“It doesn’t matter if we all die”, με απλό, λιτό και λακωνικό τρόπο οι Cure δίνουν το στίγμα μιας κατεστραμμένης ψυχοσύνθεσης, μέσα σε μια εποχή όπου όλα «συνθλίβονται» σε όλα τα επίπεδα. Οικονομία, κοινωνία, ηθικές αξίες και το σημαντικότερο, νεανικά όνειρα και συναισθήματα ευτελίζονται και αδυνατούν να βρουν έκφραση. Συνολικά ένα συγκρότημα που είναι καταδικασμένο να ακροβατεί στο χείλος της καταστροφής.
Αυτό είναι το πλαίσιο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το “Pornography”, το οποίο έμελλε να είναι ο θεμέλιος «λίθος» πάνω στον οποίο δομήθηκε ένας ολόκληρος μουσικός χώρος, εκείνος του σκληρού σκοτεινού rock. O δίσκος αποτελεί μια ωδή στην ανθρώπινη παράνοια και την αποξένωση, είναι το τέλος και η αρχή για την μεγαλειώδη πορεία των Cure.
Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονούμε ότι είμαστε στην απαρχή της δεκαετίας του 80΄ και συγκεκριμένα στο 1982. Τα μέλη του συγκροτήματος είναι στα όρια της ψυχικής κατάρρευσης με άσχημες συμπεριφορές μεταξύ τους. Σίγουρα δε, επιβαρύνονταν περισσότερο από την χρήση ναρκωτικών ουσιών και την βαριάς μορφής κατάθλιψη του τραγουδιστή Robert Smith,ο οποίος μάλιστα αποτελούσε και τον βασικό συνθέτη του άλμπουμ, ώστε όλα τα παραπάνω να απεικονίζονται με εύγλωττο τρόπο στην μουσική, στις συνθέσεις και τους στίχους του “Pornography”. Η σκοτεινή χροιά και διάθεση του γκρουπ είχε ξεκινήσει ήδη να αχνοφαίνεται από το δεύτερο άλμπουμ τους “Seventeen Seconds”.
Ίσως η ύπαρξη του “Pornography” να ήταν το εφαλτήριο για να μπορέσουν οι Cure να ξεφύγουν από το απόλυτο μηδέν και από το σημείο που δεν υπήρχε επιστροφή. Αυτό το άλμπουμ έπρεπε να ολοκληρωθεί για να μπορέσουν να ξορκιστούν οι προσωπικοί τους «δαίμονες» και να ξεπηδήσουν νέες προοπτικές. Έπρεπε να βρεθεί η χρυσή ισορροπία στα μέλη και τα προβλήματα που τους μάστιζαν (ναρκωτικά και αλκοόλ). Δεν θα πρέπει να λησμονηθεί ότι η συνεχής περιοδεία για το album είχε εμφανή αποτέλεσμα την αμείωτη ένταση σε όλα τα επίπεδα. Στο συγκεκριμένο δίσκο όλοι είχαν προβλήματα με όλους και ο καθένας με τον εαυτό του.
Το “Pornography”, αρχικά δίχασε και δεν έκανε αίσθηση στα μουσικά charts, αποτέλεσε όμως μια βραδυφλεγή βομβά που όσο περνούσε ο καιρός εξαπλωνόταν σαν «μάστιγα». Έγινε «παντιέρα» για τους απανταχού νέους που αναζητούσαν διέξοδο από την νοσηρή και εφιαλτική πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν. Αποτέλεσε ιδεολογία μιας ολόκληρης απογοητευμένης γενιάς. Οι Cure ήταν οι εκφραστές και οι ήρωές τους, καθώς ξεσκέπαζαν την υποκριτική μάσκα του καθωσπρεπισμού και της ευδαιμονίας. Η ρομαντική ποίηση των στίχων τους ντύθηκε στα μαύρα. Οι σκιές είχαν αποκαλυφθεί και είχαν φωνή, ο εφιάλτης ήταν πραγματικός και αμείλικτος.
