BLUE ÖYSTER CULT: “Agents Of Fortune”

ALBUM TRIBUTE

Το 1967 ξεκίνησαν με το όνομα Soft White Underbelly, και από τότε το χρησιμοποίησαν ξανά  κατά καιρούς μόνο για κάποιες ξεχωριστές μυστικές εμφανίσεις. Πέρασαν από πολλές αλλαγές ονομάτων, ηχογράφησαν δυο άλμπουμ για την Elektra που έμειναν αιώνια στο ράφι, και ένα single που κυκλοφόρησε με το όνομα Stalk Forrest Group. Ένα ποίημα του εκκεντρικού συγγραφέα, καλλιτέχνη και μάνατζερ του γκρουπ Sandy Pearlman, με θέμα μια εξωγήινη φυλή που ρύθμιζε κρυφά την ιστορία της γης, τους έδωσε το 1971 το όνομα Blue Öyster Cult.

Εκείνο τον καιρό, το κλασικό line-up του συγκροτήματος είχε διαμορφωθεί με τους Donald “Buck Dharma” Roeser, και Eric Bloom (φωνητικά/πλήκτρα/κιθάρα), Allen Lanier (πλήκτρα/ρυθμική κιθάρα), Joe Bouchard (μπάσο) και Albert Bouchard (ντραμς). Κατάφεραν να υπογράψουν συμβόλαιο με την Columbia, μετά από ένα demo που ηχογράφησε το γκρουπ με τον παραγωγό/συγγραφέα David Lucas, και έτσι οι BÖC έβαλαν πλώρη για παγκόσμια κυριαρχία. Βέβαια, στην πραγματικότητα, ο δρόμος προς τη δόξα και την καταξίωση δεν ήταν άμεσος, καθώς τα τρία πρώτα άλμπουμ τους είχαν μια μέτρια αυξητική τάση, χωρίς τη δυναμική των πωλήσεων που προσδοκούσε η Columbia. Όμως η εταιρεία έδειξε μια ανεξήγητη αφοσίωση στο συγκρότημα,  και δεν παρενέβη ποτέ. Υπήρχε μια άγραφη πεποίθηση πως θα τα κατάφερναν με τους δικούς τους όρους.

Και συνέβη πράγματι με τον πιο απρόσμενο τρόπο, όταν το live άλμπουμ “On Your Feet Or On Your Knees” που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1975, σκαρφάλωσε άμεσα στο Νο 22 του αμερικανικού chart, σφραγίζοντας δικαιωματικά τις σπουδαίες ζωντανές τους εμφανίσεις. Όλοι τους ήταν έκπληκτοι με το πόσο καλά πήγε, περνώντας κάποια στιγμή το μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Αλλά η άνοδος των πωλήσεων που απολάμβανε η μπάντα έφερε τις δικές της επιπτώσεις. Τώρα αναμενόταν να έχουν τον ίδιο αριθμό πωλήσεων με τον επόμενο δίσκο τους στο στούντιο. Ξαφνικά έμοιαζαν πια με μεγάλη μπάντα και η Columbia ήθελε ότι έκαναν στη συνέχεια να αντικατοπτρίζει αυτό. Τους άφησαν όμως να συνεχίσουν στο επόμενο άλμπουμ χωρίς παρεμβολές. Το μόνο που τους είπαν ήταν ότι είχαν πια ένα επίπεδο να φτάσουν και να ξεπεράσουν.

Η επιτυχία του ζωντανού δίσκου είχε εξαγοράσει στο συγκρότημα αρκετές ανάσες. Αντί να επιστρέψουν βιαστικά στο στούντιο για να ηχογραφήσουν ένα τέταρτο άλμπουμ, τώρα θα μπορούσαν να πάρουν λίγο περισσότερο χρόνο για να επεξεργαστούν τα δεδομένα. Η εξέλιξη της τεχνολογίας είχε επίσης επιφέρει μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας τους. Ξαφνικά, τα πολυκάναλα μηχανήματα ηχογράφησης υπήρχαν παντού, και ήταν πολύ προσιτά. Έτσι, και οι πέντε μουσικοί απέκτησαν από ένα, και αυτό άλλαξε αμέσως τη δυναμική της γραφής τους. Στο παρελθόν συνήθιζαν να συνεργάζονται σε όλα τα τραγούδια. Ενώ κάποιοι θα έπαιζαν μεγαλύτερο ρόλο από άλλους στην ανάπτυξη ορισμένων κομματιών, ήταν σίγουρα η περίπτωση που πόνταρε στη συνολική τελική συνεργασία για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Τώρα, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει ριζικά.

