Έχει περάσει αρκετός καιρός από τα τελευταία πλημμυρικά φαινόμενα και η δυσωδία των καταλοίπων δε λέει να φύγει με τίποτα. Μέσα σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και η ευχάριστη δυσωδία που αναδύεται μέσα από την ακρόαση κάθε νέου album των Cannibal Corpse. Η αλήθεια είναι οι Αμερικανοί εδώ και αρκετά χρόνια φαίνεται να σέρνουν μόνοι τους το άρμα του Αμερικάνικου death metal, όντας ίσως οι μοναδικοί εκ των παλαιών που επιδεικνύουν τέτοια συνέπεια και ποιότητα με κάθε τους κυκλοφορία.
Ο 16ος δίσκος τους έρχεται ως η φυσική συνέχεια του προ διετίας οδοστρωτήρα “Violence Unimagined” και προσθέτει μία ακόμη τσεκουριά στο ταλαιπωρημένο κρανίο του ακροατή. Η μπροσούρα (αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι) που θεμελιώθηκε ειδικότερα από το “Kill” (2006) και μετά, αποτελεί την πυξίδα που οδηγεί του Αμερικανούς σε νέα αιματοβαμμένα μονοπάτια. Η είσοδος του τεράστιου Erik Rutan στο προηγούμενο album έδωσε νέα ώθηση στην μπάντα. Πλέον ο πολύπειρος κιθαρίστας, περισσότερο απελευθερωμένος και σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους σταθερούς πυλώνες του συγκροτήματος, φέρνει την εμπειρία του από τη θητεία του στους Morbid Angel αλλά και από τους δικούς του Hate Eternal, και την καταθέτει στο διαχρονικό κρεβάτι βασανισμών των “κανίβαλων”.
Ένα album που ξεκινάει με ευθεία επίθεση από τα δάχτυλα του Alex Webster, θα πρέπει να σε βάλει σε υποψίες από την αρχή. Το “Overlords of Violence” αποτελεί ένα τραγούδι σήμα κατατεθέν της μπάντας, από εκείνα που έχεις ξανακούσει αλλά που πολύ εύκολα ξεχωρίζεις από τα υπόλοιπα. Τριάντα πέντε χρόνια στην πιάτσα οι Αμερικανοί έχουν θέσει υψηλά στάνταρ για τον τρόπο που θεωρούν πως πρέπει να παίζεται το death metal με ορμητήριο τη Φλόριντα. Και αυτά τα στάνταρ τα ακολουθούν οι ίδιοι απαρέγκλιτα μέχρι τις μέρες μας. Δεν το λες και εύκολο πράγμα να μπορείς ακόμη να γδέρνεις ζωντανό τον ακροατή με τραγούδια όπως τα “Summoned for Sacrifice”, “Fracture and Refracture” και “Pitchfork Impalement”.
Θα επιμείνω για τον Rutan και θα τονίσω πως πέραν του χαρακτηριστικού ήχου των Cannibal Corpse στον οποίο προσαρμόστηκε, και που υπηρετεί πιστά με τόση συνέπεια ο “θεός” Rob Barrett, έφερε και αρκετή μελωδία στα solos κάνοντάς τα να ακούγονται περισσότερο ενδιαφέροντα και λιγότερο “θορυβώδη”. Δεν τίθεται θέμα φυσικά για την ποιότητα του αποχωρήσαντα Pat O’ Brian (αυτό έλειπε) αλλά η έλευση του Erik ανέδειξε νέες πτυχές στον ήχο των Αμερικανών. Κατά τα άλλα, η ομάδα εμφανίζεται ως συνήθως στιβαρή, θυμίζοντας κεφαλοθραύστη μεσαιωνικής περιόδου σε περιδίνηση γύρω από το κεφάλι σου.
Φυσικά δε λείπουν οι λασπωμένες, doom στιγμές όπως αποτυπώνονται στο “Blood Blind”, οι “ανώμαλες“ εναλλαγές του “Vengeful Invasion” αλλά και η τρομακτική ατμόσφαιρα του “Drain You Empty” που κλείνει το album, οι οποίες δεν κάνουν τους Αμερικανούς να ακούγονται λιγότερο επικίνδυνοι. Στο “Chaos Horrific” αποτυπώνεται για μια ακόμη φορά, ίσως λίγο πιο πειστικά από τον προκάτοχό του, η θέληση της μπάντας για ανασκολοπισμό σε δίκρανο (το λέει και το τραγούδι) χωρίς συμβιβασμούς και πολλές συζητήσεις, αρνούμενη να παραδώσει προς το παρόν το στέμμα της. Σε μια εποχή όπου επανεκλεγέντες δήμαρχοι μοιράζουν σφαλιάρες και δέχονται συγγνώμες, είναι προτιμότερο να δεχτείς τις σφαλιάρες από τους Cannibal Corpse και να πεις και ευχαριστώ.
Είδος: Death metal
Δισκογραφική: Metal Blade Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 22 Σεπτεμβρίου 2023
Website
Facebook
Instagram
Twitter