Το 1981 ήταν μια χρονιά δικαίωσης για τους Diamond Head, όταν κατάφεραν επιτέλους να υπογράψουν συμβόλαιο με την MCA Records. Είχε ήδη προηγηθεί η κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, του ιστορικού “Lightning to the Nations” τον προηγούμενο χρόνο, από τη μικρή δισκογραφική Happy Face Records, ιδιοκτησίας του παραγωγού Muff Murfin του στούντιο The Old Smithy του Worcester, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες. Υπήρχε ταυτόχρονα και η έντονη αίσθηση της μπάντας ότι έπρεπε να αφήσουν τον χρόνο να κυλήσει όπως έκαναν άλλες μπάντες εκείνη την εποχή, όπως οι Iron Maiden και Def Leppard, που ήταν ήδη μεγάλα ονόματα.
Ο ηγετικός κιθαρίστας Brian Tatler δεν έχει κρύψει πως θεωρεί τη συγκεκριμένη περίοδο σαν την αγαπημένη του με τη μπάντα. Δεν είχε άδικο να αισθάνεται έντονα πως επιτέλους όλα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα γι’ αυτούς. Ήρθε το πολυπόθητο συμβόλαιο με την MCA, κυκλοφόρησαν το EP “Diamond Lights”, έκαναν τον Απρίλιο μια περιοδεία σε γεμάτους χώρους στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η σύνθεση των τραγουδιών για το συγκεκριμένο άλμπουμ είχε ήδη αρχίσει από το 1980. Ο Tatler μαζί με τον τραγουδιστή Sean Harris έγραψαν αρχικά τρία νέα τραγούδια που θα σηματοδοτούσαν τη νέα κατεύθυνση του γκρουπ. Όλα είχαν μια ελαφριά αίσθηση και επίδραση από τους Led Zeppelin, και βασίζονταν λιγότερα στα ριφ και περισσότερο στις μελωδίες. Αυτά τα τρία πρώτα τραγούδια ήταν τα “In the Heat of the Night”, “Borrowed Time” και “Don’t You Ever Leave Me”. Το τελευταίο ήταν μια ερωτική σύνθεση έξω από τα τυπικά της εποχής, μια επική, μακροσκελής σύνθεση, με εκφραστικά και ιδιαίτερα φωνητικά από τον Harris και ένα bluesy αλλά και συνάμα μεγαλειώδες συναίσθημα. Οι αισθητά φινιρισμένες μελωδίες του “In the Heat of the Night” που έμελλε να υποδέχεται τον ακροατή, έδιναν ξεκάθαρα τις νέες ηπιότερες συντεταγμένες τους.
O Tatler και ο Harris έγραφαν μαζί τα πάντα. Είχαν μια ιδανική συνεργασία με καλές ισορροπίες, άφθονες φιλοφρονήσεις, όπως και ένα πλήθος ιδεών για τις νέες συνθέσεις. Ο Sean έγραψε όλους τους στίχους και τις φωνητικές μελωδίες, ενώ ο Tatler ήταν κυρίως υπεύθυνος για τα ριφ. Υπήρξε πάντα αυτοδίδακτος και ποτέ δεν έκανε συστηματικά μαθήματα κιθάρας. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Dave τον έκανε να αρχίσει να παίζει, δείχνοντάς του κάποια βασικά πράγματα, αλλά η εκμάθηση εκείνη την εποχή ήταν μια δύσκολη υπόθεση, έτσι αναγκαστικά ανέπτυξε ένα δικό του στυλ αλλά και ένα πολύ καλό αυτί. Καθώς δεν έμαθε ποτέ να διαβάζει μουσική, όλα ήταν ουσιαστικά λάθη, δοκιμές και ένστικτο. Φαινόταν ότι είχαν και οι δυο ξεκάθαρα το στόχο να γράψουν κάτι αληθινά σπουδαίο. Όταν ξεκίνησαν οι Diamond Head, ο Sean δεν μπορούσε να παίξει κιθάρα. Ο Tatler του έμαθε μερικές συγχορδίες και προχώρησε αρκετά γρήγορα, χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί πραγματικά για τα lead μέρη. Πίστευε ότι ο Tatler μπορούσε να φροντίσει αυτό το μέρος, αλλά έχοντας τη δυνατότητα να παίξει κιθάρα μπορούσε να συνεισφέρει όλο και περισσότερο μουσικά μέχρι που τελικά (γύρω στο 1983) μπορούσε να γράψει ένα ολόκληρο τραγούδι μόνος του. Τότε ήταν που τα τραγούδια έγιναν λιγότερο προσανατολισμένα στα ριφ.