Τα πάντα κατά την συγκεκριμένη περίοδο κύλισαν άναρχα και η ολοκλήρωση του δίσκου επιτεύχθηκε στο σύντομο χρονικό διάστημα των τριών εβδομάδων. Χαρακτηριστικά, ο Robert Smith, αναφέρει ότι είχε μεγάλα κενά μνήμης από εκείνη την εποχή. Όλα καλύπτονταν από ένα θολό πέπλο γεμάτο συναισθηματική αστάθεια και ναρκωτικά κάθε είδους. Σημειώνοντας, επίσης, πως τελικά όλα τα αυτοκαταστροφικά στοιχεία της προσωπικότητάς του μετουσιώθηκαν σε κάτι δημιουργικά ουσιαστικό.
Οι μουσικές επιρροές του συγκροτήματος, εκείνη την περίοδο καλύπτονταν από το ομώνυμο άλμπουμ των Psychedelic Fur’s, που συνδύαζε δυναμισμό και ένταση, μπολιασμένο με έντονη punk rock ωμότητα. ενώ οι Siouxsie and the Banshees αποτελέσαν τον καταλυτικό παράγοντα έμπνευσης, ώστε ο Robert Smith και κατά συνέπεια και οι Cure, να οδηγηθούν στον αριστουργηματικό δίσκο που μέχρι σήμερα αποτελεί ηχητικό «φάρο» στην darkwave σκηνή.
Το “Pornography” απλώς ήθελε τον χώρο και τον χρόνο του για να εκτιμηθεί. Αποτελεί ένα κλασικό αριστούργημα του μισανθρωπισμού, τυλιγμένο συνθετικά και μουσικά, σε ένα κλειστοφοβικό ψυχεδελικό περιτύλιγμα. Δίχως αμφιβολία, είναι ο δίσκος που όρισε την περίοδο των αλλαγών.
Οι ζωντανές εμφανίσεις του για την προώθηση του album καθιέρωσαν και ανέπτυξαν το ιδιαίτερο image που «στιγμάτισε» το συγκρότημα. Μαύρα ρούχα, σηκωμένα μαλλιά, κραγιόν στα χείλη και μαύροι κύκλοι στα μάτια. Επιτηδευμένη απλότητα, χαμένη και «μίζερη» έκφραση, ένας οπτικός συμβολισμός σαν να είχαν «παραδοθεί» σε όλα όσα τους περιέβαλλαν. Το συγκρότημα αρνιόταν πεισματικά να γίνει mainstream….
Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα 80’s ήταν μια πολύ ιδιαίτερη εποχή σε όλα τα επίπεδα. Οικονομικές δυσκολίες, κοινωνικές ανισότητες, πόλεμοι και έντονη κριτική στο «σύστημα». Τα παραπάνω έγιναν καύσιμη ύλη για τον Robert Smith που παρουσίασε ένα σύνολο από «χαμένες» και γεμάτες ζάλη κιθάρες. Η διαρκής ρυθμική επανάληψη του μπάσου (δυο νότες ήταν αρκετές) από τον Simon Gallup και το μονολιθικό αμείλικτο drumming του Lol Tolhurst συμπλήρωνε επάξια το αγωνιώδες αυτό παζλ. Η Αλίκη των θαυμάτων είχε χαθεί οριστικά μέσα στον λαβύρινθο των ουσιών…
Σίγουρα ο δίσκος εμπεριείχε μεγάλες δόσεις αλήθειας, ήταν ένα μεγάλο σοκ στον μουσικό κόσμο, που ήρθε από το πουθενά. Ήταν μια πεσιμιστική μουσική ακροβασία που δεν είχε όμως την ηχητική ένταση ή τον heavy δυναμισμό. Επιπλέον δεν ήταν τόσο αρτιστικό ( ήταν πολύ λιτό), ή εκκεντρικό για τους φίλους της new romantics και του new wave. Οι Cure δεν ταίριαξαν ποτέ, πουθενά σε καμία σκηνή και ίσως ποτέ να μην ήθελαν, ζούσαν στον δικό τους «κόσμο» πάντα ξεγραμμένοι αλλά πάντα επίκαιροι και πρωτοπόροι και φυσικά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την μελλοντική τους πορεία…
