Υπάρχει μια σκονισμένη, στοιχειωμένη επιγραφή στη διαδρομή του John Lawton που γράφει “Five Miles Acerate”. Το μήνυμά της είναι διπλό: από τη μια έχει να κάνει με το πέρας της διαδρομής του με τους Heep, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την επικείμενη τότε νέα τους κυκλοφορία. Από την άλλη, αποτελεί το τέλος μιας σχεδόν πολυτελούς σταθερότητας που είχε η μπάντα για τρία συνεχόμενα άλμπουμ, αρχίζοντας με το “Firefly” τον Φεβρουάριο του 1977.
Το άλμπουμ αυτό υπήρξε η είσοδος για τον πρώην τραγουδιστή των Γερμανών Lucifer’s Friend, που αντικατέστησε τον μυθικό αλλά φθαρμένο από την εξάρτησή του στο αλκοόλ, David Byron. Η άλλη προσθήκη ήταν αυτή του μπασίστα Trevor Bolder, που αντικατέστησε τον John Wetton, όπως μπήκε στη μπάντα για να μείνει: με μια μικρή εξαίρεση 18 μηνών στις αρχές των 80’s, έμεινε στο συγκρότημα μέχρι το θάνατό του το 2013.
Μαζί με τη βασική τριάδα των Mick Box, Ken Hensley και Lee Kerslake, το δίδυμο ενίσχυσε σημαντικά την πληγωμένη υπόληψη του ονόματος των Heep, με το “Firefly” να θεωρείται ένα συνεκτικό, εύστοχο, πετυχημένο άλμπουμ που ανακάλεσε σε σημαντικό βαθμό τις σπουδαίες μέρες τους στις αρχές της δεκαετίας. Η συνέχεια ήρθε με το “Innocent Victim” τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ένα άλμπουμ γραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του, ως συνήθως, από τον Hensley, με συνδρομή όμως κάποιων τραγουδιών τη φορά αυτή, από εξωτερικούς συνθέτες. Τα “The Dance” και “Choices” γράφτηκαν από τον Jack Williams, ο Hensley έγραψε μαζί του επίσης το εναρκτήριο “Keep on Ridin’”, ενώ το “Roller” γράφτηκε με τη συνεργασία του Bolder με τον Pete McDonald. Την ανισότητα και τη δυσδιάκριτη κατεύθυνση του άλμπουμ σκέπασε και προσπέρασε η μάλλον απροσδόκητη επιτυχία του single “Free Me”, που γνώρισε μεγάλες δόξες στη Νέα Ζηλανδία, τη Νότια Αφρική και την ακατάδεχτη ως τότε Αυστραλία.
Το τρίτο και τελευταίο βήμα της συγκεκριμένης σύνθεσης ήρθε το Σεπτέμβριο του 1978, με τον τίτλο “Fallen Angel”. Η συνθετική δουλειά πέφτει αυτή τη φορά στις πλάτες της μπάντας, με μόνιμο πρωταγωνιστή τον Hensley: έχοντας μόνιμα αποθέματα τραγουδιών, είχε σύμφωνα με τον δυσαρεστημένο εκείνη την περίοδο Mick Box, την απαίτηση να χρησιμοποιηθεί ό,τι έγραφε, με αποτέλεσμα να καταλήγουν, σύμφωνα με τον ίδιο, σε υποτυπώδη άλμπουμ. Η μοναδική εξωτερική παρέμβαση υπήρξε η συνδρομή του Pete McDonald που βοήθησε τον Trevor Bolder να ολοκληρώσει το “Save It”. Με το γκρουπ να κινείται σε έναν πιο απλό και άμεσο, σχεδόν πρώιμο AOR δρόμο, η δημοτικότητά του έφτασε στα ύψη στη Γερμανία. Και ενώ η γκρίνια και η αναταραχή για τα μεγαλύτερα κέρδη του Hensley, με βάση τη συνθετική του συνδρομή, δεν επηρέασε τελικά δραματικά τη συνοχή της μπάντας, το ρήγμα μεταξύ του Lawton και του Hensley μεγάλωνε συνεχώς. Η συνεχής τριβή μεταξύ τους, που πλησίασε περισσότερο από κάθε άλλη φορά διαφορών στη μπάντα, στη βία, και η συνεχής παρουσία της συζύγου του Lawton στις περιοδείες, έφερε την απόλυσή του, λίγο μετά την εμφάνιση των Heep στο Bilzen Festival, στο Βέλγιο, τον Αύγουστο του 1979.