Πέρα από τα συγκεκριμένα τραγούδια, που αποτέλεσαν και το βασικό μέρος του δίσκου, υπήρχε και το “To Heaven from Hell”, που πήρε την αρχική του μορφή το 1978 και είχε φτάσει πια η στιγμή να ολοκληρωθεί προσαρμοσμένο στο συνολικό ύφος, ενώ το “Call Me” γράφτηκε μετά από αίτημα της εταιρείας για κάποιο υποψήφιο single. Από εκεί και πέρα το συγκρότημα επέστρεψε στα δυο περισσότερο αγαπημένα τραγούδια στις ζωντανές τους εμφανίσεις, τα “Am I Evil?” και “Lightning to the Nations”, που υπήρχαν στο πρώτο δίσκο, και τα ηχογράφησε ξανά για το νέο άλμπουμ. Η αρχική ιδέα ήταν των ανθρώπων της MCA, με τα νέα δεδομένα σωστής μαζικής διανομής στα δισκοπωλεία. Ο Tatler συμφώνησε άμεσα, ενώ ο Harris δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα και παραπονιόταν γενικά όταν έπρεπε να ηχογραφήσει ξανά τα φωνητικά του.
Ο Charlie Eyre της Α & Μ ήθελε έναν παραγωγό που θα μπορούσε να συλλάβει τον ζωντανό ήχο του γκρουπ και όχι μια εξαιρετικά σφιχτή, πολυεπίπεδη παραγωγή, έτσι επέλεξε έναν τύπο που ονομαζόταν Mike Hedges. Η συνεργασία με τον Mike ήταν διασκεδαστική και το όλο έργο ηχογραφήθηκε και έφτασε στο στάδιο της τελικής μίξης σε τρεις εβδομάδες, στο στούντιο Playground στο Camden, στο Βόρειο Λονδίνο.
Το υπέροχο έργο τέχνης του σπουδαίου καλλιτέχνη Rodney Matthews, που είχε μια πλούσια συνεργασία με μουσικούς όπως οι Nazareth, Eloy, Praying Mantis. Asia, Magnum, και πάρα πολλοί άλλοι, σημάδεψε ανάλογα το σπουδαίο συνθετικό και ηχητικό αποτέλεσμα. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Sean Harris είχε δει έναν πίνακα που του άρεσε πολύ και τον πήρε μαζί του, όταν πήγαν να συναντήσουν τον Rodney για πρώτη φορά στο σπίτι του. Ο ίδιος δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να κατηγορηθεί για φτηνή αντιγραφή, έτσι με βάση τον πίνακα, δημιούργησε κάτι ανάλογο πάνω στο δικό του χαρακτηριστικό ύφος. Στη δεύτερη επίσκεψη τους έδειξε μια εκδοχή του εξώφυλλου σχεδιασμένη με μολύβι, για να βεβαιωθεί πως τους άρεσε, πριν αρχίσει να προσθέτει τα χρώματα για την τελική μορφή. Ο Sean είπε ότι δεν του άρεσαν πολλά πράγματα στο εξώφυλλο, κάτι που πιθανότατα αναστάτωσε τον Rodney, αλλά συμφώνησε να κάνει μερικές από τις αλλαγές. Όταν πήγαν για τρίτη φορά και ολοκληρώθηκε, στον Sean δεν άρεσαν ακόμα ορισμένες πτυχές του έργου ς, αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ο Sean υπήρξε πάντα τελειομανής, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Tatler.
Το “Borrowed Time” κυκλοφόρησε στις 12 Μαρτίου 1982 και έφτασε στο No 24 στο UK Album Chart. Το συγκρότημα προώθησε το άλμπουμ με μια σειρά εμφανίσεων σε μεγάλους χώρους, με αποκορύφωμα το Hammersmith Apollo του Λονδίνου, σε πείσμα πολλών χολωμένων κριτικών που θεώρησαν πως η πιο εμπορική του κατεύθυνση απογοήτευσε τις προσδοκίες τους. Ο δίσκος, μέσα στον πλουραλισμό του, ανοίγει κάποιες περισσότερο προοδευτικές και νεωτεριστικές διεξόδους που θα αποκαλυφθούν ακόμα περισσότερο στο επόμενο άλμπουμ τους, το ιδιαίτερο “Canterbury” του 1983.