Η δυνατότητα που έδωσαν αυτά τα μηχανήματα ήταν πως ο καθένας μπορούσε να μείνει σπίτι και να δουλέψει σε τραγούδια, γι’ αυτό, για πρώτη φορά, δεν υπήρξαν κομμάτια στο “Agents Of Fortune” γραμμένα από πολλά μαζί μέλη του συγκροτήματος. Γλύτωσαν αρκετό χρόνο με αυτό.  Πριν, πήγαιναν στις πρόβες και περνούσαν πολύ χρόνο προτείνοντας ιδέες. Τώρα, κάποιος θα μπορούσε να εμφανιστεί με ένα ουσιαστικά τελειωμένο τραγούδι, και οι άλλοι μπορούσαν να προσθέσουν κάποιες λεπτομέρειες.

Για αυτό το κρίσιμο τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους, το συγκρότημα συνεργάστηκε ξανά με την ομάδα παραγωγής των Sandy Pearlman και Murray Kruger, αν και αυτή τη φορά προστέθηκε και ο David Lucas. Από τους τρεις τους, ο David ήταν μάλλον αυτός με τις περισσότερες μουσικές γνώσεις και η παρουσία του αποδείχθηκε ανεκτίμητη Ο Sandy παρέμενε σταθερά ο τύπος ωθούσε τους ανθρώπους στο στούντιο όσο πιο μακριά μπορούσε, και κάποιες φορές λίγο περισσότερο. Ήταν συνηθισμένη απαίτηση οι απανωτές εκτελέσεις με το δεδομένο της περιορισμένης κασέτας, αλλά υπήρχε μια καλή ισορροπία ανάμεσα στο να κάνουν όσα takes ήθελε ο Sandy και να συνειδητοποιήσουν ότι ήδη είχαν πετύχει την τέλεια εκδοχή.

Για την ηχογράφηση του “Agents Of Fortune”, oi BÖC κατέληξαν στο “Record Plant” στη Νέα Υόρκη, ένα από τα πιο διάσημα και δραστήρια στούντιο της εποχής. Αλλά η επιλογή τους να εργαστούν σε αυτό το διάσημο μέρος στη Νέα Υόρκη προκάλεσε ακούσια μια μάλλον διασκεδαστική κατάσταση. Η Columbia Records είχε μια συμφωνία εκείνη την εποχή, για κάθε άλμπουμ που θα ηχογραφηθεί για τη δισκογραφική έπρεπε να υπάρχει ένας από τους εσωτερικούς μηχανικούς της παρών, μια συνδικαλιστική συμφωνία που δεν μπορούσε να σπάσει σε καμία περίπτωση. Όταν το γκρουπ αποφάσισε να πάει στο Record Plant, δεν είχαμε καμία απολύτως ανάγκη για έναν από τους μηχανικούς της δισκογραφικής να βοηθήσει στην πρόοδο της ηχογράφησης. Η συμφωνία που είχαν σήμαινε όμως ότι ένας από τους μηχανικούς τους έπρεπε να είναι στο στούντιο όλη την ώρα. Όμως, καθώς δεν είχε τίποτα να κάνει, απλώς καθόταν και διάβαζε ένα βιβλίο. Η ετικέτα ήταν εντάξει με αυτό, το συνδικάτο ήταν ευχαριστημένο και ο μηχανικός δεν παραπονέθηκε ποτέ καθώς πληρωνόταν για να περάσει ξεκούραστα τον χρόνο του.