Στο μεταξύ, ήδη είχαν προχωρήσει οι ηχογραφήσεις για το τέταρτο άλμπουμ με την ίδια σύνθεση. Ο πρώιμος τίτλος που ακούστηκε ήταν το “Five Miles Acerate”, ενώ τα demos των ηχογραφήσεων αυτών έγιναν γνωστά σαν τα “Five Miles Sessions”, με την πρώτη διαρροή ενός bootleg έντεκα τραγουδιών να γίνεται το 1979. Η pop rock κατεύθυνση του “Fallen Angel” ακούγεται μάλλον να διατηρείται χωρίς αποκλίσεις και εκπλήξεις. Η διετία 1979-80 υπήρξε ιδιαίτερα ταραχώδης για το γκρουπ, καθώς πέρα από την απόλυση του Lawton, έφτασε η στιγμή και για τον Lee Kerslake να εγκαταλείψει το σκάφος. Όντας πραγματικά οργισμένος με τον manager Gerry Bron, δεν σταμάτησε ποτέ να τον χαρακτηρίζει έναν αδίστακτο άνθρωπο που κέρδιζε το 50% από όσα έβγαζε το γκρουπ και θεωρούσε τους Heep απλά το πλήρωμά του, τους υπαλλήλους του.
Ο Chris Slade κάθισε στο drum set, ενώ ο John Sloman ανέλαβε το μικρόφωνο, μια επιλογή για την οποία ο Hensley –αν και είχε προηγηθεί η σύγκρουση με τον Lawton- ήταν βαθύτατα αντίθετος. Μάλιστα, τον είχε περιγράψει περιφρονητικά σαν κάποιον ανάμεσα στον Gino Vannelli και τον Stevie Wonder, που ήθελε απελπισμένα να γίνει Robert Plant.
Το “Conquest” υπήρξε το 13ο στούντιο άλμπουμ τους και κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1980. Ο Hensley παρέμεινε μέχρι την ολοκλήρωση του άλμπουμ, ακολούθησε και στην ευρωπαϊκή περιοδεία και στη συνέχεια αποχώρησε. Με την περίοδο αυτή να αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη στην ιστορία τους, το “Conquest” έχει θεωρηθεί από πολλούς φίλους τους το χειρότερο άλμπουμ τους. Παρά το γεγονός πως τόσο ο Hensley όσο και ο Box θεωρούσαν το δίσκο μια καταστροφή, πούλησε αρκετά καλά και κατάφερε να αναρριχηθεί στο Top 40 των βρετανικών chart άλμπουμ, πράγμα που δεν έκανε κανένα άλμπουμ με τον Lawton. Τα τραγούδια “Feelings” και “Fools” από τις ηχογραφήσεις του “Five Miles”, ηχογραφήθηκαν ξανά και με τη φωνή του Sloman κατέληξαν στο άλμπουμ. Ένα ακόμα, το “Been Hurt”, που χρησιμοποιήθηκε σαν b’ side στο single “Carry On”, συμπεριλήφθηκε στη remastered έκδοση του άλμπουμ του 1997. Άλλα τρία τραγούδια συμπεριλήφθηκαν στο 4cd box set, με τον τίτλο “A Time Of Revelation”, μια αποκλειστική συλλογή τραγουδιών με τη φωνή του Lawton.
Το bootleg “Ten Miles High”, που έχει κατά καιρούς κυκλοφορήσει με διάφορα εξώφυλλα, περιλαμβάνει τα έντεκα αυτά τραγούδια των ηχογραφήσεων για το επικείμενο τέταρτο άλμπουμ με τον Lawton που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, καθώς και πέντε τραγούδια από τις ηχογραφήσεις του “Firefly”. Με δεδομένη την αρκετά καλή ποιότητα του ήχου αλλά και την κρίσιμη και παράξενη χρονική συγκυρία στην ιστορία της μπάντας, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον ηχητικό ντοκουμέντο για τους φίλους τους, που επιχειρούν να φωτίσουν με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες τις διαφορετικές περιόδους τους.