EUROPE: “Europe”

ALBUM TRIBUTE

Ο δήμος του Upplands Väsby, στην κομητεία της Στοκχόλμης, έχει τον χαρακτήρα μιας σύγχρονης προαστιακής πόλης, που βρίσκεται ανάμεσα στην Ουψάλα και τη Στοκχόλμη. Στον τόπο αυτό ξεκινά η ιστορία των διάσημων πια hard rockers, μια ιστορία που προσφέρεται ιδανικά για ένα ευφάνταστο σενάριο χολιγουντιανής ταινίας, στην οποία μια ομάδα παιδιών κυνηγά το όνειρο της μουσικής βιομηχανίας.

Η πρώτη μορφή του γκρουπ, που ιδρύθηκε από τον τραγουδιστή Joey Tempest, τον κιθαρίστα John Norum, τον μπασίστα Peter Olsson, και τον ντράμερ Tony Reno, προέκυψε το 1979, με το όνομα “Force”. Τα πρώτα διστακτικά βήματα στο τοπικό στούντιο όπου έκαναν πρόβες είχαν να κάνουν με τις διασκευές σε αγαπημένα τους τραγούδια από τις μεγάλες hard rock μπάντες των 70’s, με τις οποίες μεγάλωσαν. Πάνω σε αυτή την τακτική, αρχικά βελτιώθηκαν σαν μουσικοί, και στη συνέχεια έφτασαν σε εκείνο το αναπόφευκτο σταυροδρόμι, όπου αισθάνεσαι την ανάγκη να δημιουργήσεις τη δική σου μουσική. Με κύριο πρωταγωνιστή τον Tempest, που είχε ήδη κάποιες δικές του ιδέες, άρχισαν να δουλεύουν σε αυθεντικό υλικό, σχηματοποιώντας τα πρώτα τους τραγούδια.

Όταν ολοκλήρωσαν το πρώτο τους demo, και το έστειλαν σε διάφορες δισκογραφικές εταιρείες της χώρας, οι απαντήσεις ήταν αποκαρδιωτικές και συνοδεύονταν συνήθως από προτάσεις “να κουρευτούν και να τραγουδήσουν στα Σουηδικά”. Δύο χρόνια αργότερα, ο Olsson άφησε το συγκρότημα και αντικαταστάθηκε από τον μπασίστα John Levén. Μόλις μερικούς μήνες αργότερα, ο Levén προσχώρησε στο συγκρότημα “Rising Force” του Yngwie Malmsteen ( ο αστικός μύθος υποστηρίζει πως έφυγε επειδή η κοπέλα του τον εγκατέλειψε για τον Tempest), και ο πρώην μπασίστας του Malmsteen, Marcel Jacob, τον αντικατέστησε στους Force. Αυτό όμως, κράτησε μόνο για τρεις μήνες. Ο Levén αντιμετώπισε προβλήματα με τον Malmsteen, έτσι αυτός και ο Jacob αντάλλαξαν και πάλι θέσεις.

Την κρίσιμη στιγμή ο ρόλος μιας γυναίκας γίνεται καταλύτης για την τύχη τους: η κοπέλα του Tempest, Anita Katila, στέλνει το 1982 το demo τους για την υποψηφιότητα στον σουηδικό διαγωνισμό ταλέντων “Rock – SM” (Swedish Rock Championships), που έγινε για πρώτη φορά τότε. Ακριβώς λίγο πριν τη συμμετοχή τους, αλλάζουν το όνομά τους σε “Europe”, ορμώμενοι από το πολύ αγαπημένο τους “Made In Europe” των Deep Purple. Απέναντι σε 4000 συγκροτήματα, κερδίζουν τον διαγωνισμό χάρη στα τραγούδια τους “In The Future To Come” και “The King Will Return”. Το βραβείο ήταν ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με την εταιρεία Hot Records, της οποίας ο ιδιοκτήτης Thomas Erdman είχε διοργανώσει τον διαγωνισμό . O Tempest απέσπασε επίσης το βραβείο του καλύτερου τραγουδιστή, ενώ ο Norum αναδείχθηκε ο κορυφαίος κιθαρίστας του διαγωνισμού. Ο Thomas Erdman ανέβαλε τον ρόλο του μάνατζερ του γκρουπ.

Ο πρώτος τους, ομότιτλος δίσκος ηχογραφήθηκε μέσα στο 1982, στα Polar Studios της Στοκχόλμης, με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό, και με παραγωγή από το ίδιο το συγκρότημα, όταν όλοι τους δεν ήταν καν 20 χρόνων. Το ακατέργαστο ακόμα ταλέντο των νεαρών δημιουργών κατέφυγε σε ένα μείγμα άμεσου, μελωδικού hard rock και νεοκλασικού metal. Με αφετηρία αυτό τον συνδυασμό, ο δίσκος είχε, παρά τον φτωχό του ήχο, μια ποικιλία στις διαθέσεις, που χρωστούσε πολλά στην απόπειρά τους να χρησιμοποιήσουν τις περισσότερες από τις 70’s επιδράσεις τους. Με το ορμητικό “In The Future To Come” να ανοίγει το άλμπουμ, και τον Tempest να απελευθερώνει τους εσχατολογικούς του στίχους, την αβεβαιότητα για το μέλλον, και τους φόβους για ένα επικείμενο ολοκαύτωμα, οι νεαροί Σουηδοί, ακόμα και με μια δόση εφηβικής αφέλειας, ανοίγουν την πρώτη τους σελίδα σε έναν κόσμο με δυσοίωνες προφητείες, αλλά και θέματα από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο του τρόμου. Το φωτεινότερο hard rocker “Farewell” μεταφέρει με το αναμφισβήτητο συνθετικό ταλέντο του Tempest να γράφει πιασάρικες συνθέσεις την ανάγκη για εξέλιξη, αλλαγή, σημαντικές αποφάσεις.