Τα οκτώ κομμάτια που διέπουν το δίσκο είναι πλέον κλασικά. Η πρώτη πλευρά του δίσκου ξεκινά με το “One Hundred Years” είναι το εναρκτήριο άσμα προς την ανανέωση, μια άγρια σκοτεινή μελαγχολία για την καθημερινή επιβίωση. Ταράζει και μαγεύει, αρνείται την ιδία την ύπαρξη. Ήδη έχουμε μπει στα βαθιά και το “Short Term Effect” ακολουθεί σε κλίμα υπνωτικής ζάλης και reverb. Ανήμποροι και ζοφεροί, οι Cure δηλώνουν ότι είναι άρρωστοι ζητώντας απεγνωσμένα ένα βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα, που θα τους κρατήσει ζωντανούς για μια ακόμη ημέρα. Με το “The Hanging Garden” η πτώση συνεχίζεται, οι παρενέργειες των ουσιών είναι καθοριστικές και εκφράζονται με κάθε τρόπο μέσα από στίχους απόγνωσης και κιθαριστικούς punk ρυθμούς. Ήδη από το “Siamese Twins” τα πάντα είναι χαμένα από χέρι. Ένα τραγούδι με μελωδικό, υποτονικό και άκρως ατμοσφαιρικό θέμα κάνει εμφανή την ευαισθησία και την ματαιότητα, συγκλονίζοντας με την απλότητα και την δύναμη των λέξεων…
Η β’ πλευρά του δίσκου ξεκινά με τον μελωδικό ύμνο που ακούει στο όνομα “The Figurehead“ και η κορύφωση της απόγνωσης ξεδιπλώνει την ματαιότητα που σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό. Ακολουθεί το “A Strange Day”, που παραληρεί ανάμεσα στην παράνοια και το σκοτάδι. Μεγαλειώδες, επικό, με τον Robert Smith να εκδηλώνει τις ερμηνευτικές του δυνατότητες με το μοναδικό του ηχόχρωμα. Το “Cold” είναι η μουντή απόχρωση μιας αθωότητας που έχει χαθεί προ πολλού. Λυρικό, μονολιθικό εκφράζει την ψυχοσύνθεση του συγκροτήματος που καταρρέει, χωρίς κανείς να μπορεί να το σώσει. Όλα είναι ψυχρά σαν την σιωπή (Everything as cold as silence), ενώ οι μελωδίες «σκίζουν τα σωθικά», ένα «κοφτερό μαχαίρι» που αφήνει σημάδια. Η χαριστική βολή έρχεται με το “Pornography”, μια ηχητική παραμόρφωση συναισθημάτων και διεστραμμένης ατμόσφαιρας απέναντι σε ένα καθρέφτη απαγγελίας που έχει τελματώσει. Αδιαπραγμάτευτα, ένας συγκλονιστικός επίλογος….
Το “Pornography”, είναι καταδικασμένο να μείνει ιστορικό, ένα μνημείο τρέλας και απόγνωσης που παραμένει έως σήμερα επίκαιρο και έτοιμο να «βυθίσει» όποιον τολμήσει να χαθεί στα μουσικά νερά του. Παραμένει εκεί να υπενθυμίζει στους δημιουργούς του πόσο κοντά έφτασαν στον πάτο, αλλά και πόσο τους βοήθησε να φτάσουν κοντά στην «θεραπεία» τους, αποτινάζοντας τους νεανικούς δαίμονές τους. “I must fight this sicknesss / Find a cure”, ήταν η κραυγή αγωνίας και η χαραμάδα της επιβίωσης.
Είδος: Post Punk/ Darkwave
Δισκογραφική: Fiction Records
Ημ. Κυκλοφορίας: 04 Μάιου 1982
Tracklist:
One Hundred Years
A Short Term Effect
The Hanging Garden
Siamese Twins
The Figurehead
A Strange Day
Cold
Pornography
Line-up:
Robert Smith – vocals, guitar, keyboards, cello (“Cold”), production, engineering
Simon Gallup – bass guitar, keyboards, production
Lol Tolhurst – drums, keyboards (“One Hundred Years”), production
Πηγές:
- https://en.wikipedia.org/wiki/The_Cure
- Cured: The Tale of Two Imaginary Boys (Tolhurst autobiography), Da Capo Press, 2016.
- A Vision of Hell: The Cure’s Pornography as Psychedelic Post Punk Masterpiece. Julian Marszalek, Quιeτus (Cultural website), Μάιος, 2017.