Το “Epicus Doomicus Metallicus” είναι το ντεμπούτο άλμπουμ του σουηδικού doom metal συγκροτήματος Candlemass. Κυκλοφόρησε στις 10 Ιουνίου 1986 από την Black Dragon Records. Με την κυκλοφορία του, το άλμπουμ έκανε εντύπωση καθώς είχε πολύ διαφορετικό ήχο από άλλα ευρωπαϊκά συγκροτήματα του χώρου εκείνης της εποχής, λόγω και της χρήσης οπερετικών φωνητικών που συνδυάζονταν με αργά και βαριά riff κιθάρας.
Το άλμπουμ δεν πούλησε καλά στην αρχική του κυκλοφορία, κάτι που οδήγησε στην αποχώρηση του συγκροτήματος από την εταιρεία την ίδια χρονιά. Από τότε, έχει επανεκδοθεί σε πολλές διαφορετικές μορφές. Ο τίτλος του άλμπουμ “Epicus Doomicus Metallicus” χαρακτήρισε το συγκρότημα το οποίο έγινε πρωτοπόρο και ταυτίστηκε με το doom metal.
Το 1985, τα μέλη των Candlemass άρχισαν να γράφουν τα τραγούδια “Under the Oak”, “Crystal Ball”, “Demons Gate” και “Dark Reflections” στο Upplands Väsby. Τον Νοέμβριο του 1985, το γκρουπ ηχογράφησε ένα demo μ στα O.A.L Studios, το οποίο περιείχε τα τραγούδια “Demons Gate” και “Black Stone Wielder”. Δεν υπήρχε κανονικός τραγουδιστής στις τάξεις τους εκείνη την εποχή και ο Leif Edling ερμήνευσε τα φωνητικά για το demo. Το συγκρότημα έστειλε το demo στη Black Dragon Records στο Παρίσι, στη Γαλλία, η οποία πρόσφερε στους Candlemass μια συμφωνία ενός δίσκου με προϋπολογισμό 1.800 δολάρια.
Τον Φεβρουάριο του 1986, το “Epicus Doomicus Metallicus” ηχογραφήθηκε στα Thunderload Studios στη Στοκχόλμη, στη Σουηδία, με παραγωγό τον Ragne Wahlquist από το metal συγκρότημα των Heavy Load. Παραμένοντας χωρίς κανονικό τραγουδιστή, ο Johan Längqvist ερμήνευσε τελικά τα φωνητικά παρόλο που δεν είχε ακούσει καθόλου τη μουσική που είχε ήδη συνθέσει το συγκρότημα προηγουμένως. Αν και ήταν στην πραγματικότητα προσκεκλημένος μουσικός την εποχή της ηχογράφησης, αυτό ήταν το μοναδικό άλμπουμ των Candlemass στο οποίο συμμετείχε ο Längqvist μέχρι να ενταχθεί στο συγκρότημα, επίσημα, το 2018.
1975– Το “One of These Nights” είναι το τέταρτο στούντιο άλμπουμ των Eagles, που κυκλοφόρησε από την Asylum. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο δίσκος έγινε το πρώτο νούμερο ένα άλμπουμ των Eagles στο chart του Billboard, οδηγώντας τρία singles στο Top 10: “One of These Nights”, “Lyin’ Eyes” και “Take It to the Limit”. Το ομότιτλο τραγούδι είναι το δεύτερο νούμερο ένα single του γκρουπ στο Billboard Hot 100. Το άλμπουμ πούλησε τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα και προτάθηκε για το Grammy Album of the Year.
Το “One of These Nights” είναι το τελευταίο άλμπουμ των Eagles στο οποίο συμμετείχε ο κιθαρίστας Bernie Leadon, ο οποίος έφυγε από το συγκρότημα μετά την περιοδεία για το άλμπουμ και αντικαταστάθηκε από τον Joe Walsh. Το άλμπουμ ήταν η εμπορική αποκάλυψη του συγκροτήματος, που τους μετέτρεψε σε διεθνείς σούπερ σταρ. Ακολούθησε μια παγκόσμια περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ.
1980– Το “Uprising” είναι το δωδέκατο στούντιο άλμπουμ του Bob Marley με τους Wailers που κυκλοφόρησε από την Tuff Gong/Island. Ο Marley πέθανε την επόμενη χρονιά και αυτό ήταν το τελευταίο στούντιο άλμπουμ, το κύκνειο άσμα του. Αυτό το άλμπουμ είναι ένα με τις πιο άμεσες θρησκευτικές αναφορές του Marley, με σχεδόν κάθε τραγούδι να εκφράζει τις Ρασταφάρι πεποιθήσεις του, με αποκορύφωμα την ακουστική ηχογράφηση του “Redemption Song”.
