
Ο πιο διάσημος δυσλεκτικός αυτού του πλανήτη έχει μονοπωλήσει με το θάνατό του σχεδόν κάθε απόπειρα σκύλευσης, θεμιτή, ένδοξη ή και σιχαμένη στα όρια του αφορισμού. Δεν είναι πρωτόγνωρο για τους ετερόφωτους να επιχειρούν να οικειοποιηθούν έστω μια σπίθα της λάμψης του αυτόφωτου, συχνά ξεχνώντας ακόμα και τον πραγματικό λόγο για τον οποίο το κάνουν. Όμως αυτό το ατίθασο, ανεξέλεγκτο ρεύμα είναι η επισφράγιση για την αξία ενός μύθου.
Κάπως έτσι πλημμύρισε το φράγμα της πληροφορίας με όλες τις βαθμίδες ενημέρωσης γύρω από τον περιβόητο “άρχοντα του σκότους”. Η γοητεία που ασκεί η επικυρωμένη πια απουσία κάποιου ίσως και να βρίσκεται στην ανικανότητα να απαντήσει σε οτιδήποτε. Και η νομιμοποίηση να πει και να γράψει πια ο καθείς το μακρύ και το κοντό του είναι ένα σημαντικό μέρος αυτού του καθιερωμένου μεταθανάτιου οργίου. Η μαζική υστερία λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που τα πλήθη ακολουθούν μια επιτυχία ή μια εφήμερη τάση, όπως έγινε με τις συναυλίες των Coldplay. Και ο τελευταίος συμμαθητής μου που άκουσε τρεις φορές το “Paranoid” από φορητό σε ημερήσια εκδρομή, ρουφώντας αδέξια τον καπνό από το πρώτο του τσιγάρο, έκανε τη θλιμμένη του ανάρτηση. Και αυτή η ευκολία ταύτισης με άλλους ανθρώπους που έχουν πραγματικά ποτίσει τη ζωή τους με τη μουσική του, είναι η πιο αθώα ίσως πλευρά από τις μορφές υστερίας που βιώσαμε.
Υπήρξαν και οι “opinion transformers”, αυτοί που έχουν την ιερή αποστολή να συνδέουν κάθε ανθρώπινη απώλεια με το κάδρο των προτεραιοτήτων τους, να φιλτράρουν το θάνατο με το πεδίο δράσης τους και να κρίνουν έναν αυθεντικό διασκεδαστή, ψάχνοντας τα ίχνη μιας πολιτικής μετάλλαξης. Το φτωχόπαιδο του Aston πέθανε τελικά ένας πλούσιος, εγωπαθής μπάσταρδος, συστημικός φιλοεβραίος και αδιάφορος αστός στον φιλντισένιο του πύργο. Κάποιοι ανακάλυψαν ακόμα και τη δουλειά σαν σφαγέας σε νεαρή ηλικία, για να υποκινήσουν την οργή των φιλόζωων. Ο άγνωστος για όλους αυτούς χώρος της μουσικής βιομηχανίας, οι ιδιαιτερότητες ενός ολόκληρου συστήματος, τα βιωματικά τραύματα, η εντελώς διαφορετική καθημερινότητα, η αδυσώπητη ανάγκη της επιβίωσης αλλά και τα προσωπικά ζητήματα του καθένα είναι μάλλον λεπτομέρειες. Είναι σαν να προσπαθεί να κρίνει τις στρατηγικές ανάβασης του Ράινχολντ Μέσνερ κάποιος που δεν πρόδωσε ποτέ το ασανσέρ του ακόμα και για το σκαλοπάτια του πρώτου ορόφου.

Η μουσική είναι αυτή που μένει πίσω, αυτή που έχει την ίδια απόσταση για όσους θέλουν να τη δοκιμάσουν, την ίδια αιώνια υφή και έκφραση για όλα τα αυτιά του κόσμου ολόκληρου. Ο Οzzy σχεδόν έκλεψε τον χώρο του στο μαγικό της βασίλειο. Η πρωταρχική εκτίμηση για κάποιον σαν αυτόν είναι ένας συνδυασμός ενός δραπέτη που αναζητά μια μοναδική ευκαιρία και ενός εξυπνάκια που έβρισκε τρόπους να διασκεδάζει τους άλλους, ακόμα και αν επρόκειτο να τραγουδήσει στη χριστουγεννιάτικη γιορτή της Πυροσβεστικής του Birmingham. Η αμίμητη ιδιοσυγκρασία του ξεκλείδωσε την πόρτα μιας καλλιτεχνικής κομητείας, στην οποία ακόμα και ο ίδιος κάποια στιγμή πίστεψε πραγματικά πως ήταν ξένος και ποτέ δεν θα του κατάφερνε κάτι. Και όμως αυτός ο μπουνταλάς του Aston που προκάλεσε ακόμα και το γέλιο του Iommi όταν τον ξαναβρήκε μπροστά του μετά το σχολείο και σε αναζήτηση τραγουδιστή, είχε ήδη σκιαγραφήσει μια ξεκάθαρη αντίληψη και ένα καθορισμένο πνεύμα έκφρασης και ας μην είχε ιδέα από νότες ή μαθήματα φωνητικής. Ήταν ρυθμιστικός παράγοντας για το σκοτεινό, βαρύ, παρανοϊκά μεταλλαγμένο blues που έβαλε τις κολώνες για τη γέννηση του metal. Όλος ο δικός του καθημερινός κόσμος ήταν αδιαπραγμάτευτα παράταιρος συγκριτικά με το φως και την ευδαιμονία των τραγουδιών των χίπις, και ο Ozzy ποθούσε με μανία αυτή η γκρίζα και τενεκεδένια σκιά του μεταπολεμικού Birmingham να βρει το δικό της ήχο, να ταυτιστεί με τους ανθρώπους που ήξερε, να περιγράψει μια πραγματικότητα που ουσιαστικά δεν υπήρχε σχεδόν πουθενά στη μουσική της εποχής. Είχε φαντασιωθεί το πρώτο του αντί-χιπι τραγούδι και του είχε δώσει μάλιστα και τίτλο: “Aston (Be Sure to Wear Some Glass in Your Face).” Ήταν όταν μετά από έναν άσχημο καυγά σε παμπ, βρέθηκε στη τζαμαρία ενός μαγαζιού, και πέρασε σχεδόν όλη τη νύχτα κάνοντας ράμματα στο νοσοκομείο. Και αυτή η φιλόδοξη άγνοια κινδύνου μπροστά στην ανάγκη για μια ειλικρινή και προσωπική έκφραση, ήταν ουσιαστικά ένα χαρακτηριστικό που κουβάλησε σχεδόν σε όλη τη ζωή του.