Οι Blue Öyster Cult, αντίθετα, δούλεψαν με πειθαρχία στο στούντιο, και ήταν κάτι για το οποίο το συγκρότημα ήταν περήφανο. Κανείς τους δεν ζούσε στη Νέα Υόρκη, οπότε πήγαιναν στο στούντιο κάθε μέρα από το Long Island και μετά επέστρεφαν εκεί το βράδυ.  Τηρούσαν αυστηρό ωράριο στην ηχογράφηση, δουλεύοντας 10-12 ώρες κάθε μέρα, πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσαν να παραμείνουν φρέσκοι για πολύ περισσότερο. Ενώ το συγκρότημα ήταν στο στούντιο όταν ηχογραφήθηκαν τα backing tracks, μια διαδικασία που κράτησε μια εβδομάδα ως 10 ημέρες, μόνο ένα ή δύο μέλη θα ήταν παρόντα κάθε φορά καθώς τα overdubs έγιναν στην περίοδο των επόμενων δύο εβδομάδων. Θα πήγαιναν στο στούντιο μόνο όταν ήταν απαραίτητο. Με μέσο όρο μίξης ένα τραγούδι την ημέρα, συνολικά το συγκρότημα πέρασε περίπου έξι εβδομάδες στο στούντιο. Παρόλο που μπορεί να μην φαίνεται πολύς χρόνος για τα σύγχρονα πρότυπα, ήταν ακόμα μια εποχή που τα συγκροτήματα ηχογραφούσαν πολύ γρήγορα. Αλλά την εποχή που ξεκίνησαν να κάνουν το “Agents Of Fortune”, όλα αυτά άλλαξαν, με τις μπάντες να ξοδεύουν όλο και περισσότερο χρόνο στην ηχογράφηση. Όμως με το κόστος της δουλειάς σε ένα μέρος όπως το Record Plant να είναι αρκετά υψηλό, το συγκρότημα ήταν αποφασισμένο να μην χάσει καθόλου χρόνο.

Όταν ολοκληρώθηκε το νέο άλμπουμ των BÖC, η Columbia Records (η οποία κρατήθηκε σε απόσταση αναπνοής σε όλη τη διάρκεια της ηχογράφησης και φαινόταν χαρούμενη που έμεινε διακριτικά πίσω) τελικά πήγε να ακούσει τι πλήρωσαν. Και η αντίδρασή τους ήταν εξαιρετικά θετική. Φαινόταν ότι τους άρεσε πραγματικά αυτό που είχαν κάνει, και η εκτίμηση που έλαβαν από την εταιρεία ήταν ότι πίστευαν ότι θα κατέληγαν σε ένα πολύ πετυχημένο εμπορικά άλμπουμ.

Αυτή η πίστη εδραιώθηκε όταν έβγαλαν απευθείας ένα single με το κλασικό “(Don’t Fear) The Reaper”, το οποίο παραμένει το πιο διάσημο τραγούδι που ηχογράφησε ποτέ το γκρουπ. Το μυθικό τραγούδι οδήγησε σε μια σημαντική παρερμηνεία με τα χρόνια.

Υπήρχε πολύς κόσμος που υποστήριζε πώς αυτό το τραγούδι αφορούσε τον θάνατο. Η πραγματικότητα ήταν  ότι ο Roeser το έγραψε για την αγάπη. Είχε διαγνωστεί με ένα καρδιακό πρόβλημα, που  αποδείχθηκε τελικά αρκετά διαχειρίσιμο, αλλά η διάγνωση τον οδήγησε αρχικά στη σκέψη του θανάτου. Από εκεί ήρθε η σπίθα για το τραγούδι, αλλά γρήγορα μετατράπηκε σε κάτι πολύ διαφορετικό. Στους στίχους, ο Roeser αναλογίζεται στην πραγματικότητα πώς η αγάπη μπορεί να ξεπεράσει τον θάνατο και πώς δύο άνθρωποι θα μπορούσαν να συνδεθούν ξανά στην άλλη πλευρά, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή τους μεταξύ τους. Οι άνθρωποι το είχαν συγκρίνει με την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, ορμώμενοι και από την αναφορά στους στίχους, και υπάρχουν παρόμοια στοιχεία και στα δύο. Είναι όμως ουσιαστικά ένα τραγούδι ελπίδας και όχι ένα τραγούδι για το θάνατο.

