BLUE OYSTER CULT: “Ghost Stories”

ALBUM

Είμαι πεπεισμένος πως οι πράκτορες της Frontiers θα μπορούσαν να ανακαλύψουν χαμένες ταινίες και ηχητικά ντοκουμέντα ακόμα και αν ήταν απαραίτητο να παραβιάσουν το μνήμα του μέγιστου Allen Lanier. Το απέδειξε η επαναληπτική ομοβροντία από live κυκλοφορίες που έμοιαζαν πραγματικά με κάποιου είδους απειλή τα τελευταία χρόνια. Μετά την κυκλοφορία νέου υλικού από τους μύθους του Long Island στο θριαμβευτικό “The Symbol Remains” του 2020, έφτασε οριστικά η ώρα των ανασκαφών.

Θεωρητικά, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το “Ghost Stories” σαν μια επιλογή τραγουδιών της μπάντας με αρκετές ιδιαιτερότητες. Τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια είχαν εγκαταλειφτεί σε μια ημιτελή μορφή, και χρονικά τοποθετούνται μεταξύ του 1978 και του 1983, δηλαδή την περίοδο “Spectres” μέχρι “The Revolution By Night”. O Eric Bloom δήλωσε χαρακτηριστικά πως κάποια από αυτά θα μπορούσαν να είχαν καταλήξει στο “Mirrors” ή στο “The Revolution By Night”. Μόνο του βέβαια το γεγονός πως οι συνθέσεις αυτές παρέμειναν στο περιθώριο, μάλιστα σε μια περίοδο την οποία οι die hard οπαδοί της μπάντας θεωρούν μάλλον παρακμιακή, δείχνει πως υπήρχαν σεβαστές αδυναμίες να ξεπεραστούν για να γίνει κάτι που θα μπορούσε να φέρει το όνομα της μυθικής μπάντας.

Στην πραγματικότητα, τα τραγούδια υπέστησαν μια demixed διαδικασία με τη χρήση ΑΙ, και στη συνέχεια κάποια μέρη τους ηχογραφήθηκαν ξανά και υποβλήθηκαν σε νέα μίξη. Τα μαγικά του παραγωγού Steve Schenk με τη συνδρομή του κιθαρίστα Richie Castellano έφεραν το σύνολο στη μορφή που μας προσφέρεται σήμερα. Από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε το σμίλευμα και ρετουσάρισμα των συνθέσεων, ακολούθησε η στρατηγική τους τοποθέτηση για να δημιουργηθεί η εντύπωση της ροής ενός άλμπουμ. Η παρεμβατική διαδικασία της τωρινής σύνθεσης σε τραγούδια 40 ετών, αλλά και το ανακάτεμα της τράπουλας για να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, κάνουν το άκουσμα του “Ghost Stories” μια προκλητική διαδικασία.

Αν το σύνθημα που πέφτει στο ιδανικό opener “Late Night Street Fight” είναι πως αυτό το άφθαρτο πνεύμα του γκρουπ τελικά θα επιπλεύσει πάνω από όσα προηγήθηκαν στην επεξεργασία, τότε οι υποψίες επιβεβαιώνονται. Με κάθε νέο βήμα αναδύονται σημαντικά χαρτιά όλων αυτών που συμπληρώνουν στη μνήμη μας τον χάρτη του βασιλείου των B.O.C., και περισσότερο από κάθε τι η αλάνθαστη, αμίμητη γοητεία της δικής τους αίσθησης της μελωδίας. Το γοητευτικό γρήγορο boogie “Cherry” σε αρπάζει από το λαιμό από την πρώτη στιγμή, ενώ το απόκοσμο “So Supernatural” μπορεί να κοιτάξει στα μάτια πολύτιμους ύμνους του παρελθόντος. Η εκδοχή τους στο “We Gotta Get Out Of This Place” των Animals έχει μετατραπεί σε απόλυτο στρείδι, ενώ το έξυπνο, εθιστικό, funky “Soul Jive” καταλήγει σε μια από τις πιο απαραίτητες επιστροφές του άλμπουμ. Δεν λείπουν τα άμεσα rockers με τη βαθιά blues φλέβα σαν τα “Gun”, “Shot In The Dark”, με την όμορφη μπαλάντα “The Only Thing” να παρεμβάλλεται καταπραϋντικά πριν την καταιγιστική απόδοση του κλασικού “Kick Out The Jams”. Το “Money Machine” είναι μια παγίδα ρυθμού με εναρμονισμένες φωνητικές γραμμές και πολύ περιεκτικό στη μικρή του διάρκεια, ενώ το “Don’t Come Running To Me” αποτελεί ξεκάθαρα ένα από τα ισχυρότερα wannabe singles αυτής της επιλογής. Και αν τελικά μας αφήνουν, κλείνοντας με το παράταιρο “If I Fell”, με ανάλαφρες αρμονίες, ακουστικές κιθάρες και κόνγκας, έχουν κερδίσει το δικαίωμα της έκπληξης εδώ πια και πολλές δεκαετίες.

Έχοντας συχνά στο παρελθόν δίσκους με καταφανείς ανισότητες, οι άρχοντες του Long Island ήξεραν πάντα να αναδεικνύουν με το χρόνο τα πολύτιμα μυστικά της μουσικής τους. Πέρα από την απαραίτητη αγωγή για τα στερητικά του die hard οπαδού της μπάντας, το “Ghost Stories”, αν το ακούσεις με την απόσταση και την νοσταλγική άγνοια μιας άλλης εποχής, θα σου αποκαλύψει σίγουρα τα δώρα του.

Είδος: Hard Rock
Εταιρεία: Frontiers Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 12 Απριλίου 2024

Website
Facebook

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1159 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.