Βάζοντας τα πάθη του πάνω από επαγγελματικές σκοπιμότητες που συχνά ήταν αναγκαίες, είδε τελικά να υψώνει ακούσια έναν μύθο που τον ακολούθησε σε όλη τη διαδρομή. Χωρίς ενδοιασμούς ικανοποίησε το αυτοκαταστροφικό γονίδιο που έκαιγε μέσα του, εκείνο το ίδιο αυτοσαρκαστικό δαιμονικό τελώνιο που δεν τον άφησε να πάρει ποτέ τον εαυτό του στα σοβαρά. Τσαλάκωσε κάθε υποθετικό κανόνα του σταρ με κάθε πιθανό τρόπο, λες και ο πεινασμένος και διψασμένος έφηβος συνέχισε να κρατά την πυξίδα των οριακών του αποφάσεων. Μπορούσε να πίνει άνετος σε μπαρ φορώντας ένα φόρεμα της Sharon, όταν του έκρυβε τα ρούχα για να μην βγει κρυφά. Όσο και αν για τον μέσο άνθρωπο όλα αυτά τα γνώριμα πια κατορθώματα δεν συγκροτούσαν και το καλύτερο παράδειγμα προς μίμηση, για τον ίδιο ήταν απλά μια αυθεντική δράση ενός ανθρώπου που περιφρονούσε τη σοβαρότητα, και είχε μια αυθόρμητη ροπή να σαρκάζει τον εαυτό του. Ήταν παντρεμένος αιώνια με την παρεξήγηση της κοινής γνώμης και ταυτόχρονα είχε το ανεξήγητο χάρισμα να την μετατρέπει σε προνόμιο και κέρδος.

Ο κύκλος της ζωής εκείνου του δύστροπου αγοριού που παρακολουθούσε τον πατέρα του να γυρίζει από τη νυχτερινή βάρδια στη GEC, τη στιγμή που η μητέρα του ξεκινούσε τη δική της στο εργοστάσιο Lucas, έκλεισε ενώνοντας δυο εντελώς αντίθετα σημεία, ένα ακούσιο και ένα συντριπτικά εκούσιο. Το πρώτο είναι η στιγμή που ο φτωχός πατέρας του πήρε δάνειο 250 λίρες και του αγόρασε το δικό του μεγαφωνικό δίκτυο, έναν ενισχυτή και δυο ηχεία. Έτσι βρήκε το κουράγιο και έβαλε την περιβόητη αγγελία στη βιτρίνα του Ringway Music. Το δεύτερο είναι η απόφαση να ανταγωνιστεί με τον θάνατο, να βάλει το μεγάλο στοίχημα της επιστροφής στο Birmingham, να ρισκάρει κόβοντας όλα τα φάρμακα για τη νόσο Πάρκινσον και να κάνει οριακά το τελευταίο του όνειρο πραγματικότητα, σχεδόν κόντρα σε κάθε κανόνα της φθαρτής του φύσης. Άφησε να πέσει και το τελευταίο απόθεμα θέλησης για ζωή στη σκηνή του Villa Park, και μας άφησε με την τελευταία μνήμη πάνω σε έναν θρόνο που οδηγούσε ταυτόχρονα στην αθανασία και το θάνατο. Όλες τις τελευταίες μέρες φρόντισε να προσφέρει στο Birmingham περισσότερα από όσα ποτέ πήρε, και ένα μυθικό ποσό σε ιδρύματα για παιδιά. Μπορούμε για αμέτρητους διαφορετικούς λόγους να παραμιλάμε για μέρες ακόμα, επικαλούμενοι κάθε ποιητική υπερβολή, κάθε αναλώσιμο κλισέ, κάθε συγκινητική παράμετρο.
Είναι από τις ελάχιστες φορές που δικαιολογούνται τα πάντα.
