Είναι πολύ ξεχωριστή και περίεργη η περίπτωση των υπερταλαντούχων αυτών μουσικών από το Connecticut. Τον Οκτώβριο του 2015 παρουσίασαν το ντεμπούτο τους, με τον τίτλο “A Dream in Static”, αφήνοντας όσους από την ευρύτερη prog rock/metal κοινότητα το άκουσαν, κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό. Σπάνια έχει υπάρξει ξανά ένα τόσο πλήρες, πλούσιο, βαθύ, απαιτητικό, δύσβατο αλλά και ελκυστικό ντεμπούτο, από μια παρέα νεαρών μουσικών.
Και αν πιστεύει κανείς πως αυτό υπήρξε μια ακούσια συγκυρία ή στην χειρότερη περίπτωση μια προσωπική, υπερβολική εντύπωση κάποιων, τα λόγια του κημπορντίστα Frank Sacramone δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης για τη σκοπιμότητα του αποτελέσματος: “στόχος μας είναι να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας, και να δημιουργήσουμε μουσική που θα έχει ένα ξεχωριστό νόημα για εμάς, θέλουμε πολύ να είμαστε πρωτοπόροι, οδηγώντας τους ακροατές σε μια διέξοδο για να βιώσουν τη μουσική με βαθύ τρόπο”. Οι περιγραφές που κέρδισαν τη μερίδα του λέοντος στον μουσικό τύπο χαρακτήρισαν το δίσκο “cinematic progressive metal” και “instrumental symphonic prog”. Άλλωστε, οι Earthside είναι μια πλήρως οργανική μπάντα που εμπλουτίζει τις συνθέσεις της χρησιμοποιώντας guest τραγουδιστές.
Και αν αναρωτιέται κανείς τι είδους αντίκτυπο μπορεί να έχει μια τέτοια σύνθετη και απαιτητική μουσική, προερχόμενη από μια μπάντα νεαρών που φρόντισε να κάνει τα πάντα μόνη της, όσο και αν φαίνεται εξωφρενικό, οι προβολές του ανεξάρτητου άλμπουμ στο Youtube ξεπέρασαν τότε το ένα εκατομμύριο (σήμερα πάνω πια από τρία εκατομμύρια), με τη συνοδεία αμέτρητων διθυραμβικών σχολίων.
Διάλεξα να επιμείνω τόσο στο παρελθόν που προηγήθηκε, καθώς ερμηνεύει πολλά στην καθυστέρηση του επόμενου βήματος, που μας σερβιρίστηκε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια στις 7 Νοεμβρίου: σχεδόν 80 λεπτά νέας μουσικής σε 10 έντονα τραγούδια πολυσχιδών εντυπώσεων. Ο Sacramore επιστρέφει λοιπόν να πει χαρακτηριστικά: “αυτό το άλμπουμ σχεδόν κατέστρεψε τις ζωές και τις φιλίες μας, είναι παρανοϊκό αλλά τόσο όμορφο”. Η αλλαγή της προσέγγισης στα θέματα είναι ένας από τους λόγους του χρόνου που χρειάστηκε να ολοκληρωθεί, όπως μαρτυρά ο κιθαρίστας Jamie van Dyck: “ μέσα σε λίγους μήνες από την κυκλοφορία του πρώτου μας άλμπουμ, το παγκόσμιο τοπίο είχε αλλάξει, και αναγκαστικά μας τράβηξαν ζητήματα μεγαλύτερης σημασίας από την πραγμάτωση των ατομικών μας ονείρων, έτσι αναλωθήκαμε πιο πολύ στην τροχιά της ανθρωπότητας συνολικά, παρά στις δικές μας κληρονομιές.
Αυτή η απόπειρα διερεύνησης κατέληξε σε ένα ερώτημα που έδωσε και τον τίτλο “Let the Truth Speak” στο άλμπουμ: “αν η αλήθεια είναι τόσο σημαντική και ιερή , που την αντιμετωπίζουμε σαν το πιο σεβάσμιο δόγμα, τότε γιατί καταβάλλουμε τόσο μεγάλες προσπάθειες να την αρνηθούμε κάθε φορά που μας κάνει να νιώθουμε άβολα ή έρχεται σε αντίθεση με τα λόγια μας;”
Η πραγματικότητα είναι πως ο δίσκος ακούγεται συχνά σαν ένα επιβλητικό, εσχατολογικό έργο. Η κινηματογραφική αισθητική που συχνά αναπλάθει το γκρουπ παράλληλα με τον ηλεκτρικό ήχο, μοιάζει να ζωντανεύει έναν οργισμένο Max Richter που συμπράττει με ακραίους prog rockers σε ηχοτοπία της αποκάλυψης. Φυσικά οι νεοκλασικές διαδρομές είναι σκαρωμένες με συγκεκριμένα θέματα, όπως εξασφαλίζει η παρουσία ενός απαιτητικού κημπορντίστα στο κουαρτέτο. Αυτές κρατιούνται από το χέρι με ογκώδη ριφ που θα σκιάσουν τις διαθέσεις και θα σπρώξουν τα τραγούδια σε μια σκοτεινή, αγωνιώδη και δραματική διαδρομή με βιβλικές συχνά κορυφώσεις. Η συνεχής ηχητική εναλλαγή, σοφά και αρμονικά δομημένη, αναπλάθει αυτή την αόριστη και πανταχού παρούσα ανησυχία και ρευστότητα. Η ενδεικτικά ανατριχιαστική ερμηνεία της Keturah (The Heavy Medicine Band,) στο “We Who Lament” αποκαλύπτει γρήγορα την κύρια απόχρωση.