Δυο από τα δυνατότερα κεφάλαια του δίσκου ενισχύουν αισθητά την πρώτη βινυλιακή του πλευρά. Το επικό, μυστηριώδες “Seven Doors Hotel”, με τα νεοκλασικά στοιχεία και το εντυπωσιακό σόλο του Norum, ήταν άμεσα εμπνευσμένο από την ιταλική southern gothic ταινία τρόμου “The Beyond” του 1981, σε σκηνοθεσία Lucio Fulci. Ήταν βασισμένη σε μια πρωτότυπη ιστορία που δημιουργήθηκε από τον Dardano Sacchetti, με πρωταγωνιστές την Catriona MacColl και τον David Warbeck. Η πλοκή του ακολουθεί μια γυναίκα που κληρονομεί ένα ξενοδοχείο στην επαρχία της Λουιζιάνα που κάποτε ήταν ο τόπος ενός φρικτού φόνου, και που ίσως να αποτελεί μια πύλη στην κόλαση. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε ξανά το 1985 με τη σύνθεση του “The Final Countdown” και κυκλοφόρησε σαν b’ side του single “Rock the Night”. Το μεσαιωνικό, αφηγηματικό “The King Will Retutn” αποπνέει μια έντονη αύρα των Rainbow της Dio-era, με τις λυρικές μελωδίες στα φωνητικά και την κιθάρα, και ταξιδεύει τον ακροατή σε μυθικές κορνίζες, παρά τους αδύναμους στίχους.

Το πρώτο μέρος του έργου κλείνει με το instrumental “Boyazont” , που αποτελεί ουσιαστικά μια προσαρμογή του τραγουδιού “Reaktorn läck i Barsebäck” του Σουηδού μουσικού και συνθέτη Eddie Meduza, γνωστού και σαν E. Hitler, περισσότερο ενεργού στον χώρο του rockabilly. Ο Norum έδωσε στην αρχική σύνθεση έναν πιο επιβλητικό και σκοτεινό αέρα και η συγκεκριμένη επιλογή τύλιξε ακόμα περισσότερο την υπόληψη του ανερχόμενου guitar hero που καλλιέργησε ο δίσκος για τον νεαρό μουσικό.

Την ιδανική συνεργασία του Tempest με τον Norum αναδεικνύει το ορμητικό “Childen of This Time”, ένα ουσιαστικά ευαίσθητο, προτρεπτικό τραγούδι για τις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ ο λυρισμός του “Words of Wisdom” αποκαλύπτει ξανά την μεταβαλλόμενη διάθεση του Tempest για προσωπική εξέλιξη, αλλαγή, ωρίμανση, σε μια ηλικία που όλες αυτές οι διαδικασίες είναι πολύ έντονες. Σπουδαίες κιθάρες από τον Norum στο “Paradize Bay”, άλλο ένα εν δυνάμει single, και άλλη μια ξεκάθαρη ένδειξη αυτής της συνθετικής ευστοχίας του Tempest που θα ξεδιπλωθεί στο άμεσο μέλλον με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το έπος του “Memories” κλείνει ιδανικά τον δίσκο, άλλο ένα αδιαπραγμάτευτο μήνυμα με ανάγκη ανανέωσης, φυγής, εξέλιξης, άλλη μια βαριά απόφαση με την ανάγκη να προχωρήσει κανείς στη ζωή του. Οι νεαροί και άγουροι Europe είχαν μόλις ολοκληρώσει ένα μικρό θαύμα με πολύ μεγάλους περιορισμούς στο στούντιο.

To άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 14 Μαρτίου 1983, με μια φωτογραφία της μπάντας στο εξώφυλλο, και το κλασικό τους λογότυπο που σχεδιάστηκε από τον Teijo Niemistö, αδελφό του ντράμερ Tony Reno. Το “Europe” πούλησε 30.000 αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του μόνο στη Σουηδία, φτάνοντας τελικά στο νούμερο 8 στην πατρίδα του συγκροτήματος, ενώ το single “Seven Doors Hotel” (που κυκλοφόρησε στις 31 Μαρτίου) έγινε επιτυχία μπαίνοντας στο Top 10 στην Ιαπωνία, όπου ο δίσκος κυκλοφόρησε με άλλο εξώφυλλο.

Οι Europe παρέμειναν στο heavy rock μονοπάτι του πρώτου δίσκου και στο επόμενο έργο τους, το “Wings of Tomorrow” του 1984, με την αναμενόμενη βελτίωση σε όλα τα επίπεδα. Λίγο μετά, ο Tempest δελεάστηκε από τα μεγάλα ονόματα του AOR, που είχαν πια περάσει στο εξελιγμένο του μενού, ακόμα και από πιο pop μπάντες όπως οι Mr. Mister, και οι Σουηδοί, δίνοντας χώρο στα keyboards, άλωσαν όλες τις αγορές του πλανήτη.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1209 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.