Το “Uprising” έφτασε στο νούμερο 41 στο chart των ΗΠΑ Billboard Black Albums και στο νούμερο 45 στο chart των Pop Albums. Το “Could You Be Loved” ήταν το νούμερο 6 και το νούμερο 56 αντίστοιχα στα charts Club Play Singles και Black Singles. Το άλμπουμ τα πήγε καλύτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ήταν στην πρώτη δεκάδα, ενώ το single “Could You Be Loved” έφτασε στο νούμερο 5 στα chart singles του Ηνωμένου Βασιλείου.
1985– Το “Little Creatures” είναι το έκτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rock συγκροτήματος Talking Heads, που κυκλοφόρησε από την Sire Records. Το άλμπουμ έχει επιρροές από θέματα της Americana και ενσωματώνει στοιχεία country μουσικής, με πολλά τραγούδια με steel guiter. Ψηφίστηκε ως το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς στην δημοσκόπηση των κριτικών του The Village Voice Pazz & Jop και είναι το στούντιο άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του συγκροτήματος, με πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα να πωλούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το εξώφυλλο δημιουργήθηκε από τον καλλιτέχνη Howard Finster και επιλέχθηκε ως εξώφυλλο άλμπουμ της χρονιάς από τον Rolling Stone. Το single “Road to Nowhere έφτασε στο Νο 25 στο Billboard Mainstream Rock Tracks και στο Νο 6 στα chart singles της Βρετανίας, της Γερμανίας και της Νότιας Αφρικής. Έφτασε επίσης στο Νο 8 στο ολλανδικό Top 40.
1996– Το “Swansong” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού extreme metal συγκροτήματος Carcass. Κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Earache Records. Είναι το μόνο άλμπουμ των Carcass στο οποίο συμμετέχει ο κιθαρίστας Carlo Regadas. Αυτό το άλμπουμ προοριζόταν να είναι το ντεμπούτο τους σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, αφού είχαν υπογράψει στην Columbia Records μετά την επιτυχία του “Heartwork”, αλλά οι άμεσες διαφωνίες με αυτή τη δισκογραφική εταιρεία τους έκαναν να επιστρέψουν στην Earache. Το άλμπουμ επανακυκλοφόρησε στις 21 Ιουλίου 2008, ως διπλός δίσκος που περιλαμβάνει το πέμπτο μέρος του “The Pathologist’s Report”. Ήταν η τελευταία κυκλοφορία του συγκροτήματος στο στούντιο για περισσότερα από 17 χρόνια, μέχρι την κυκλοφορία του “Surgical Steel” το 2013, και η τελευταία με τον ντράμερ Ken Owen.
2013– Το “13” είναι το δέκατο ένατο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ των πατέρων και ιδρυτών του heavy metal, Black Sabbath. Κυκλοφόρησε από τη Vertigo Records, ως το πρώτο τους στούντιο άλμπουμ μετά από 18 χρόνια (το μεγαλύτερο κενό μεταξύ των άλμπουμ κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας τους) μετά το “Forbidden” του 1995.
Η αρχική σύνθεση των Black Sabbath ξεκίνησε για πρώτη φορά να δουλεύει σε ένα νέο στούντιο άλμπουμ το 2001 με τον παραγωγό Rick Rubin. Η εξέλιξη όμως του δίσκου καθυστέρησε για μια περίοδο 10 ετών, καθώς ο Osbourne συνέχισε τη σόλο καριέρα του, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος συνέχισαν να ακολουθούν άλλα projects συμπεριλαμβανομένων των GZR και Heaven & Hell. Όταν οι Black Sabbath ανακοίνωσαν το τέλος της παύσης τους στις 11 Νοεμβρίου 2011, επιβεβαίωσαν πως θα δουλέψουν με τον Rubin πάνω στο περιβόητο νέο άλμπουμ. Εκτός από τα αρχικά μέλη Osbourne, Butler και τον κιθαρίστα Tony Iommi, το συγκρότημα συνοδεύτηκε τελικά στις ηχογραφήσεις από τον ντράμερ Brad Wilk, των Rage Against the Machine και Audioslave, μετά την απόφαση του αυθεντικού ντράμερ Bill Ward να μην συμμετάσχει στο reunion, λόγω “διαφορών στη σύμβαση”. Η καμπάνα χτύπησε για τελευταία φορά χωρίς τον ιστορικό ντράμερ.