Την ίδια εικόνα αναστάτωσης και δυσοίωνου μέλλοντος μεταφέρει και το ανάλογα τιτλοφορημένο “Watching the Earth Sink”, το οποίο θαρρείς πως σε περνά από ένα ηλιόλουστο λιβάδι σε έναν κρατήρα ολέθρου. Δεν διατηρείται όμως η μονοδιάστατη προσέγγιση , καθώς αμέσως μετά ακολουθεί ένα από τα πιο ευρηματικά μέρη, το “The Lesser Evil”, με την παθιασμένη, ευγενική ερμηνεία του Larry Braggs, μιας σπουδαίας soul φωνής. Η έξυπνη απόκλιση ολοκληρώνεται με τα μέρη του σαξοφώνου του Sam Gendel, που βηματίζουν υπέροχα πάνω στα τεχνικά ρυθμικά του μέρη, κάνοντας το αποτέλεσμα συναρπαστικό. Η Keturah επιστρέφει στο γαλήνιο “Denial’s Aura” σε ένα φωνητικό ντουέτο με την Vikke, ενώ υπάρχει και συνοδεία άρπας των Duo Scorpio, στο πιο άμεσο και απλό κεφάλαιο του δίσκου, με ένα χαρακτηριστικό ρεφρέν.
Στο “Pattern of Rebirth”, υπάρχει άλλη μια προσκεκλημένη εύστοχη ερμηνεία από τον A. J. Channer που αναλαμβάνει να συμφιλιώσει τα έντονα nu metal στοιχεία που χαστουκίζουν στις εκρήξεις του, με τα περισσότερα ατμοσφαιρικά μέρη του. Ο συνήθης ύποπτος Daniel Tompkins επιστρέφει και στο δεύτερο βήμα τους, αναλαμβάνοντας το πληθωρικό ομότιτλο τραγούδι, σε γνώριμα γι’ αυτόν djent ρυθμικά, που όμως εμπλουτίζονται με ηχητικές λεπτομέρειες, ορχηστρικές εντυπώσεις, και άφθονους έξυπνους χώρους για τη φωνή που απελευθερώνει πολλές συγκρουόμενες εκφράσεις. Ο επίλογος του “All We Knew and Ever Loved” έρχεται στοιχειωμένος και πικρά νοσταλγικός μαζί, φιλοξενώντας τον ντράμερ Baard Kolstad των Leprous. Αν και διέρρευσε ήδη πριν από δυο χρόνια, σφραγίζοντας αυτή τη διαδρομή ακούγεται να βρίσκει πραγματικά τη δική του θεματική δικαίωση.
Πολλή και ποικίλη πληροφορία; Πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Άναρχη και περισσή; Σε καμιά περίπτωση. Οι Earthside τήρησαν ξανά απόλυτα όσες υποσχέσεις έδωσαν πρώτα στους εαυτούς τους, σαν δημιουργούς και σκεπτόμενους σύγχρονους ανθρώπους, και αμέσως μετά σε όλους αυτούς που ερωτεύτηκαν το “A Dream in Static”, λίγα χρόνια πριν.
Δαμάζοντας τις αμέτρητες επιρροές τους, σμιλεύοντας συναρπαστικές ηχητικές περιγραφές χωρίς συμβιβασμούς και σκοπιμότητες, συνεχίζουν να προκαλούν και να συγκινούν σε όλα τα επιμέρους επίπεδα που έχει ένα μουσικό άλμπουμ. Θα σε μαστιγώσει με βία, θα χαϊδέψει τις πληγές σου, και θα ζητήσει επιτέλους την αλήθεια.
Είδος: Cinematic Progressive Metal
Εταιρεία: Self released
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 7 Νοεμβρίου 2023
Website: https://www.earthsideband.com/
Facebook: https://www.facebook.com/earthsideband/