Το τραγούδι ήταν μεγάλη επιτυχία τόσο στην Αμερική όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, φτάνοντας στο Νο. 12 στην πρώτη του κυκλοφορία στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Νο. 16 στο Νησί . Ήταν και η πρώτη αφορμή να εμφανιστούν φίλοι της μπάντας  που ένιωθαν ότι οι BÖC είχαν ξεπουληθεί. Ήταν όντως διαφορετικό από αυτό που κάνανε. Συνήθως, οι BÖC ήταν γνωστοί για το ότι είχαν έναν έντονο και σκοτεινό ήχο. Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει στο τραγούδι. Ίσως να έπαιξαν ρόλο τα κύρια φωνητικά του Roeser, αντί για τον Eric. Ήταν όμως ένα από τα λίγα συγκροτήματα εκείνη την εποχή όπου όλα τα μέλη μπορούσαν τραγουδήσουν, και αυτό τους ξεχώριζε από όλους. Στην πραγματικότητα, το τραγούδι σχεδόν δεν άλλαξε αισθητά μεταξύ της εγγραφής και της ηχογράφησης για το άλμπουμ, και η demo εκτέλεση είναι σχεδόν το ίδια με αυτή του άλμπουμ.

Την συμβολή του στην αειθαλή φύση του τραγουδιού έδωσε η cult αμερικανική τηλεοπτική κωμική εκπομπή Saturday Night Live το 2000, με τον Will Ferrell να παίζει έναν φανταστικό μέλος των BÖC στα κρουστά , ο οποίος ζητούσε επίμονα “more cowbell” από τον “παραγωγό”  Christopher Walken.

Το άλμπουμ πήρε τον τίτλο του από τον παραγωγό Murray Krugman, και κυκλοφόρησε στις 21  Μαΐου του 1976, φτάνοντας στο Νο. 29 στην Αμερική και στο Νο. 26 στη Βρετανία, για πρώτη φορά. Συνέχισε να πουλά πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα και καθιέρωσε το συγκρότημα σαν σημαντικό μέγεθος. Μακριά πια από την περιορισμένη εκτίμηση των die hard φίλων της πρώτης περιόδου που το θεώρησαν απρόσμενα pop και ένα εμφανές αλληθώρισμα στην πρώιμη φάση του AOR, η καλλιτεχνική του αξία έχει ανοίξει πια σαν βεντάλια. Εξακολουθεί να ακούγεται πανίσχυρο, αλάνθαστο, πλήρες, με μια ευρύτητα και θαυμαστή διαφοροποίηση σε κάθε τραγούδι. Ξεδιπλώνεται πανέμορφα πολυσχιδές, κυρίως από την προσωπική συνθετική έκφραση όλων των μελών της ιστορικής σύνθεσης, αλλά και συνδρομών εξωτερικών συνεργατών, όπως της Helen Wheels και φυσικά της Patti Smith που εκείνο τον καιρό είχε σχέση με τον Allen Lanier. Στο υπέροχο “Debbie Denise” μάλιστα, που κλείνει την τριάδα αυτών των συνεχόμενων καταπληκτικών outsiders του δίσκου μετά τα “Morning Final” και “Tenderloin”, το ποιητικό φλερτ της Smith με τον λεσβιακό έρωτα αποκαλύπτει τους στίχους για τη μυστηριώδη αυτή γυναίκα.

Ο μύθος λέει πως κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970, δύο νεαρά, ξανθά, ελκυστικά δίδυμα κορίτσια με τα ονόματα “Debbie” και “Denise” εμφανίστηκαν στο Los Angeles και ήταν ολοφάνερο πως γνώριζαν πολύ καλά τα μέλη της μπάντας.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1265 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.