρη ευθύτητα στο “Fragmenter av en fortid”, το εναρκτήριο κομμάτι και τα θραύσματά του (όπως δηλώνει κι ο τίτλος) των ασύμβατων ήχων και συναισθημάτων που έρχονται και χάνονται σα φαντάσματα, σου αναγνωρίζει πως είσαι μοναχικός αλλά δεν είσαι μόνος σου, λες και το σκοτάδι που περιβάλει αυτό το δίσκο να επισημαίνει την παρουσία του. Είναι ηλίου φαεινότερο πως οι στίχοι που είναι στα νορβηγικά και ανεβάζουν ακόμα περισσότερο το βαθμό δυσκολίας του “Min Tid Skal Komme”, παρότι εσωτερικοί, σου ξυπνάνε ένα επικό αίσθημα. Τη διάθεση ενισχύει η αναφορά σε σπαθιά και σε μισογκρεμισμένα κάστρα. Πάντα πίσω απ’ όλα αυτά η βεβαιότητα του συμβολικού χαρακτήρα· η αναφορά σε μάχες πιο εσωτερικές παρά ιστορικές.
“Is this what you call Hell?
Or is it just the road to a new era?”
Μπάντες όπως οι Fleurety με εμπνεύσεις όπως το “Min Tid Skal Komme” πέταξαν το εγχειρίδιο του black metal στη πυρά φωτίζοντας νέα μουσικά μονοπάτια στην extreme πλευρά της αγαπημένης μας μουσικής Παρότι δεν μοσχοπούλησαν κόπιες και κόπιες, κέρδισαν επάξια μια ξεχωριστή θέση στο ρέμπελο κομμάτι της καρδιά μας. Το ερώτημα για το αν έγραφαν μουσική για τους συνάδελφους μουσικούς, τους ανταγωνιστές ή τους ειδήμονες παραμένει αναπάντητο. Αντιθέτως η απάντηση στο ερώτημα για το που στέκονται είναι ξεκάθαρη. Όλοι συμφωνούν ότι μεταξύ αυτών και το ντεμπούτο των Fleurety διατελεί με περηφάνια μια θέση στα «missing links» μεταξύ του πιο ωμού, riffοκεντρικού ήχου της περιόδου ’90-‘93 και του πειραματικού, ατμοσφαιρικού ιδιώματος από τα μέσα των 90’s και μετά.

Να σταθούμε, κλείνοντας και σε κάτι ακόμη; Ας το κάνουμε αυτό για το όνομα τους. Fleurety λέγεται ένας δαίμονας και επιλέχθηκε από τα μέλη περισσότερο για λόγους εντυπωσιασμού, ξεφυλλίζοντας μια εγκυκλοπαίδεια. Οι ίδιοι βάζουν μπροστά την άγρια φαντασία ενός εφήβου και το νεαρό της ηλικίας τους, αφού τότε που επέλεξαν όνομα για τη μπάντα ήταν μόλις δεκατεσσάρων Μαΐων. Ο Hatlevic γελάει όταν θυμάται πως του έχουν πει πολλάκις ότι η ονομασία θυμίζει γυναικείο άρωμα. “Θα πρέπει να είναι ένα γλυκό άρωμα από ένα πανέμορφο θηλυκό που είναι ικανό να σου πετάξει τα μάτια έξω. Είναι ένα πανάκριβο άρωμα διότι εν τέλει είμαστε καλόγουστοι” δηλώνοντας σε συνέντευξη κάπου στο διαδίκτυο με το χαρακτηριστικό σκανδιναβικό του φλέγμα, σφραγίζοντας ο ίδιος με μια νότα ειρωνικού σκότους, τον ιδανικότερο και πιο ταιριαστό επίλογο για το αφιέρωμά μας.
ΥΓ. Από λάθη των εταιρειών το εξώφυλλο του “Min Tid…” βγήκε στο κάπως παρακμασμένο συνονθύλευμα πρασινομπλέ αποχρώσεων. Η ιστορία θέλει το ασπρόμαυρο εξώφυλλο να απορρίπτεται αμέσως για λόγους βαρεμάρας και αυθεντικότητας. Επιλέγεται μια πιο πρασινωπή βερσιόν ωστόσο η μοίρα και κυρίως η τεχνολογία είχαν διαφορετικά σχέδια στην προσπάθειά διόρθωσης του τελικού αποτελέσματος. Προσωπικά δε θα μπορούσα να τα συνηθίσω αλλιώς, ένα συναίσθημα που γεννήθηκε όταν αντίκρισα στις remastered εκδόσεις που είδαν το φως κατά καιρούς. Η Peaceville πριν δυο χρόνια έκανε τη χάρη στους νοσταλγούς να το κυκλοφορήσει με το αυθεντικό cover.

Κείμενο – επιμέλεια: Γιώργος Γράντης